ΠΟΙΑ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ…;
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ευρωπαϊκού τύπου σοσιαλδημοκρατία, γιατί ο χώρος της εργασίας κυριαρχήθηκε από την κομμουνιστική αντίληψη για την εξουσία. Ποια η σημερινή απειλή για την χώρα;
Απλώς, σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές ιδέες αναπτύχθηκαν στην ελληνική πολιτική ζωή από πολιτικούς και διανοούμενους με δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα. Επίσης, σε αντίθεση με τις αναπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις στην χώρα μας πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν περισσότερο καθεστωτικό, παρά μαζικό χαρακτήρα (βασιλικοί-αντιβασιλικοί, βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί, κ.ο.κ.), Έτσι, η χώρα μας δεν διέθετε κόμματα με ξεκάθαρα ιδεολογικό χαρακτήρα, αλλά ούτε και πολιτικούς –με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα– που να πιστεύουν σε παγιωμένες στην βιομηχανική Ευρώπη πολιτικές και κοινωνικές αρχές.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι γνωστό και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η Βιομηχανική Επανάσταση, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη Γαλλική του 1789, ανέδειξε στο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικο-οικονομικής φιλοσοφίας, αλλά και σε αυτό της πολιτικής, ιδέες και μορφώματα που καθόρισαν την πορεία του κόσμου μας τα 230 τελευταία χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, στις ποικίλες εκδοχές της, είναι από θεωρητικής πλευράς σε μεγάλο βαθμό απότοκος της μαρξιστικής φιλοσοφίας και της σχετικής κοινωνικο-πολιτικής αντιλήψεως. Στο δε πολιτικό επίπεδο στηρίχθηκε αρχικά στην ανερχόμενη ευρωπαϊκή εργατική τάξη και στα μεσαία στρώματα που προέκυψαν από αυτήν.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η σοσιαλδημοκρατία των Μπερνστάϊν, Κάουτσκυ, Μπάουερ και άλλων, από τις αρχές του 20ου αιώνα είχε απομακρυνθεί από την ολοκληρωτική μορφή του μαρξισμού, την οποία ο Λένιν μετέτρεψε σε καθεστώς σε μία χώρα που είχε υποτυπώδες προλεταριάτο. Διότι σαφώς η Ρωσία του 1917 απείχε πολύ από τις τότε βιομηχανικές δυνάμεις, που ήσαν η Γερμανία, η Βρεταννία, η Γαλλία εν μέρει και το σημερινό Μπενελούξ. Εξάλλου, το λενινιστικό πραξικόπημα στην Ρωσία, το οποίο στην ουσία ανέτρεψε την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κερένσκυ, απομάκρυνε ακόμη περισσότερο την σοσιαλδημοκρατία από τον μαρξισμό και τις εγκληματικές εφαρμογές του και την έφερε πολύ πιο κοντά στην φιλελεύθερη αντίληψη για τον άνθρωπο, τα δικαιώματά του και την κοινωνικο-οικονομική του οργάνωση.
Με κύριο εκπρόσωπό της την γερμανική εκδοχή της, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία απέκτησε ισχυρές ρίζες στη βόρεια Ευρώπη, αποδεχόμενη την κοινοβουλευτική δημοκρατία και την υπό κοινωνικό έλεγχο οικονομία της αγοράς. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, απετέλεσε κυβερνητική λύση σε χώρες με βιομηχανική παράδοση, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Σουηδία, η Δανία, η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Μεγάλη Βρεταννία, η Γαλλία και το Λουξεμβούργο. Συγγενές με την σοσιαλδημοκρατία, αν και όχι απολύτως συνταυτισμένο με αυτήν, υπήρξε και το βρεταννικό Εργατικό Κόμμα, που και αυτό βρέθηκε στην εξουσία πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, στην βιομηχανική Ευρώπη, η σοσιαλδημοκρατία περιθωριοποίησε πλήρως –με εξαίρεση την Γαλλία και την Ιταλία– τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία, για λόγους που χρήζουν ειδικής αναλύσεως και μελέτης, γνώρισαν καλύτερες μέρες στις λιγότερο βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης (Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Σερβία, κ.α.).
Υπό το φως των παραπάνω δεδομένων, η Ελλάδα δεν γνώρισε ένα πραγματικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα βιομηχανικού τύπου. Απλώς, σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές ιδέες αναπτύχθηκαν στην ελληνική πολιτική ζωή από πολιτικούς και διανοούμενους με δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα. Επίσης, σε αντίθεση με τις αναπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις στην χώρα μας πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν περισσότερο καθεστωτικό, παρά μαζικό χαρακτήρα (βασιλικοί-αντιβασιλικοί, βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί, κ.ο.κ.), Έτσι, η χώρα μας δεν διέθετε κόμματα με ξεκάθαρα ιδεολογικό χαρακτήρα, αλλά ούτε και πολιτικούς –με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα– που να πιστεύουν σε παγιωμένες στην βιομηχανική Ευρώπη πολιτικές και κοινωνικές αρχές.
Ακόμα χειρότερα, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε την ευκαιρία στο οριακό προπολεμικά κομμουνιστικό κίνημα να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα μέσα από την υπεξαίρεση της εθνικής αντιστάσεως και να παγιδεύσει στους κόλπους του δημοκράτες πολιτικούς που καμμία απολύτως σχέση δεν είχαν με την λενινιστική πρακτική και την σταλινική θηριωδία.
Παρόλα αυτά, κάποιοι από τους ανθρώπους αυτούς ενεπλάκησαν στην προσπάθεια του ΚΚΕ να εκβιάσει τον Στάλιν και πήραν μέρος σε μία ολέθρια για την χώρα εμφύλια σύρραξη, στην οποία το διακύβευμα ήταν δημοκρατία ή κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός.
Η κομμουνιστική ανταρσία υπήρξε μοιραία για τις ιδέες του δημοκρατικού σοσιαλισμού στην Ελλάδα και επέτρεψε σε αντιφιλελεύθερες δυνάμεις να εδραιώσουν το προ του Πολέμου φαυλοκρατικό πολιτικό σύστημα μέσα από την καλλιέργεια του εθνικισμού, της θρησκοληψίας και των πελατειακών σχέσεων. Με βασικό επίσης επιχείρημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο, οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις δημιούργησαν και ένα σοσιαλιστικού τύπου κράτος, το οποίο σε κάποια φάση κάλυπτε το 80% της οικονομικής δραστηριότητας. Κατά κύριο δε λόγο είχε υπό τον έλεγχό του το 85% του πιστωτικού συστήματος, μέσω του οποίου ήλεγχε και το σύνολο της παραγωγικής μηχανής της χώρας. Το 1964 η τότε κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου προσπάθησε να εκσυγχρονίσει το σύστημα αυτό, αλλά υπονομεύθηκε εκ των ένδον –με πρωτεργάτη της υπονομεύσεώς της τον γυιο του πρωθυπουργού και μετέπειτα ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Γ.Παπανδρέου.
Έτσι, η χώρα οδηγήθηκε στη περιπέτεια της στρατιωτικής δικτατορίας, η οποία την απομάκρυνε από το τότε ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και την απομόνωσε διεθνώς. Ακόμα χειρότερα, η δικτατορία έβαλε τέλος και στον πολιτικό εκσυγχρονισμό της χώρας, παράλληλα όμως έδωσε την ευκαιρία να εκτραφούν και να αναδειχθούν οι πιο θλιβερές δυνάμεις του λαϊκισμού σε κοινωνική και πολιτική πρωτοπορία.
Η μεταπολιτευτική έτσι Ελλάδα, παρά την με πολιτικά κριτήρια ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, από θεσμικής πλευράς απείχε αρκετά από το ευρωπαϊκό δημοκρατικό πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, δεν αξιοποίησε και την πολύτιμη ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια για να βοηθήσει την ανάπτυξή της. Οι όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας που έγιναν από τις κυβερνήσεις Κ. Μητσοτάκη την περίοδο 1990-1993 και Κ. Σημίτη το διάστημα 1996-2000, ανακόπηκαν άδοξα από τις αντιδραστικές δυνάμεις του λαϊκισμού και της λεηλασίας –και μοιραία η χώρα κατέληξε στην πλήρη χρεοκοπία.
Υπό αυτές τις επικίνδυνες και την δημοκρατία συνθήκες, το θέμα δεν είναι πλέον η ανάδειξη μιας ευρωπαϊκού τύπου κεντροαριστεράς στην χώρα. Το μεγάλο διακύβευμα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι η συσπείρωση όλων των δυνάμεων του εκσυγχρονισμού και της ευρωπαϊκής μας πορείας στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, απέναντι στον φαιοκόκκινο ολετήρα και τις διάφορες συνιστώσες του. Αν αυτό δεν συμβεί, και μάλιστα πολύ γρήγορα, οι νέες περιπέτειες στις οποίες θα εισέλθει η χώρα θα αποβούν πιθανότατα μοιραίες για τις επόμενες γενιές.