ΑΓΓΕΛΙΟΣΗΜΟ: ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ…
Πόσο «κοινωνικός» είναι ένας φόρος υπέρ τρίτων που θεσπίστηκε από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου και ενισχύθηκε από την χούντα;
Κατά τα λοιπά, για ποια ανεξαρτησία του Τύπου μπορούμε να μιλάμε όταν όλες οι ενώσεις και τα ταμεία των ΜΜΕ επιδοτούνται από το κράτος και τους καταναλωτές, οι οποίοι και επιβαρύνονται με τον υπέρ τρίτων φόρο. Εν τέλει δε, για ποια κοινωνική δικαιοσύνη μπορούν να ομιλούν οι υπεύθυνοι των δημοσιογραφικών ενώσεων όταν οι ίδιοι καλλιεργούν συνθήκες πατρικίων και πληβείων;
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε ένα εντυπωσιακό άρθρο του στην εφημερίδα Athens Voice, την οποία εκδίδει ο Φώτης Γεωργελές, ο γνωστός δικηγόρος, δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων και αντιπρόεδρος της Δράσης, Τάσος Αβραντίνης, υπό τον τίτλο «Η ντροπή του αγγελιόσημου», γράφει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Ας μην ξεχνάμε ότι οι πόροι των ΕΔΟΕΑΠ και ΕΤΑΠ ΜΜΕ (των ασφαλιστικών ταμείων των δημοσιογράφων και λοιπών εργαζομένων στα ΜΜΕ) προέρχονται από το αμαρτωλό αγγελιόσημο. Είναι το χαράτσι που πληρώνει κάθε διαφημιζόμενη εταιρεία –και, κατ’ επέκταση, πολλές φορές ο καταναλωτής των προϊόντων της– ως ποσοστό επί του ποσού της διαφημιστικής δαπάνης και ανέρχεται σήμερα στο 21,5% του ύψους της. Εδώ έχουμε μία κλασσική περίπτωση σκανδαλώδους φόρου υπέρ τρίτων. Προσέξτε: το αγγελιόσημο ωφελεί δύο κυρίως κατηγορίες –τους δημοσιογράφους-μέλη της ΕΣΗΕΑ, οι οποίοι λαμβάνουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και επικουρική σύνταξη (καταναλωτών και διαφημιζόμενων), και τους εργοδότες τους (εκδότες και ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης) οι οποίοι απαλλάσσονται από την πληρωμή εργοδοτικής εισφοράς –η μόνη κατηγορία εργοδοτών που δεν πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές. Επίσης, σκανδαλωδώς από το αγγελιόσημο (δηλαδή από “τα λεφτά των άλλων”) ενισχύονται και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσιογράφων και των άλλων εργαζομένων στα ΜΜΕ».
Αναφορικά δε με τις ρίζες του αγγελιόσημου, ο Τάσος Αβραντίνης αναφέρει ότι, σε πρώτη φάση, θεσπίστηκε από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου (Διάταγμα 465/1941), αλλά ενισχύθηκε από τους συνταγματάρχες της 21ης Απριλίου 1967 ως αντίβαρο στην κατάργηση του περίφημου Λαχείου Συντακτών.
«Η δικτατορία το επέβαλε τελικά παντού, σε όλα τα έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα (α.ν. 248/1967 και ν.δ. 1344/1973), ενώ το αύξησε έως και σε 20%. Υποθέτω ότι ο αλήστου μνήμης υφυπουργός Τύπου της «εθνοσωτηρίου» κυβερνήσεως Γεωργίου Παπαδόπουλου, δημοσιογράφος και θεωρητικός της χούντας, Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, κατά την μεταπολίτευση απέφυγε και την διαγραφή του από την ΕΣΗΕΑ λόγω της μεγίστης αυτής ευεργεσίας προς τους συναδέλφους του», γράφει ο Τάσος Αβραντίνης.
Ας σημειωθεί επίσης ότι η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, πριν από την πτώση της τον Ιούνιο του 1989, είχε φροντίσει να αυξήσει το αγγελιόσημο σε 21,5% για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα με τον ν.1866/1989 –αύξηση που έχει μεγάλη σημασία. Διότι με τον νόμο αυτόν, τα κρατικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα αποκτούσαν πρόσθετη δωρεάν χρηματοδότηση και, παράλληλα, για τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα άνοιγε η πόρτα της μεγάλης ληστείας εις βάρος των καταναλωτών-φορολογουμένων. Και η «ληστεία» αυτή έγινε εφικτή διότι ο χουντικός νόμος «περί αγγελιοσήμου», με αφορμή τον οποίο καταργήθηκε το Λαχείο Συντακτών που υπήρχε μέχρι τότε, ναι μεν επέβαλε το χαράτσι του 20% επί της διαφημιστικής δαπάνης, πλην όμως δεν προέβλεπε κυρώσεις σε περίπτωση μη αποδόσεως του αντίστοιχου ποσού στους δικαιούχους. Από την άλλη πλευρά, οι παραλήπτες-δικαιούχοι, έως τα τέλη του 1990 δεν είχαν καμμία υποδομή ελέγχου της αποδόσεως ή μη του αγγελιόσημου από τις επιχειρήσεις μέσων μαζικής επικοινωνίας που εισέπρατταν τον αποκαλούμενο «κοινωνικό πόρο». Έτσι, την περίοδο 1989-1996, οι διάφοροι καναλάρχες και λοιποί σαλταδόροι των ΜΜΕ καταχράστηκαν πάνω από 160 εκατ. ευρώ αγγελιόσημου –ποσό το οποίο μεταφράστηκε σε πολυτελή ακίνητα και λογαριασμούς στην Ελβετία.
Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, δεν έχουμε μόνον φοροδιαφυγή, αλλά και απροκάλυπτη ΚΛΟΠΗ «κοινωνικού πόρου». Το μέγεθος της κλοπής αυτής, εξάλλου, υποχρέωσε τον Ευάγγελο Βενιζέλο να αλλάξει τον τρόπο αποδόσεως του αγγελιόσημου από τους εργοδότες και οδήγησε τα ασφαλιστικά ταμεία των ΜΜΕ να δημιουργήσουν στοιχειώδεις μηχανισμούς ελέγχου.
Πέρα όμως από τα ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης των εργαζομένων στα ΜΜΕ, το αγγελιόσημο διατίθεται επίσης και για την χρηματοδότηση συναφών με τα ΜΜΕ επαγγελματικών οργανώσεων, όπου περιλαμβάνονται τα πρακτορεία τύπου, οι εφημεριδοπώλες, οι υπάλληλοι ραδιοφωνίας και τουρισμού, όλες οι επαρχιακές ενώσεις ιδιοκτητών εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών ΜΜΕ, οι ξένοι ανταποκριτές στη Ελλάδα και, βεβαίως, οι εργαζόμενοι στο υπουργείο Τύπου (μοναδικό στην Ευρώπη). Συνολικά, οι αποδέκτες του αγγελιόσημου είναι 25, με το ΤΣΕΠΕΑΘ και τον ΕΔΟΕΑΠ να δέχονται το 70% του συνόλου.
Ωστόσο, αυτός ο «κοινωνικός πόρος» ούτε δημοκρατικός είναι, αλλά ούτε και κοινωνικά δίκαιος. Κατ’ αρχήν, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στη Ευρώπη όπου η κοινωνική ασφάλιση ενός δημοσιογράφου συναρτάται της συνδικαλιστικής του εντάξεως. Με άλλα λόγια, ο δημοσιογράφος που δεν είναι μέλος ενός συνδικαλιστικού σωματείου (ΕΣΗΕΑ, ΕΣΠΗΤ, κλπ) δεν έχει κοινωνικά δικαιώματα. Για μία μακρά περίοδο δε, η απόκτηση της συνδικαλιστικής ιδιότητος κάθε άλλο παρά αυτονόητη και αυτόματη ήταν. Για παράδειγμα, επί αρκετά χρόνια η εγγραφή στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών απαιτούσε τρία και τέσσερα χρόνια προϋπηρεσίας και ο μελλοντικός ασφαλισμένος έπρεπε να περάσει και …εξετάσεις! Επίσης, δεν υπήρχε καμμία απολύτως μέριμνα για τους μη μισθωτούς δημοσιογράφους, παράλληλα όμως ενεγράφοντο στις Ενώσεις σωρηδόν «δημοσιογράφοι-δημόσιοι υπάλληλοι». Οι τελευταίοι ανέρχονται σε κάποιες χιλιάδες –και, κατά κανόνα, ήσαν και είναι οι άνθρωποι του πελατειακού συστήματος και των κομματικών κατεστημένων.
Από την άλλη πλευρά, ανισότητες επικρατούν και στον ενδοδημοσιογραφικό χώρο, γεγονός όχι ευρύτερα γνωστό. Για παράδειγμα, τα μέλη της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου δεν είχαν την ίδια περίθαλψη με την αντίστοιχη των συναδέλφων τους στον ημερήσιο τύπο, γιατί δεν είναι δεκτά στον Ενιαίο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Επικουρικής Ασφάλισης και Περίθαλψης (ΕΔΟΕΑΠ). Οι δημοσιογράφοι δε αυτοί δεν έχουν δικαίωμα σε επικουρική σύνταξη παρά το γεγονός ότι τα εξ αγγελιοσήμου έσοδα του περιοδικού τύπου ήσαν και είναι υπερτριπλάσια των αντίστοιχων των ημερησίων εφημερίδων. Επίσης, η ΕΣΗΕΑ επιδοτείται με το 11% των εσόδων του αγγελιόσημου, έναντι 1,23% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό του περιοδικού τύπου. Ας σημειωθεί ακόμα ότι την περίοδο 2000-2010, ο ΕΔΟΕΑΠ είχε έσοδα περί τα 660 εκατ. ευρώ από το αγγελιόσημο, με δαπάνες 620 εκατ. ευρώ. Την ίδια εποχή, το ταμείο αυτό είχε αρνηθεί πεισματικά τη συγχώνευση και άρα την εξυγίανση των δημοσιογραφικών ταμείων, προφασιζόμενο ότι ένας φορέας ιδιωτικού δικαίου και αυτοδιαχειριζόμενος δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να συγχωνευθεί με ταμεία δημοσίου δικαίου. Σήμερα, ο ΕΟΔΕΑΠ έχει συνολικό έλλειμμα πάνω από 200 εκατ. ευρώ και είμεθα περίεργοι να μάθουμε πώς αυτό θα καλυφθεί.
Κατά τα λοιπά, για ποια ανεξαρτησία του Τύπου μπορούμε να μιλάμε όταν όλες οι ενώσεις και τα ταμεία των ΜΜΕ επιδοτούνται από το κράτος και τους καταναλωτές, οι οποίοι και επιβαρύνονται με τον υπέρ τρίτων φόρο. Εν τέλει δε, για ποια κοινωνική δικαιοσύνη μπορούν να ομιλούν οι υπεύθυνοι των δημοσιογραφικών ενώσεων όταν οι ίδιοι καλλιεργούν συνθήκες πατρικίων και πληβείων;
Την κατάσταση αυτή προσπάθησαν να ανατρέψουν στα τέλη του 1990 ο τότε πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Αρ. Μανωλάκος και ο υπογράφων υπό την ιδιότητα του προέδρου της ΕΣΠΗΤ. Πλην όμως ουδέν έγινε, διότι στους κόλπους της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συντακτών (ΠΟΕΣΥ) ποτέ δεν υπήρξε η απαραίτητη πλειοψηφία. Ακόμη και σήμερα, λοιπόν, οι ενδοδημοσιογραφικές κοινωνικές ανισότητες είναι κραυγαλέες και γίνονται χειρότερες λόγω της κρίσης.
Πολλοί είναι έτσι οι δημοσιογράφοι που εργάζονται με δελτία παροχής υπηρεσιών και στην ουσία δεν έχουν καμμία κοινωνική ασφάλιση. Την ίδια στιγμή το κράτος, παρά το χαράτσι του αγγελιόσημου, οδήγησε σε αδιέξοδα τα ασφαλιστικά ταμεία των ΜΜΕ –τα οποία στις αρχές του 21ου αιώνα είχαν συνολική περιουσία γύρω στα 650 εκατ. ευρώ. Δυστυχώς, όμως, αφ’ ενός, τα ταμεία δεν είχαν την αυτόνομη δυνατότητα διαχειρίσεως των πόρων αυτών και, αφ’ ετέρου, δεν θέλησαν ποτέ να εκσυγχρονισθούν. Προτάσεις του υπογράφοντος στις αρχές της δεκαετίας του 2000 χαρακτηρίσθηκαν ως «νεοφιλελεύθερες» και απερρίφθησαν μετά βδελυγμίας από τις «προοδευτικές» δυνάμεις, οι οποίες σήμερα δίνουν μάχες οπισθοφυλακής.