του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι φανερό από τον ανασχηματισμό που πραγματοποίησε η κυβέρνηση ότι βασικός στόχος της είναι η επιστροφή ψηφοφόρων στα δύο μεγάλα κόμματα, με παράλληλη βέβαια ενίσχυση και της κεντροδεξιάς. Κατά τον πρωθυπουργό κ. Αντ. Σαμαρά, η υλοποίηση του στόχου αυτού είναι απολύτως εφικτή και στην ουσία αποτυπώθηκε στα τελευταία αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Οι τελευταίες έδειξαν ότι το εκλογικό σώμα, έστω και δυσαρεστημένο, κρίνει πως για την χώρα προέχει η πολιτική σταθερότητα και πιστεύει ότι μέσω αυτής μπορεί σταδιακά να υπάρξει και βελτίωση της οικονομικής κατάστασης.
Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τουριστική άνοδος και η μικρή ανάκαμψη που παρατηρείται στην ιδιωτική κατανάλωση είναι στοιχεία που μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, μέρος δε από την απωλεσθείσα εκλογική δύναμη των μεγάλων κομμάτων να αρχίσει να επιστρέφει στο αποκαλούμενο «μαντρί». Ένα τέτοιο σενάριο θα προκαλούσε εύλογους προβληματισμούς στους ανεξάρτητους βουλευτές, αλλά και σε αυτούς που βρίσκονται σε μικρά κόμματα όπως η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ.
Κατά συνέπεια, περί τον Οκτώβριο είναι πολύ πιθανόν ο κ. Αντώνης Σαμαράς, με την σύμφωνη γνώμη του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, να επισπεύσει την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας –πράγμα που επιτρέπεται από το Σύνταγμα και που επιτρέπει στην παρούσα κυβέρνηση να ξεφύγει από αρνητικές για την οικονομία αβεβαιότητες.
Το ερώτημα που τίθεται, έτσι, είναι αυτό της τακτικής που θα ακολουθήσει η αξιωματική αντιπολίτευση, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, που γεγονός είναι ότι ήδη βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Η ύπαρξη συνθηκών σταθερότητας και η πιθανή επανίδρυση της κεντροαριστεράς σε καμμία περίπτωση δεν ευνοούν τον λαϊκισμό και την «κινηματική» τακτική του κ. Αλέξη Τσίπρα και των συν αυτώ, πλην όμως αποδείχθηκε ότι και οι εξαλλοσύνες ελάχιστα πολιτικά οφέλη αποφέρουν. Στις ευρωεκλογές, εκδηλώθηκε μεν δυσαρέσκεια κατά της ΝΔ, η οποία ωστόσο δεν μεταφράσθηκε σε ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά την εκτίμησή μας, μπροστά στο δίλλημα «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», όπως φαίνεται από δηλώσεις του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στον χρόνο που απομένει έως τις προσεχείς εκλογές οι προσπάθειές του θα επικεντρωθούν στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού προφίλ, με αδρά «κυβερνητικά χαρακτηριστικά», τα οποία ενδεχομένως θα τού επιτρέψουν να βρει και πιθανούς συμμάχους σε μία πιθανή συγκυβέρνηση. Αυτό μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, αν για την προεδρία της Δημοκρατίας, προταθεί ένα πρόσωπο όπως ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, για παράδειγμα, ο κ. Αλ. Τσίπρας θα βρει τον τρόπο να βάλει την ουρά στα σκέλια για να πετύχει τον άλλο –ευρύτερο– στόχο του. Αυτόν της δημιουργίας της αίσθησης ότι μπορεί να κυβερνήσει.
Όλα δείχνουν λοιπόν ότι η πολιτική ζωή της χώρας μπαίνει σε μία νέα φάση, όχι χωρίς κινδύνους, αλλά σίγουρα με ανακατατάξεις που ανοίγουν την αυλαία μιας άλλης εποχής.