του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Εκείνη την αρχή απογεύματος ήμουν στα γραφεία του Οικονομικού Ταχυδρόμου, όταν τα τηλεοπτικά κανάλια άρχισαν να δείχνουν live την πρωτοφανή τρομοκρατική επίθεση κατά των Διδύμων Πύργων του World Trade Center. Ήταν η 11η Σεπτεμβρίου 2001 και μπορούμε να πούμε αυτή η τρομοκρατική επίθεση ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα του τέταρτου παγκοσμίου πολέμου
Ήδη από το 1998 με είχαν εντυπωσιάσει οι επιθέσεις κατά των αμερικανικών πρεσβειών στην Τανζανία και την Κένυα, όπως και η επίθεση κατά του αμερικανικού θωρηκτού Cole στο λιμάνι του Άντεν, τον Οκτώβριο 2000. Όλες οι παραπάνω τρομοκρατικές ενέργειες, οι οποίες στην Ελλάδα ερμηνεύθηκαν υπό το πρίσμα ενός γελοίου και επίπεδου αντιαμερικανισμού, είχαν κάποια πολύ σημαντικά κοινά στοιχεία
Κατά πρώτο λόγο, ήταν ολοφάνερο ότι οι τρομοκράτες επεδίωκαν να δώσουν πλανητική διάσταση στις ενέργειές τους –γεγονός διόλου άσχετο με την ίδρυση τον Φεβρουάριο 1998 του Παγκόσμιου Ισλαμικού Μετώπου (ΠΙΜ), με επικεφαλής του τον Οσάμα μπιν Λάντεν και την Αλ Κάϊντα. Με αφετηρία την ίδρυση αυτή κυκλοφορούσε μια fatwa (εγκύκλιος που εμπνέεται από το Κοράνι) στη οποία τονιζόταν ότι: «ο κανόνας είναι να δολοφονούνται Αμερικανοί και σύμμαχοί τους –πολίτες και στρατιωτικοί– παντού όπου αυτό είναι δυνατόν, καθ’ όσον πρόκειται για ιερό καθήκον κάθε μουσουλμάνου…». Πάνω στην λογική αυτή, το ΠΙΜ επέκτεινε τις δραστηριότητές του στο Ιράκ, την Παλαιστίνη, την Τσετσενία, το Κασμίρ, το Αφγανιστάν και τις Φιλιππίνες και θεωρούσε ότι οι περιοχές αυτές ήσαν «προνομιακά πεδία συγκεντρώσεων που εκ της fatwa αποκτούσαν και ιερό χαρακτήρα»
Στο πλαίσιο αυτό, ο πραγματικός εγκέφαλος της Αλ Κάϊντα, ο Αιγύπτιος Άϋμαν αλ-Ζαουαχιρί, προσδιόρισε έξι κατηγορίες στόχων: τον ΟΗΕ, τις κυβερνήσεις των μουσουλμανικών χωρών που είχαν καλές ή συμμαχικές σχέσεις με την Δύση, τις πολυεθνικές, τα παγκόσμια συστήματα επικοινωνίας και ανταλλαγής δεδομένων, τα δορυφορικά πρακτορεία Τύπου και τηλεοπτικά κανάλια, και τις διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις που χαρακτηρίζονταν φωλιές κατασκόπων και εμπόρων όπλων που επιβουλεύονταν το Ισλάμ. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για μία πολεμική διακήρυξη κατά υπερεθνικών θεσμών, κρατών, μη κυβερνητικών οργανώσεων και μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Από γεωπολιτικής πλευράς, ο Αιγύπτιος αρχιτρομοκράτης δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να δίνει διεθνή διάσταση στην τρομοκρατία και να καλεί σε συστράτευση κάθε επί γης μουσουλμάνο. Ταυτοχρόνως, η Αλ Κάϊντα και οι συνιστώσες της στον ισλαμικό κόσμο αποτελούσαν την πρώτη παγκόσμια μη κυβερνητική οργάνωση η οποία ήταν οικονομικά αυτοδύναμη και δεν εξαρτάτο από καμμία κρατική εξουσία. Ακόμα περισσότερο, η οργάνωση αυτή είχε δίκτυα σε 60 χώρες και μπορούσε να προσφέρει τεχνική βοήθεια και στήριξη σε εκατοντάδες τρομοκρατικές οργανώσεις του Ισλάμ, οι οποίες είχαν έτσι κάθε δυνατότητα να δρουν για λογαριασμό τους.
Από επικοινωνιακής πλευράς, αυτή η πλανητική τρομοκρατική Λερναία Ύδρα το 2004 διέθετε 5.000 ιστότοπους προπαγάνδας, οι οποίοι σήμερα ξεπερνούν τους 26.000 και έχουν μετασχηματίσει τον ψηφιακό γαλαξία σε ένα νέο και απίστευτα επικίνδυνο εργαλείο πολέμου. Ένα εργαλείο, εξάλλου, το οποίο, όπως τονίζει και ο Αμερικανός ιστορικός των πολέμων Βίκτορ Ντέηβις Χάνσον, υποχρεώνει τον δυτικό κόσμο να αναθεωρήσει σε βάθος τις περί πολέμου αντιλήψεις του. Ο τέταρτος παγκόσμιος πόλεμος, που ήδη έχει ξεκινήσει και σήμερα βρίσκεται σε κρίσιμη φάση, είναι ασύμμετρος. Με κύριο χαρακτηριστικό του τον ανορθολογισμό, που είναι και το κυρίαρχο στοιχείο της ισλαμικής αντίληψης για τον άνθρωπο και την σημασία του, ο νέος αυτός πόλεμος απέχει πολύ από τις γνωστές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γάλλος ισλαμολόγος Ζιλ Κεπέλ, ο ισλαμικός ιντεγκρισμός πολύ μεθοδικά έχει αρχίσει να αναπτύσσεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και σε όλα αυτά τα χρόνια η εξέλιξή του είναι αυτή του ιστού της αράχνης. Δυστυχώς δε, πολλοί δυτικοί παρατηρητές και πολιτικοί, κρίνοντας πάντα με δυτικά κριτήρια, ποτέ δεν έλαβαν υπ’ όψιν τους την φύση και τις διαστάσεις του φαινομένου.
«Ο τζιχαντισμός», τονίζει ο συγγραφέας και πρώην ρεπόρτερ Μπρους Μπάβερ, «είναι μία λέξη με πολλές έννοιες στα αραβικά. Μία από αυτές, ο επιθετικός τζιχαντισμός , είναι ένα δόγμα που υπαγορεύει, στο όνομα της συλλογικής δράσης, την καταστροφή του άλλου. Υπαγορεύει έτσι τον πόλεμο κατά των απίστων, όχι για την δημιουργία κάτι νέου και διαφορετικού αλλά για την πλήρη ισοπέδωση μιας κατηγορίας ανθρώπων που πρέπει να εκλείψουν. Όπως λένε οι ουλεμάδες (οι ιερείς του νόμου στο Ισλάμ) δεν τίθεται θέμα οι άπιστοι να γίνουν πιστοί. Προέχει η εξόντωσή τους, ακριβώς για να μην μπορέσουν ποτέ να δηλητηριάσουν την πίστη των πιστών…».
Στο πλαίσιο αυτό, η τρομοκρατία αποτελεί για τους τζιχαντιστές την νέα μορφή πολέμου κατά της Δύσης, με απώτερο στόχο επίσης οι δυτικές αξίες να υπονομευθούν εκ των ένδον με την μαζική μετανάστευση μουσουλμάνων. Την ίδια στιγμή, όμως, βασική επιδίωξη για τους τζιχαντιστές είναι και η αποσταθεροποίηση των συνεργαζόμενων με την Δύση αραβικών καθεστώτων, αρκετά από τα οποία παίζουν στα δύο ταμπλώ. Στηρίζουν τον ακραίο ισλαμισμό, από την μια μεριά, αλλά, από την άλλη, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, θέλουν να κάνουν καλές δουλειές και με τον δυτικό κόσμο.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλέγμα σχέσεων, επιδιώξεων και άλλων γεωοικονομικών υπολογισμών εντάσσονται τα τελευταία δραματικά γεγονότα στο Ιράκ, τα οποία πολύ σύντομα θα οδηγήσουν σε σοβαρές ανακατατάξεις σε όλα τα επίπεδα του διεθνούς περιβάλλοντος.
Ανακατατάξεις και νέοι συσχετισμοί που αφορούν άμεσα και την Ελλάδα, καθ’ όσον στις νέες συνθήκες η Τουρκία θα κληθεί να δώσει απαντήσεις σε πολύ σοβαρά για το μέλλον της ερωτήματα –όπως το Κουρδικό, αλλά και η θέση της στον μεταβαλλόμενο με επικίνδυνους ρυθμούς ισλαμικό κόσμο. Είναι επίσης σαφές ότι η γειτονική μας χώρα θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την Δύση και, από την άποψη αυτή, είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς ποια θα είναι η τύχη του δόγματος Νταβούτογλου –δόγμα που ήθελε την Τουρκία περιφερειακή δύναμη, σήμερα όμως ίσως πρόκειται περισσότερο για περιφερειακό πρόβλημα.
Απομένει επίσης να δούμε κατά πόσον όλες οι παραπάνω εξελίξεις απασχολούν και τους εδώ εγκεφάλους της πολιτικής, οι οποίοι για την ώρα δείχνουν να είναι σοβαρότατα απασχολημένοι με τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών…