Η σημαντική αλλαγή πλεύσης της γαλλικής κυβέρνησης ισχυροποιεί τον γαλλο-γερμανικό άξονα, από πλευράς οικονομικής πολιτικής, –και υπάρχει πλέον σοβαρός κίνδυνος απομάκρυνσης για μιαν Ελλάδα που ακόμα ελπίζει ότι μπορεί να αναβιώσει το με δανεικά χρηματοδοτούμενο πελατειακό πολιτικό της σύστημα
Οι δυνάμεις της μετανεωτερικότητας υπάρχουν στην Ελλάδα, είναι υψηλής ποιότητος και διαθέτουν τα μέσα για να πετύχουν στόχους. Το πρόβλημα είναι πώς θα μπορέσουν να συσπειρωθούν μέσα από νέους πολιτικούς σχηματισμούς, ικανούς να εκπονήσουν σχέδια ανάπτυξης και ταυτοχρόνως προσαρμογής στην μεγάλων απαιτήσεων ψηφιακή εποχή.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν ο Γάλλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Φρανσουά Ολλάντ και ο πρωθυπουργός του κ. Μανουέλ Βαλς αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη, πέραν οποιασδήποτε έννοιας «πολιτικού κόστους», να προσαρμόσουν την οικονομική τους πολιτική στην πραγματικότητα, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τα όποια ελληνικά καραγκιοζιλίκια για επιστροφή στο …δανειακό χθες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όσοι ευελπιστούν ότι φέρνοντας στην εξουσία τον κ. Αλέξη Τσίπρα και τον θίασό του θα βρεθούν σε μία νέα σπηλιά του Αλή Μπαμπά, όχι μόνον πλανώνται πλάνην οικτράν αλλά είναι και εξαιρετικά επικίνδυνοι για τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας και οι συνιστώσες του είναι ήδη μία απομονωμένη μειοψηφία στην Ευρώπη, χωρίς ίχνος πολιτικής επιρροής και, αν συνεχίσουν να πουλάνε στους εδώ ιθαγενείς φύκια για μεταξωτές κορδέλλες, μόνον ανυπολόγιστες ζημιές θα προκαλέσουν στην χώρα.
Η σημερινή Ελλάδα –σε αντίθεση με το 1981, όταν υπέκυπτε τότε στις σειρήνες της «αλλαγής», με τα γνωστά επακόλουθα– έχει ανάγκη από σοβαρούς και υπεύθυνους πολιτικούς, που θα την βοηθήσουν να βγει από το τέλμα της υπερχρέωσης και της κακομοιριάς και να μπορέσει να σταθεί αξιοπρεπώς στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Στο μέτρο που ο δικομματισμός έχει καταρρεύσει, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, η χώρα χρειάζεται νέες πολιτικές δυνάμεις, απαλλαγμένες από ιδεοληψίες και φούμαρα του 19ου αιώνα. Για την χώρα μας είναι άμεση και ζωτική η ανάγκη ανθρώπων που θα μπορέσουν να την οδηγήσουν στην νέα ενσωμάτωσή της στην αποκαλούμενη «μεταβιομηχανική νεωτερικότητα».
Αυτός, εξάλλου, είναι και ο δρόμος που έχει επιλέξει να ακολουθήσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, επιπροσθέτως, αντιμετωπίζει σοβαρούς ενεργειακούς κινδύνους, ικανούς να μετατραπούν και σε γεωπολιτική αποσταθεροποίηση. Η Ελλάδα, ειδικότερα, σε έναν κόσμο όπου ανεβαίνει με επικίνδυνους ρυθμούς το φαινόμενο της «ισλαμικής πανώλους», βρίσκεται σε μία κρίσιμη περιοχή, με γείτονά της μία χώρα που ως φαίνεται «αποκεμαλοποιείται» και άρα εντάσσεται όλο και πιο σταθερά στο ισλαμικό μόρφωμα. Κανείς δε δεν γνωρίζει τί μέλλει γενέσθαι στην Τουρκία των ήδη 80 εκατομμυρίων κατοίκων, που σε μία εικοσαετία θα πλησιάζουν τα 100 εκατομμύρια.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το από κάθε πλευρά ρευστό και εξαιρετικά ολισθηρό περιβάλλον, η Ελλάδα δεν έχει κανένα περιθώριο για γελοίους πειραματισμούς. Αντιθέτως, είναι επείγουσα η ανάγκη της πολιτικής συσπείρωσης όλων των δυνάμεων της γνώσης, της ευθύνης και της δημιουργίας, ώστε μέσα από μία ευρεία πολιτική συνεργασία να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ο λαϊκισμός, η αρπαγή δανειακού πλούτου και η οργανωμένη ρεμούλα συντεχνιακών ομάδων με πολιτικές προσβάσεις. Οι δυνάμεις της μετανεωτερικότητας υπάρχουν στην Ελλάδα, είναι υψηλής ποιότητος και διαθέτουν τα μέσα για να πετύχουν στόχους. Το πρόβλημα είναι πώς θα μπορέσουν να συσπειρωθούν μέσα από νέους πολιτικούς σχηματισμούς, ικανούς να εκπονήσουν σχέδια ανάπτυξης και ταυτοχρόνως προσαρμογής στην μεγάλων απαιτήσεων ψηφιακή εποχή.
Υπό αυτή την έννοια, η στροφή της γαλλικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης προς τον αποκαλούμενο «σοσιαλφιλελευθερισμό» αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολυσήμαντο πείραμα, που ως φαίνεται θα αλλάξει και τους μέχρι σήμερα ευρωπαϊκούς βηματισμούς. Έτσι, όλα δείχνουν ότι η νέα πενταετία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της νέας υπό σύνθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα είναι αποφασιστική για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Είναι λοιπόν καιρός, επιτέλους, μετά από 33 χρόνια ένταξής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η χώρα μας να συμπεριφερθεί σε αυτήν ως σοβαρός και υπεύθυνος εταίρος και όχι ως κακόμοιρος επαίτης κοινοτικών και δανειακών πόρων. Από το 1981 έως και το 2012, η Ελλάδα είχε καθαρές κοινοτικές εισροές από τα διάφορα Ταμεία της Ένωσης περί τα 216 δισεκατ. ευρώ –ποσό που κατά μέσον όρο και διαχρονικά αντιπροσωπεύει το 4,5% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος της. Την ίδια περίοδο, η χώρα εισέπραξε 3,6 δισεκατ. ευρώ από δύο σταθεροποιητικά δάνεια που ποτέ δεν τίμησε και άρα δεν ολοκλήρωσε, ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έδωσε 11,8 δισεκατ. ευρώ επενδυτικά δάνεια σχεδόν μηδενικού επιτοκίου, τα οποία ουδείς γνωρίζει πώς χρησιμοποιήθηκαν και πού. Εικάζεται ότι ένα μέρος πήγε σε έργα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, τα οποία μόλις πρόσφατα η κυβέρνηση δέησε να αξιοποιήσει. Αν στα πιο πάνω νούμερα προσθέσουμε και τα 240 δισεκατ. ευρώ καθαρό δανεισμό που εισέρευσε στην χώρα την περίοδο 1981-2008, τότε αντιλαμβάνεται κανείς και τις πραγματικές διαστάσεις της κραιπάλης που έφερε την χρεοκοπία.
Όσοι νομίζουν ότι η κατάσταση αυτή μπορεί σήμερα να ανατραπεί χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και ισχυρές περικοπές στην δημόσια σπατάλη, τότε καλά θα κάνουν να ανοίξουν έστω και ένα βιβλίο οικονομικής ιστορίας, στην τύχη. Θα τούς είναι πολλαπλώς διαφωτιστικό.