του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Κάθε χρηματοοικονομική κρίση συνοδεύεται και από κρίσιμα προβλήματα ρευστότητας, που είναι ωστόσο αντιμετωπίσιμα όταν μία οικονομία διαθέτει την δύναμη να ξεπεράσει μία κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, σημαντικός μπορεί να αποδειχθεί ο ρόλος των υπηρεσιών ενημέρωσης οφειλετών με ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, που προσφέρονται από συγκεκριμένες εταιρείες ειδικού σκοπού.
Στην Ελλάδα, μετά την επεξεργασία όλων των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί για την σχετική εγγραφή στο Μητρώο εταιρειών ενημέρωσης για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις –η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα του 2010 από την Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας– προέκυψαν 21 εταιρείες οι οποίες πληρούν σήμερα τις σχετικές προδιαγραφές (βάσει έρευνας, μία εξ αυτών έχει σταματήσει δραστηριότητες).
Οι εταιρείες αυτές έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την εξώδικη ενημέρωση των οφειλετών για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και ουσιαστικά απαρτίζουν, από την πλευρά της προσφοράς, την αγορά των συγκεκριμένων υπηρεσιών. Είναι σαφές ότι απαγορεύεται στους δανειστές που έχουν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις (πιστωτικά ιδρύματα ή άλλες επιχειρήσεις) να αναθέτουν την ενημέρωση σε εταιρείες που δεν έχουν εγγραφεί στο σχετικό Μητρώο.
Τυχόν παράβαση επισύρει υψηλά διοικητικά πρόστιμα. Ομοίως, οι εταιρείες που έχουν εγγραφεί στο Μητρώο, «απειλούνται» με σοβαρές κυρώσεις όταν παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του νόμου 3758/2009. Ο συγκεκριμένος νόμος έχει ως σκοπό την θέσπιση αρχών συναλλακτικής συμπεριφοράς, κανόνων λειτουργίας και κρατικής εποπτείας των εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, την ρύθμιση των σχέσεών τους με τους δανειστές και τους οφειλέτες αυτών, καθώς και την απαγόρευση της εκχώρησης ληξιπρόθεσμων οφειλών σε τρίτους.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, εκτός από τις επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν ενημέρωση οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις ως υπηρεσία σε τρίτους, ορισμένες τράπεζες έχουν προβεί στην ίδρυση εταιρειών ειδικού σκοπού, που έχουν καταχωρηθεί στο αντίστοιχο Μητρώο αλλά διαχειρίζονται τις απαιτήσεις μόνο των εν λόγω τραπεζών.
Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ενημέρωσης και Διαπραγμάτευσης Απαιτήσεων (ΕΣΕΔΑ), με πρόεδρο τον κ. Δημ. Ψαράκη, είναι ο φορέας εκπροσώπησης του κλάδου στον οποίο μέλη είναι 13 από τις 21 εταιρείες του Μητρώου που δημιουργήθηκε το 2005. Ο ΕΣΕΔΑ είναι μέλος του συλλογικού ευρωπαϊκού οργάνου των εταιρειών διαπραγμάτευσης απαιτήσεων –Federation of European National Collection Association (FENCA).
Στον εξεταζόμενο κλάδο παρατηρείται αυξημένος ανταγωνισμός, καθώς το πελατολόγιο των εταιρειών είναι ουσιαστικά συγκεκριμένο και αποτελείται κατά 97% περίπου από τράπεζες και εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Οι υπηρεσίες που παρέχονται σε λοιπές επιχειρήσεις και, ακόμη περισσότερο, στον δημόσιο τομέα είναι προς το παρόν περιορισμένες. Όσον αφορά στις απαιτήσεις αυτές, σχετίζονται κατά κύριο λόγο με Business to Consumers προϊόντα / υπηρεσίες, ενώ οι αντίστοιχες Business to Business απαιτήσεις παρουσιάζονται σήμερα, κατά κύριο λόγο, ως «ανεκμετάλλευτη ευκαιρία».
Οι υπηρεσίες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με την χρονική διάρκεια της καθυστέρησης της κάθε ληξιπρόθεσμης οφειλής. Βάσει της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στις εξεταζόμενες επιχειρήσεις και σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, οι κατηγορίες είναι οι εξής τέσσερις:
α) early καθυστερήσεις (0-90 ημέρες),
β) medium καθυστερήσεις (91-180 ημέρες),
γ) late καθυστερήσεις (181-360 ημέρες) και
δ) hard καθυστερήσεις (361+ ημέρες).
Σημειώνεται επίσης ότι, σε μία οικονομία, η ζήτηση των εξεταζόμενων υπηρεσιών εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση των καταναλωτών και των επιχειρήσεων οι οποίες χρησιμοποιούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των πελατών (π.χ. τράπεζες) των εταιρειών του εξεταζόμενου κλάδου.
Όσο δυσχεραίνεται η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, τόσο αυξάνεται η ασυνέπειά τους σε σχέση με τις οφειλές τους και, κατά συνέπεια, αυξάνεται ο όγκος των ληξιπρόθεσμων οφειλών και η ζήτηση για τις εξεταζόμενες υπηρεσίες από τους δανειστές.
Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου του ΕΣΕΔΑ, τονίστηκε ο ανταγωνισμός που οι εταιρείες ενημέρωσης υφίστανται από δικηγορικές εταιρείες οι οποίες παίζουν τον ρόλο αυτόν, χωρίς όμως να υπάγονται στο ίδιο νομικό πλαίσιο. Παρόλα αυτά, δημιουργούνται συγχύσεις στην κοινή γνώμη, οι οποίες δεν είναι βέβαιον αν και κατά πόσον εξυπηρετούν τους στόχους των τραπεζών.
Σημαντική θεωρείται, από την άποψη αυτή, η τελευταία απόφαση του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, που θεωρεί ότι ο ρόλος των δικηγόρων δεν μπορεί να είναι ίδιος με την δραστηριότητα μιας εταιρείας ενημέρωσης.