Μπορεί κάποιοι να πανηγυρίζουν γιατί το εννεάμηνο του 2014 κλείνει με θετικό πρόσημο αναφορικά με την ανάπτυξη, ωστόσο, πίσω από τους αριθμούς υπάρχει και η πραγματικότητα.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η αντιμνημονιακή ρητορεία αποκρύπτει τις ευθύνες της πολιτικής τάξης για
τα σημερινά χάλια της χώρας και την πορεία της προς νέα αδιέξοδα.
Μπορεί κάποιοι να
πανηγυρίζουν γιατί το εννεάμηνο του 2014 κλείνει με θετικό πρόσημο αναφορικά με
την ανάπτυξη, ωστόσο, πίσω από τους αριθμούς υπάρχει και η πραγματικότητα. Και
η τελευταία δεν επιτρέπει καμία απολύτως αισιοδοξία.
Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και
την υπαγωγή της χώρας στα μνημόνια σε διαρθρωτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει
την μελλοντική ανάπτυξη, ώστε το χρέος μας να καταστεί βιώσιμο, ελάχιστα έχουν
γίνει.
Οι βασικές διαρθρωτικές προϋποθέσεις για μείωση χρέους με ανάπτυξη είναι
μηδαμινές και η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι ελκυστική για επενδύσεις.
Είναι δε πλέον ορατή δια γυμνού οφθαλμού η λυσσώδης προσπάθεια του πολιτικού
συστήματος να μην θίξει καμία από τις χρόνιες στρεβλώσεις της οικονομίας και
της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν σωρευτικά και την μεγάλη αιτία για την
χρεοκοπία της χώρας.
Ακόμα χειρότερα, όπως επισημαίνει ο κ.
Γρηγόρης Θ. Παπανίκος σε ένα σημαντικό βιβλίο του, οι απαραίτητες για την χώρα
μνημονιακές πολιτικές συσκοτίζονται και διαστρεβλώνονται ακριβώς για να
οδηγείται η κοινή γνώμη σε περισσότερη ακινησία και παραπλάνηση.
Έτσι, η
καθολική κατακραυγή κατά των μνημονίων που επιβάλλονται από τους ξένους
πιστωτές μας –και οι οποίοι, ως ξένοι, αποτελούν ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο–
γίνεται εύκολα κατανοητή.
Με αυτόν τον τρόπο αποκρύπτεται αποτελεσματικά η
ανευθυνότητα της πολιτικής τάξης και των κομμάτων, καθώς και η ανωριμότητα των
ψηφοφόρων τους, που είναι οι βασικοί υπαίτιοι της οικονομικής κρίσης.
Για όσους καταλαβαίνουν στοιχειώδη
οικονομικά, η θεμελιώδης αιτία της ελληνικής οικονομικής κρίσης ήταν ο
καταναλωτικός χαρακτήρας μιας αντιπαραγωγικής οικονομίας, η οποία, αρνούμενη να
παράγει πλούτο, κατανάλωνε αγαθά και υπηρεσίες με δανεικά.
Συνεπώς, η ουσία της
οικονομικής κρίσης που εξερράγη το 2010 ήταν τα ελλείμματα του κρατικού
προϋπολογισμού και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία δεν μπορούσαν
πλέον να χρηματοδοτούνται.
Όπως επισημαίνει και η πρώην εκπρόσωπός μας
στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κυρία Μιράντα Ξαφά, τον Μάϊο του 2010 η Ελλάδα
χρεοκόπησε «ξαφνικά», όταν έληγαν 10 δισεκατ. ευρώ ομόλογα του ελληνικού
Δημοσίου που οι διεθνείς κεφαλαιαγορές δεν είχαν καμμία διάθεση να
αναχρηματοδοτήσουν.
Η χώρα δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ζητήσει την συνδρομή
των εταίρων της στην ευρωζώνη και του ΔΝΤ, προκειμένου να αποφύγει το χάος μιας
άτακτης χρεοκοπίας και εξόδου από την ευρωζώνη.
Το πρώτο πακέτο διασώσεως που
συμφωνήθηκε με την τρόϊκα τον Μάϊο 2010, ύψους 110 δισεκατ. ευρώ, δεν προέβλεπε
αναδιάρθρωση του χρέους.
Υποκύπτοντας στην πίεση των Ευρωπαίων, η διοίκηση του
ΔΝΤ εισηγήθηκε την έγκριση δανείου ύψους 30 δισεκατ. ευρώ (27% του συνολικού
πακέτου), παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να πιστοποιήσει ότι το χρέος ήταν
πιθανότατα βιώσιμο, όπως απαιτείται για κάθε μεγάλο δάνειο του οργανισμού.
Τροποποίησε, μάλιστα, το πλαίσιο κανόνων που διέπουν τέτοια δάνεια, εισάγοντας
μία «συστημική εξαίρεση» (systemicexemption) σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν βάσιμοι φόβοι μετάδοσης της κρίσης.
Η
εξαίρεση αυτή χαμήλωσε τον πήχη όσον αφορά το κριτήριο βιωσιμότητος του χρέους,
καθυστερώντας την απαραίτητη αναδιάρθρωσή του.
Πώς,
όμως, μπορεί να πετύχει μία αναδιάρθρωση όταν, ακόμα και σήμερα, το ακραίο
πελατειακό σύστημα στην χώρα παραμένει αλώβητο και δίνει αγώνα για την μη
πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων ικανών να το κλονίσουν;
Αυτό οι δανειστές και οι
αγορές το βλέπουν και καταλαβαίνουν ότι η Ελλάδα ναι μεν κάνει τις εύκολες
οριζόντιες περικοπές, όμως δεν θίγει τα οργανωμένα συμφέροντα –που είναι ο
πραγματικός καρκίνος της.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να γίνει
κατανοητό ότι οι δανειακές μας ανάγκες το 2015 ανέρχονται σε 16,5 δισεκατ. ευρώ
μόνον για χρεολύσια –με άμεση συνέπεια, χωρίς συμφωνία με την τρόϊκα και χωρίς
πρόσβαση στις αγορές, ακόμα και με συνολικό μηδενικό έλλειμμα όπως προβλέπει ο
προϋπολογισμός 2015, να μην μπορούν να χρηματοδοτηθούν, στο πλαίσιο της
λειτουργίας της οικονομίας μας στην ευρωζώνη.
Αυτό συμβαίνει δε την ίδια στιγμή
που οι τράπεζές μας χρηματοδοτούνται με περισσότερα από 40 δισεκατ. ευρώ από
την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Δεν χρειάζεται, έτσι, ιδιαίτερη πνευματική
ικανότητα για να γίνει αντιληπτό ότι μία διατάραξη των σχέσεών μας με την ΕΚΤ
θα αυξήσει το κόστος του χρήματος και θα ανακόψει την πορεία ομαλοποίησης της
ρευστότητας τώρα που η οικονομία ανακάμπτει.
Ως εκ τούτου, η ιδέα ότι μπορεί να
γίνει κάποιου άλλου είδους διαπραγμάτευση συμβατή με την παραμονή της χώρας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μία χίμαιρα.
Όπως χίμαιρα είναι και η αντίληψη ότι, στο
παγκοσμιοποιημένο οικονομικό τοπίο που κυριαρχεί σήμερα, η Ελλάδα της διαπλοκής
και των πελατειακών σχέσεων μπορεί να επιβιώσει χωρίς βαθειές μεταρρυθμίσεις
και διαρθρωτικό εξορθολογισμό.
Στην εποχή μας, οι ακίνητες κοινωνίες είναι
καταδικασμένες, δεν αποκλείεται δε και η ιστορική διαγραφή τους σε έναν κόσμο
που συνεχώς μεταβάλλεται.