Η ελληνική οικονομία, επενδύοντας τα δανεικά στην κατανάλωση (μέσω των «διεθνώς μη εμπορεύσιμων»), δηλαδή ξαναστέλνοντας στο εξωτερικό για εισαγωγές κυρίως μη κεφαλαιουχικών αγαθών, αντί να συσσωρεύει «αποθέματα» με παραγωγικές επενδύσεις, δεν ήταν δυνατόν να δημιουργεί εισόδημα για να εξυπηρετεί τα δάνεια.
του
Αθαν. Χ.
Παπανδρόπουλου
Αν η αξιοπρέπεια είναι
κάτι που κατακτάται με «μαγκιές», «τσαμπουκάδες», αντισυμβατικές επιδείξεις και
διάφορες άλλες «προοδευτικές» συμπεριφορές, τότε κάποιοι συμπατριώτες μας
–αυτοί που υπέγραψαν ένα κείμενο διαμαρτυρίας και θυμού για προσβολή της χώρας
μας– θα πρέπει να είναι αναξιοπρεπείς.
Και τούτο διότι βλέπουν την Ελλάδα να
αντιμετωπίζεται ως παρίας της Ευρώπης, να γελοιοποιείται λόγω κάποιων δήθεν
αντισυμβατικών συμπεριφορών εκπροσώπων της και, τελικά, να θεωρείται ανίκανη να
υιοθετήσει μέτρα και διαδικασίες ικανές να την φέρουν στον δρόμο της ανάπτυξης
και της διαρθρωτικής ανασυγκρότησης.
Ορισμένοι από τους συμπατριώτες μας, πέραν
του γράφοντος, που υπέγραψαν το προαναφερόμενο κείμενο είναι και οι κ.κ.
Γιώργος Μπήτρος, Νίκος Δήμου, Τηλέμαχος Μαράτος, Παναγιώτης Βουρλούμης, Τάσος
Αβραντίνης, Νίκος Εμπέογλου, Δημήτρης Κατσούδας, Τάκης Μίχας, Διονύσης
Γουσέτης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Στέλιος Περράκης, Θαλής Κουτούπης, Κων.
Γκούζιας, Κώστας Χριστίδης, Θάνος Τζήμερος και η κυρία Μιράντα Ξαφά.
Με το
κείμενο δε αυτό, οι περίπου 220 συμπατριώτες μας που το υιοθέτησαν εκ των
υστέρων, χωρίς φόβο και πάθος και παρά τις απίθανες διαδικτυακές ύβρεις που
δέχθηκαν, θέτουν μία σειρά από σοβαρά προβλήματα τα οποία απέχουν πολύ από τού
να δημιουργούν λόγους «εθνικής υπερηφάνειας».
Κατά πρώτον, στο σχετικό κείμενο
επισημαίνεται ότι η «εθνική υπερηφάνεια» συνδέεται με επιτεύγματα που μπορούν
να κάνουν υπερήφανο έναν λαό και όχι με λεκτικές επιθέσεις και εξυπνακισμούς.
Εμμέσως πλην σαφώς, οι υπογράφοντες το κείμενο αναγνωρίζουν ότι, αν η Ελλάδα
του 2010 δεν χρεοκόπησε ατάκτως, το οφείλει στην γερμανική επίδειξη
αλληλεγγύης, η οποία εκδηλώθηκε κατά παράβαση κοινοτικών κανόνων, έναντι μιας
χώρας η οποία ακόμη και σήμερα δεν τιμά την υπογραφή της.
Κατά συνέπεια, η
αναξιοπρέπεια αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της ελληνικής συμμετοχής στους
κοινοτικούς μηχανισμούς και θεσμούς και το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά τιμητικό
είναι για κάθε συμπατριώτη μας που σέβεται την πατρίδα του και τον εαυτό του.
Αν θελήσουμε δε να πάμε πιο μακρυά στην
ανάλυσή μας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τα μνημόνια που υπέγραψε η Ελλάδα με
τους εταίρους-δανειστές της ήταν σε ποσοστό 90% κείμενα που η ίδια πρότεινε
και, όσοι κάνουν τον κόπο να τα διαβάσουν, θα διαπιστώσουν ότι ελάχιστα διαφέρουν
από τις ετήσιες υποδείξεις προς την χώρα μας τόσο του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου (ΔΝΤ) όσο και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως
(ΟΟΣΑ).
Με πιο απλά λόγια, τα περίφημα μνημόνια είναι η συρραφή των εκθέσεων
των παραπάνω Οργανισμών προς την Ελλάδα τα είκοσι τελευταία χρόνια.Και το αν τελικά η χώρα βρίσκεται εκ νέου
στο χείλος του γκρεμού και ενώπιον της ανάγκης να υπογράψει και τρίτο μνημόνιο,
οφείλεται στο γεγονός ότι από τα δύο προηγούμενα μνημόνια εφήρμοσε τις πιο
βολικές διατάξεις τους, που ήταν η εξοντωτική φορολόγηση και οι οριζόντιες
περικοπές, χωρίς να πραγματοποιήσει ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι
οποίες θα έφερναν επενδύσεις και άρα ανάπτυξη.
Σήμερα, λοιπόν, η Ελλάδα δεν
είναι παγιδευμένη τόσο στο χρέος της, όσο στο πλήρως αντιαναπτυξιακό περιβάλλον
της, το οποίο βέβαια έχει και οδυνηρό αντιπαραγωγικό χαρακτήρα.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι η δανειοληπτική
αδηφαγία της χώρας μας –για να χρησιμοποιήσουμε την εύστοχη έκφραση του
έγκριτου καθηγητού κ. Θάνου Σκούρα–, αντί να ενισχύσει την παραγωγική ισχύ του
ιδιωτικού τομέα, τόνωσε τεχνητά την εισοδηματική δύναμη της γραφειοκρατίας και
του συντεχνιακού συνδικαλισμού.
Έτσι, στην δεκαετία της πλήρους ευφορίας
(1999-2009), αντί να έχουμε σχηματισμό κεφαλαίου το οποίο στην συνέχεια θα
μπορούσε να επενδυθεί παραγωγικά, είχαμε δανειακή υπερκατανάλωση χωρίς κανένα
εσωτερικό παραγωγικό αντίκρυσμα. Έτσι, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας
είναι κυριολεκτικά τραγικό.
Τόσο τραγικό που ακόμα και αν «κουρευτεί» πλήρως το
χρέος της, η οικονομία δύσκολα θα ανακάμψει. Και τούτο διότι σημαντική
ιδιαιτερότητα της οικονομίας μας είναι ο γραφειοκρατικός και αντιπαραγωγικός
χαρακτήρας της.
Την περίοδο 1999-2009, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, η Ελλάδα
γνώρισε μία υπερβάλλουσα ζήτηση η οποία ήταν απότοκος υπερβολικού δανεισμού και
υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, τονώθηκε στο εσωτερικό η
ζήτηση των αποκαλούμενων «διεθνώς μη εμπορεύσιμων» προϊόντων (εισαγωγικό και
λιανικό εμπόριο, οικοδομές, υπηρεσίες, δημόσιος τομέας) εις βάρος των «διεθνώς
εμπορεύσιμων», τα οποία αποτελούν αντικείμενο του διεθνούς εμπορίου.
Αποτέλεσμα
αυτής της άφρονος πολιτικής, επισημαίνουν οι γνωστοί οικονομολόγοι Δημήτρης και
Χρήστος Α. Ιωάννου, είναι η ύπαρξη στην οικονομία ισχυρών ασυμμετριών –οι
οποίες δύσκολα μπορούν να διορθωθούν αν δεν υπάρξει σοβαρό «κούρεμα» του
εσωτερικού ιδιωτικού χρέους και όχι του αντίστοιχου δημόσιου εξωτερικού.
Επισημαίνεται, έτσι, στο επίπεδο αυτό, από
τους δύο οικονομολόγους ότι, κατά την προ κρίσεως φάση της υποτιθέμενης
«ανάπτυξης», η συνεχής αύξηση των αγοραίων τιμών των «διεθνώς μη εμπορεύσιμων»
(κυρίως των ακινήτων, αλλά όχι μόνον) συνέβαλε στο να δημιουργούνται
αντίστοιχες εμπράγματες εγγυήσεις των οποίων η λογιστική καταγραφή στους
τραπεζικούς ισολογισμούς κατέληγε σε συνεχή αύξηση της διοχετευόμενης στην
οικονομία «ρευστότητας».
Θα πρέπει, όμως, να γίνει κατανοητό εδώ ότι η
μεγέθυνση αυτή του ΑΕΠ και των αξιών των «αποθεμάτων» ήταν μόνον λογιστική και
όχι πραγματική.
Ήταν προϊόν της ανατίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής
ισοτιμίας του (ελληνικού) ευρώ και όχι της διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης,
όπως πρέπει να συμβαίνει κανονικά.
«Η λογιστική αυτή διόγκωση του ενεργητικού
της ελληνικής οικονομίας, μαζί με την διαστροφή των σχετικών τιμών της, δημιουργούσε
μία κατάσταση που δεν ήταν βιώσιμη μεσοπρόθεσμα.
Η συνακόλουθη κατάρρευση που
άρχισε το 2008 και διήρκεσε μία πενταετία, μπορεί να μην ήταν επιθυμητή και
ευχάριστη, ήταν όμως αναπόφευκτη και, δυστυχώς, αναγκαία, προκειμένου να
επανισορροπήσει προοπτικά η ελληνική οικονομία.
Οι πανταχόθεν εκφερόμενες
αιτιάσεις προς την υποτιθέμενη “υφεσιακή λιτότητα” ως αιτία της κάμψεως του ΑΕΠ
κατά 25% είναι δυστυχώς μία φαιδρότητα, ενδεικτική της αντίστοιχης με την
οικονομική, ιδεολογικής και πολιτισμικής μας κρίσης.
Το σημερινό επίπεδο
εισοδήματος είναι πολύ πιο κοντά στις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της
χώρας απ’ ό,τι ήταν το εισόδημα του 2008», τονίζουν οι αδελφοί Ιωάννου.
Προσθέτουν δε πως, όταν η διαπίστωση ότι η
οικονομία κινείται στο κενό (Minsky moment) κατέστη κοινός
τόπος και οι τιμές άρχισαν να καταρρέουν, εμφανίστηκε μία νέα σημαντική
ασυμμετρία.
Οι λογιστικές αξίες με τις οποίες αντικρίζονταν στο ενεργητικό των
τραπεζών τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν αποκτηθεί από τα δάνεια που είχαν
παρασχεθεί προς τον τομέα των «διεθνώς μη εμπορεύσιμων», δεν είχαν πλέον καμία
σχέση με τις νέες αγοραίες αξίες τους και με το τεκμαρτό ή πραγματικό εισόδημα
που αντιστοιχούσε σε αυτές.
Έκτοτε, τα δάνεια ή δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν ή
εξυπηρετούνται οριακά, συνθλίβοντας κάθε αναπτυξιακή δυνατότητα των οικονομικών
μονάδων.
Η κατάρρευση της «ρευστότητας» είναι προϊόν αυτής ακριβώς της
ασυνέχειας στην χρηματοπιστωτική λειτουργία –στην οποία, μάλιστα, το PSI δεν ήταν παρά μία πρόσθετη πτυχή– και της
συνεπαγόμενης πλήρους ασυμμετρίας ανάμεσα στην πραγματική και στην χρηματική
οικονομία της Ελλάδας.
Προτείνεται, έτσι, ως λύση το γενναίο
«κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους, κατά τρόπον όμως ορθολογικό και όσο το δυνατόν
δικαιότερο. Φυσικά, μία παρόμοια ρύθμιση δεν θα ήταν προς όφελος των τραπεζών.
Θα ήταν, όμως, προς όφελος της οικονομίας, διότι θα επέτρεπε στα νοικοκυριά και
στις επιχειρήσεις να ξεφύγουν από την αδράνεια και το αδιέξοδο που έχουν
καταδικασθεί από την αναντιστοιχία των λογιστικών με τις πραγματικές αξίες των
περιουσιακών τους στοιχείων και από την αναντιστοιχία του χρέους τους με τα
έσοδά τους, δίνοντας εκ παραλλήλου την ευκαιρία στις πιο αποδοτικές μονάδες να
επεκταθούν ενσωματώνοντας –και έτσι περισώζοντας από την πλήρη διάλυση– και τις
λιγότερο ή καθόλου αποδοτικές.
Όσον αφορά στις τράπεζες, οι οποίες θα
πληγούν σοβαρά από μία παρόμοια ρύθμιση, υπάρχει μία λύση:
Η νέα ελληνική
κυβέρνηση, αντί να ασχολείται με κάτι που πραγματικά δεν έχει νόημα και
εξυπηρετεί μόνον τις ανάγκες της δημαγωγικής πολιτευτικής αντιπαράθεσης, δηλαδή
την ονομαστική απομείωση του δημόσιου χρέους, θα πρέπει να αφιερώσει τις
δυνάμεις της στο να πείσει τους πιστωτές να συμμετάσχουν σε μία νέα, επαρκή,
ικανοποιητική και γενναία ανακεφαλαιοποίησή τους (που μπορεί να απαιτήσει
αισθητά περισσότερα από 11 δισεκατ. ευρώ), ώστε να εξέλθουν από την κατάσταση
της νεκροφάνειας που βρίσκονται σήμερα και να αρχίσουν να λειτουργούν και πάλι
κανονικά, με υγιείς κανόνες και σε παραγωγική βάση.
Μια τέτοια λύση θα προσέδιδε αρκετή
αξιοπρέπεια στην ελληνική οικονομία, γιατί θα τής επέτρεπε να ξεφύγει από την
μιζέρια και την διαπλοκή, ανοίγοντας τον δρόμο της δημιουργίας.