Δεν θα έπρεπε απαραιτήτως να είναι κανείς δόκτωρ ψυχολογίας για να καταλάβει το εύρος του ναρκισσισμού του σημερινού υπουργού Οικονομίας κ. Γ. Βαρουφάκη.
Πίσω από τον Γ. Βαρουφάκη
Ο Υπουργός Οικονομίας εφαρμόζει με συνέπεια και επιτυχία τις αρχές μάρκετινγκ του «star principle»
Tο Varoufakis Case είναι μία μοναδική «ιστορία επιτυχίας», που δεν αποκλείεται όμως να κρύβει μέσα της και μία νεοελληνική τραγωδία…
Αρκούσε η ανάγνωση δύο-τριών άρθρων του στο protagon.gr
του Σταύρου Θεοδωράκη και αλλού για να αντιληφθεί ότι ο συγγραφέας τους είχε
πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και ήταν πολύ ερωτευμένος με αυτόν.
Αυτό δεν είναι πρόβλημα.
Όσο η εγωπάθεια και
ο ναρκισσισμός δεν επηρεάζουν επικίνδυνα την ζωή των άλλων, καλά κάνουν και υπάρχουν.
Τα πράγματα, όμως, αλλάζουν όταν εγωπαθείς και νάρκισσοι εμπλέκονται στην
δημόσια σφαίρα και οι πρωτοβουλίες τους αφορούν τρίτους –ιδιαίτερα δε, όταν
αφορούν ολόκληρους λαούς που, όπως μας διδάσκει η Ιστορία, έχουν καταβάλει
τραγικά τιμήματα για την εγωπάθεια ηγετών τους.
Σπεύδουμε να υπογραμμίσουμε, ωστόσο, ότι δεν
είναι τέτοια η περίπτωση του σημερινού Υπουργού Οικονομίας. Ο κ. Γ. Βαρουφάκης
εξυπηρετεί τον εαυτό του, δεν προκαλεί όμως ανήκεστες βλάβες στον λαό που
ομνύει στο όνομά του.
Απλώς, ο άνθρωπος εφαρμόζει μία δοκιμασμένη στρατηγική
μάρκετινγκ, αυτήν του «star principle», ώστε αύριο,
όταν δεν θα είναι πλέον Υπουργός, να έχει κεφαλαιοποιήσει όσο γίνεται καλύτερα
την υπουργική του θέση.
Υπό αυτό το πρίσμα, όλες οι ενέργειες και προκλήσεις
του υπουργού είναι άψογα μελετημένες και ήδη στέφονται από επιτυχία.
Αύριο δε,
θα τού αποφέρουν και μπόλικο χρήμα.Ποιες είναι, όμως, οι αρχές του «star principle» και πώς αυτές μπορούν να εφαρμοσθούν στην
πολιτική;
Κορυφαία αρχή του «star principle», όπως την περιγράφει ο εμπνευστής του RichardKoch, είναι το positioning –δηλαδή, η τοποθέτηση σε μία δεδομένη αγορά
όταν πρέπει και ειδικότερα την καταλληλότερη στιγμή.
Για τον Γ. Βαρουφάκη, η
στιγμή αυτή παρουσιάστηκε το 2009. Την χρονιά εκείνη η χρηματοοικονομική κρίση
που είχε πλήξει την διεθνή οικονομία έκανε με ιδιαίτερη ένταση την είσοδό της
και στην Ευρώπη, της οποίας ο πιο αδύνατος κρίκος ήταν η υπερδανεισμένη και
αντιπαραγωγική Ελλάδα.
Για έναν καλά μελετημένο οικονομολόγο, ήταν έτσι φανερό
ότι η ελληνική περίπτωση θα δημιουργούσε σοβαρές επιπλοκές και στην ευρωζώνη.
Η
τελευταία έδειχνε απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει κρίσεις αντιπαραγωγικού
υπερδανεισμού και αυτή η αδυναμία της αποτελούσε ευκαιρία για τους εχθρούς της.
Αγγλοτραφής οικονομολόγος, με αριστερές
φιλίες και καταβολές, ο κ. Γ. Βαρουφάκης είχε έτσι μία ευκαιρία προβολής που
ήταν μοναδική.
Τού προσφερόταν η δυνατότητα να χαϊδέψει αυτιά στο εσωτερικό της
χώρας, να συμβάλει στην αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης (που πάντα είναι στόχος
των αγγλοσαξωνικών συμφερόντων), να επενδύσει στον αντιγερμανισμό και τελικά να
ανοίξει τις πόρτες της εξουσίας.
Με βάση λοιπόν τις πιο πάνω δυνατότητες και με
δεδομένη την ασχετοσύνη του κοινού στο οποίο θα απευθυνόταν, ήταν εύκολο για
τον κ. Βαρουφάκη να κάνει το απαραίτητο positioning πουλώντας ιδέες άσχετες με την
πραγματικότητα, οι οποίες όμως ηχούσαν όμορφα στους αποδέκτες τους.
Ιδέες, εξάλλου, που είχαν και την έξωθεν
καλή μαρτυρία, καθ’ όσον ο σημερινός υπουργός Οικονομίας διατηρούσε άριστες
σχέσεις με αμερικανικά σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού ιδρύματα, καθώς και
με το περιβάλλον του πρώην Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον. Προφανώς δε, ο κ.
Βαρουφάκης θα πρέπει να έχει καλές σχέσεις και με την οικογένεια Αγγελοπούλου,
δεδομένου ότι ο πατέρας του είναι πρόεδρος της Χαλυβουργικής.
Καλύτερο, λοιπόν, περιβάλλον για την
επιτυχία μίας στρατηγικής «star principle» δεν μπορούσε
να υπάρξει.
Ειδικότερα για έναν κοσμοπολίτη καθηγητή, και Υπουργό σήμερα, που
έχει μελετήσει άριστα την τέχνη της προσέλκυσης της προσοχής.
Υπογραμμίζουμε
ότι στην σημερινή ψηφιακή εποχή μας, η αποκαλούμενη οικονομία της προσοχής (attention economy) θεωρείται κλειδί για την επιτυχία ή μη
ενός προϊόντος, μίας υπηρεσίας, μίας μάρκας –και, γιατί όχι, ενός προσώπου που
θέλει να γίνει γνωστό και διάσημο.
Στο επίπεδο αυτό, σημαντικός είναι ο ρόλος
της συναισθηματικής προσέγγισης, ιδιαίτερα όταν το «αντικείμενο πωλήσεως» είναι
ο άνθρωπος.
Ο Τζακ Τρουτ, γνωστός γκουρού του μάρκετινγκ
της προσοχής, έλεγε ότι «είναι καλύτερο να είσαι πρώτος στο μυαλό παρά στην αγορά,
διότι το μάρκετινγκ δεν είναι πλέον μόνον μάχη προϊόντων, αλλά και μάχη
αντιλήψεων».
Η σκέψη αυτή σίγουρα αποτελεί μεγάλη αρχή του κ. Γ. Βαρουφάκη.
Προετοιμάζοντας σχολαστικά την ώρα του στην εσωτερική πολιτική αγορά, έπαιξε το
εύκολο χαρτί της αντιμνημονιακής ρητορικής, την οποία και διάνθιζε με ευρύτερες
ευρωπαϊκές και διεθνείς προσεγγίσεις –που κανείς, βέβαια, δεν καθόταν να
υποβάλει στην βάσανο του πειραματισμού και της επαλήθευσης.
Παράλληλα, ο κ. Βαρουφάκης έκανε και την
είσοδό του στο περιβάλλον του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα, προσφέροντάς
του σημαντική βοήθεια στις επαφές με αμερικανικά ιδρύματα και ομάδες lobbying.
Στην προσπάθειά του αυτή, ο Έλληνας
καθηγητής είχε και την έμμεση συμπαράσταση Ελλήνων επιχειρηματιών –κάποιοι από
τους οποίους προσέβλεπαν επιστροφή της χώρας στην δραχμή και κάποιοι άλλοι
πίστευαν ότι με μία κυβέρνηση της αριστεράς θα έπρεπε να γίνουν μεταρρυθμίσεις
που τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κλίμα βοηθούσε
και την προβολή του κ. Γ. Βαρουφάκη, που ήταν άπλετη στην Ελλάδα τόσον
διαδικτυακά όσο και τηλεοπτικά.
Το δε αποτέλεσμα αυτής της προβολής αποτυπώθηκε
στην εκλογική του επίδοση, η οποία αντιπροσωπεύει 137.000 σταυρούς προτιμήσεως
στην εκλογική περιφέρεια της Β’ Αθηνών.
Ανερχόμενος, έτσι, στην εξουσία, πρώτο
μέλημα στρατηγικής σημασίας για τον ΥΠΟΙΚ ήταν να προσελκύσει μέσω άκρατου
εντυπωσιασμού την διεθνή προσοχή. Και τα κατάφερε περίφημα.
Η παγκόσμια προβολή
του, αν μεταφρασθεί σε διαφημιστικό χρόνο και χρήμα, αντιπροσωπεύει πλέον
αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια, που ήδη αποτελούν ανεκτίμητο
επικοινωνιακό κεφάλαιο για τον κ. Βαρουφάκη.
Έτσι, όπως πολύ εύστοχα γράφει και
ο Στέφανος Κασιμάτης στην Καθημερινή, «η θέση του Υπουργού Οικονομικών είναι γι
αυτόν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ενισχύσει την εικόνα της “ιδιοφυούς
μοναδικότητάς” του, όπως φαντάζομαι ότι αντιλαμβάνεται ο ίδιος την κατάστασή
του.
Δεν είναι ανάγκη να μείνει πολύ στην θέση αυτή για να πετύχει τον σκοπό
του. Μερικοί θορυβώδεις μήνες, κατά τους οποίους θα περιφέρει την αλαζονεία του
και θα μοιράζει προσβολές δεξιά και αριστερά, αρκούν, ώστε να περάσει τα
επόμενα δύο ή τρία χρόνια αμειβόμενος αδρά για να δίνει διαλέξεις, ως λ.χ. “ο
άνθρωπος που ταρακούνησε το ευρωπαϊκό κατεστημένο”, στις οποίες θα αποκαλύπτει
και διάφορα πικάντικα για τον Σόϊμπλε ή τον Νταϊσελμπλουμ για να διατηρείται
στην επικαιρότητα. Εν ολίγοις, δεν περιμένω να μακροημερεύσει ως υπουργός ο
Βαρουφάκης».
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, από πλευράς
πολιτικού και ατομικού επαγγελματικού μάρκετινγκ, το Varoufakis Case είναι μία μοναδική «ιστορία επιτυχίας», που
δεν αποκλείεται όμως να κρύβει μέσα της και μία νεοελληνική τραγωδία…