Χωρίς αμφιβολία, η πολιτική Ελλάδα των μνημονίων διαφέρει αισθητά από την αντίστοιχη της υπερκατανάλωσης και του πελατειακού συστήματος. Το ερώτημα όμως είναι: τί μπορεί να βγει από την κρίση και πώς;
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το πελατειακό πολιτικό σύστημα του υπερδανεισμού και της υπερκατανάλωσης μπήκε σε φάση πτωχεύσεώς του το 2008 και ανάγκασε τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή το 2009 να παραδώσει την «καυτή πατάτα» στον Γ.Α.Παπανδρέου –ο οποίος, για ποικίλους λόγους, «εφλέγετο» να γίνει πρωθυπουργός, υπό οποιοδήποτε κόστος. Όπερ και εγένετο, με συνέπεια την μετέπειτα συντριβή του ΠΑΣΟΚ.
Ένα ΠΑΣΟΚ που ήδη είχε εισέλθει σε φάση παρακμής από την δεύτερη θητεία του Κώστα Σημίτη –ο οποίος, στην προσπάθειά του να βάλει την Ελλάδα στην ευρωζώνη και να κάνει έτσι κάποια βήματα εκσυγχρονισμού σε μία χώρα αποχαυνωμένη και βαρύτατα άρρωστη, είχε υποθηκεύσει το μέλλον του.
Κατά συνέπεια, το 2004 η νίκη της ΝΔ και του Κώστα Καραμανλή ήταν μία σχετικά εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι στην ουσία η τότε αξιωματική αντιπολίτευση υποσχόταν την στασιμότητα. Και την εποχή εκείνη η τελευταία ευνοείτο και από την επίπλαστη θετική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, τους οποίους τελικά η ΝΔ δεν κατάφερε να αξιοποιήσει ούτε κατ’ ελάχιστον.
Αντιθέτως, επέδειξε εγκληματική αδιαφορία στο τεράστιο πρόβλημα της αξιοποίησης των ολυμπιακών έργων, με αποτέλεσμα να γίνουν καπνός κάποια δισεκατομμύρια ευρώ. Ακόμα χειρότερα, λόγω της αδιαφορίας αυτής παρέμεινε αναξιοποίητη και η ελληνική εικόνα διεθνώς, γεγονός που σήμερα έχει ιδιαίτερο βάρος.
Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι η άνοδος της ΝΔ στην εξουσία το 2004 ευνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών που είχε μεσολαβήσει την περίοδο 2000-2003, στην διάρκεια της οποίας αρκετές χιλιάδες μικροί και μεσαίοι καταθέτες έχασαν τεράστια ποσά, προς όφελος ομάδων επιτήδειων κερδοσκόπων. Έτσι, για να είμαστε όσο πιο αντικειμενικοί γίνεται, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η χρηματιστηριακή πτώση οδήγησε αρκετά νοικοκυριά σε εισοδηματική κρίση, την οποία η ΝΔ μετρίασε μέσω του δανεισμού και του ευνοϊκού κλίματος που είχε προκύψει από την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη.
Η ένταξή μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση χαμήλωσε τα επιτόκια, έκανε πανεύκολη και φθηνή την πρόσβαση στην καταναλωτική και στεγαστική πίστη και έτσι προέκυψε ένα κλίμα πλασματικής ευημερίας που δεν είχε καμμιάν απολύτως σχέση με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Ακόμα χειρότερα, η τότε κυβέρνηση, για να ισχυροποιήσει τα ερείσματά της στην εξουσία, προσέλαβε στον δημόσιο τομέα την πενταετία 2004-2009 πάνω από 330.000 άτομα –χωρίς, βέβαια, το σχετικό κόστος να καλύπτεται από τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και την άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων.
Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη πήγε κυριολεκτικά χαμένη και, παράλληλα, τα λάθη που έγιναν ενίσχυσαν τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση της κρίσης χρέους που ξέσπασε το 2010. Έτσι, χωρίς να συνειδητοποιεί τις επιπτώσεις των επιλογών του, το πελατειακό πολιτικό σύστημα στην χώρα μας είχε αρχίσει να αυτοϋπονομεύεται από την εκδήλωση της χρηματιστηριακής κρίσης και μετά και, δυστυχώς γι αυτό, σε καμμία περίπτωση δεν έλαβε υπ’ όψη του και τις διεθνείς εξελίξεις.
Όταν λοιπόν ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση, το πελατειακό σύστημα βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστο να την αντιμετωπίσει και ήταν εξαιρετικά ευάλωτο στις επιπτώσεις, καθ’ όσον είχε υπερχρεωθεί. Ήταν όμως και πολιτικά ευάλωτο. Μέσα στις τάξεις του πελατειακού κατεστημένου, είχε ανδρωθεί ένας στρατός κατοχής της χώρας ο οποίος εμπόδιζε κάθε εκσυγχρονισμό της και κάθε αναδιάρθρωση του παραγωγικού της χώρου. Σε κάποια φάση της κρίσης, όμως, αυτά τα βοηθητικά σώματα των κομμάτων και των πολιτικών, όπως το τελώνιο του μύθου, ξέφυγαν από κάθε έλεγχο και, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, έφεραν στην εξουσία νέες πολιτικές δυνάμεις.
Τις ομάδες αυτές ο Παναγής Βουρλούμης, σε άρθρο του στο Athens Review of Books (Ιούνιος 2012) παρομοιάζει με «δερβέναγες», ήτοι με φύλακες των στενών απ’ όπου αναγκαστικά κάποιοι θα περάσουν: «Υπάρχουν άπειρα τέτοια δερβένια, από πολεοδομίες, εφορίες και άλλα, που φτιάχτηκαν μόνο και μόνο για να δημιουργούν εισόδημα για τους φύλακές τους. Θα προσέθετα ότι ακόμη και υπηρεσίες και θεσμοί που φτιάχτηκαν για να μάς προστατέψουν από τους δερβέναγες, όπως οι Ρυθμιστικές Αρχές, κατάντησαν σύντομα να γίνουν δερβένια.
Το αποτέλεσμα αυτής της αποπνικτικής κατάστασης είναι ότι δεν αντέχεται το κόστος, σε χρήμα αλλά και σε χαμένο χρόνο, σπατάλη ενέργειας, αποκαρδίωση και χαμένες ευκαιρίες. Όλοι κλέβουν από όλους και η χώρα αυτοκαταστρέφεται και χάνει την δυνατότητα να ανταγωνιστεί διεθνώς. Στην ψυχρή γλώσσα των οικονομικών έχουμε χρόνιο δίδυμο έλλειμμα –δημοσιονομικό και συναλλαγών– που μαθηματικά οδηγεί σε συνεχή υποβάθμιση και απώλεια ανεξαρτησίας», γράφει.
Αυτό είναι σήμερα το κρισιμότερο πρόβλημα της χώρας και, ως φαίνεται, η λύση του δεν εδράζεται ούτε σε μνημόνια, ούτε σε οριζόντιες περικοπές, ούτε σε παχιά λόγια λαϊκιστών και πολιτικών γελωτοποιών.
Για να ξαναβρεί η Ελλάδα την υγεία της και να επανεκκινηθεί η οικονομία της είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, το τσάκισμα των μονοπωλίων, το γκρέμισμα της γραφειοκρατίας. Μόνον έτσι θα υπάρξει εσωτερικός ανταγωνισμός ικανός να βελτιώσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστική εξωστρέφεια της οικονομίας. Αυτά είναι βασικά πράγματα, που εφαρμόζονται σε όλες τις επιτυχημένες χώρες.
Δύσκολα θα γίνουν εδώ, γιατί για πολλές δεκαετίες το σύστημα βόλεψε πολλούς, που είναι ισχυροί και δεν θα επιτρέψουν αλλαγές χωρίς αγώνα. Οι προσοδοθηρικές ομάδες συμφερόντων που εμπορεύονται ψήφους και προνόμια δεν πρόκειται να το βάλουν κάτω. Είναι αδίστακτες και αποφασισμένες να παίξουν το βρώμικο παιχνίδι τους έως το τέλος.
Συνεπώς, για την ώρα, στην Ελλάδα του τρίτου μνημονίου, σχεδόν τίποτε από το παλαιό πελατειακό σύστημα δεν έχει καταρρεύσει. Απλώς, οι προσοδοθηρικές ομάδες αντί να εκβιάζουν και να πιέζουν τα δύο μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης, έχουν ενσωματωθεί στον συνεταιρισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την ελπίδα ότι το τρίτο τριετές μνημόνιο …δεν θα εφαρμοσθεί.
Σημειώνουμε ότι οι προσοδοθηρικές ομάδες έχουν μεν υποστεί περικοπές σε αμοιβές και συντάξεις, όμως δεν έχουν ακόμη επιβαρυνθεί από την κρίση όσο άλλες κατηγορίες του πληθυσμού και ιδιαίτερα οι νέοι, στους οποίους κυριαρχεί η ανεργία. Το υψηλό κόστος της κρίσης καταβάλλεται τελικά από τους «μη προνομιούχους» της πελατοκρατίας, οι οποίοι, από πολιτικής πλευράς, μάλλον έχουν ενδυναμώσει τον χώρο της αποχής. Επίσης, μέρος των «μη προνομιούχων» του πελατειακού κράτους υποστηρίζει σταθερά την Χρυσή Αυγή –αν και, όπως προκύπτει από τα exit polls, η σύνθεση των ψήφων της τελευταίας είναι έντονα ετερογενής.
Το γενικότερο πάντως συμπέρασμα από το δημοψήφισμα και την τελευταία εκλογική αναμέτρηση είναι ότι σχεδόν οι μισοί Έλληνες απέχουν των πολιτικών εξελίξεων, ενώ οι άλλοι μισοί ανήκουν σε ποσοστό 40% στον φιλοευρωπαϊκό και προοδευτικό χώρο και σε ποσοστό 60% στο πελατειακό και αντιδραστικό κράτος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι δραματικό να διαπιστώνει κανείς, όπως ο Νίκος Βατόπουλος στην Καθημερινή, ότι στις τελευταίες εκλογές, το 50% που προέρχεται στις κάλπες αισθάνεται άνετα να ψηφίσει υπέρ κομματικών σχηματισμών που δεν έχουν σχέση με την αστική, φιλελεύθερη δημοκρατία. Σαφώς, η ίδια η αστική δημοκρατία μεταλλάσσεται διεθνώς και το νέο σχήμα δεν το γνωρίζουμε. Αλλά στην δική μας κοινωνία διαχέεται επιπλέον και η εντύπωση ότι ο αστικός πολιτισμός, ή έστω οι κοινωνικές ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται ως αστοί, διαλύεται για να επανασυντεθεί με άλλες ιεραρχήσεις και εσωτερικές διαβαθμίσεις. Είμαστε σε σημείο βρασμού –από το οποίο κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τί θα προκύψει και πώς.