Πώς η φαυλοκρατία εξοντώνει τους αντιπάλους της
Οι μαφιόζικες οργανώσεις κατά κανόνα εξοντώνουν τους αντιπάλους τους με βίαιο τρόπο, που είναι και ο ταχύτερος. Οι αντίστοιχες μαφίες της διαπλοκής και της γραφειοκρατίας χρησιμοποιούν τον αποκαλούμενο «διοικητικό σαδισμό», που είναι από κάθε άποψη τρισχειρότερος
Μόνον με έναν απότομο θεσμικό αποκεφαλισμό θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση, αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο να γίνει υπό ομαλές δημοκρατικές συνθήκες.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο πολύ καλός φίλος δεν με άκουσε όταν, απαντώντας σε ερώτησή του για το αν θα έπρεπε να αναλάβει επίσημα καθήκοντα προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου σε δημόσιο ασφαλιστικό ταμείο, τού είπα πολύ λακωνικά «ού μπλέξεις». Έτσι σήμερα υφίσταται εξαετή δικαστική ταλαιπωρία και, αν κρίνω από αυτά που βλέπω και ακούω, όχι μόνον δεν θα βρει το δίκιο του αλλά απειλείται και με σχεδόν πλήρη καταστροφή.
Στο ελληνικό Δημόσιο τα λαμόγια, οι καιροσκόποι, οι απατεώνες της πολιτικής και οι αργυρώνητοι γραφειοκράτες δεν χωρατεύουν. Όταν βρουν το θήραμα δεν σταματούν έως ότου το ξεσκίσουν. Αυτός είναι ο αδυσώπητος νόμος μιας ακλόνητης γραφειοκρατικής μηχανής και τίποτα δεν μπορεί να τον αλλάξει.
Η Λερναία Ύδρα δεν αντιμετωπίζεται με θεσμικά και δημοκρατικά μέσα γιατί αυτά είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της. Μόνον με έναν απότομο θεσμικό αποκεφαλισμό θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση, αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο να γίνει υπό ομαλές δημοκρατικές συνθήκες.
Έως τότε, η κατάσταση θα σέρνεται, την στιγμή που η χώρα θα καταρρέει. Ίσως δε η πλήρης κατάρρευσή της να ήταν μία λύση. Διαφορετικά, φως στο τούνελ δεν υπάρχει.
Όπως πολύ σωστά είπε σε πρόσφατη ομιλία του και ο εκλεκτός Παναγής Βουρλούμης, πρώην πρόεδρος του ΟΤΕ και όχι μόνον, στην Ελλάδα «τα γρανάζια εξόντωσης των αντιπάλων είναι πάντα ενεργά και αδίστακτα». Ο δε άνθρωπός μας κάτι ξέρει, και από πρώτο χέρι. Έγραφε λοιπόν στην Καθημερινή της 25ης Οκτωβρίου 2015 τα ακόλουθα:
«Ενώ εγώ ο ίδιος δεν έχω ποτέ υποβάλει μήνυση, έχω υποστεί βομβαρδισμό διώξεων σχετικών με την συμμετοχή μου σε διοικητικά όργανα. Ιδιαίτερα όταν αυτά είχαν κάποια σχέση με το Δημόσιο. Έτσι, με την πείρα του πελάτη πιστεύω ότι νομιμοποιούμαι να σχολιάσω την λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης στον τόπο μας».
Επειδή το θέμα είναι μεγάλο, θα περιοριστώ σε μία μόνον πτυχή του –την χρησιμοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης για την εξόντωση αντιπάλων, πτυχή όμως που αναδεικνύει πολλές από τις παθογένειες του τρόπου που λειτουργεί η ποινική δικαιοσύνη στην Ελλάδα.
Η υποκατάσταση της δολοφονίας από «αποκαλύψεις» σαν μέσο εξουδετέρωσης πολιτικών ή άλλου είδους εμποδίων, έχει γίνει επιστήμη στην χώρα μας, ιδίως μετά την ψήφιση του νόμου περί απιστίας –ενδόξου πατρότητος. Η μέθοδος είναι παλιά, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει τελειοποιηθεί και δουλεύει κάπως έτσι:
Κατασκευάζεται κατηγορία εναντίον του στόχου. Έχει σημασία η κατηγορία να είναι ευλογοφανής, νομικά καλοδουλεμένη και πιασάρικη για την κοινή γνώμη. Αν χρειαστεί, στρατολογούνται μάρτυρες. Η κατηγορία εκτοξεύεται κατά του στόχου, συνήθως με δόσεις –διαδοχικές αποκαλύψεις ώστε το ενδιαφέρον να κλιμακωθεί. Γίνεται ανώνυμα ή από άτομα πίσω από τα οποία κρύβονται οι πραγματικοί υποκινητές.
Απαραίτητη είναι η συνεργασία εφημερίδων και ΜΜΕ, εύκολη και σχετικά φτηνή. Επειδή ο συκοφαντημένος στόχος είναι επώνυμος, η δικαιοσύνη κινείται αυτεπάγγελτα, ιδίως αν ο στόχος κατέχει δημόσια θέση.
Ακολουθεί προανάκριση από σχετικά χαμηλόβαθμο δικαστικό. Αυτός ή αυτή, λόγω του θορύβου που έχει γίνει, παραπέμπει την υπόθεση διαπιστώνοντας ότι “υπάρχουν ενδείξεις ενοχής”. Θέλει να απαλλαγεί από την ευθύνη, ή να μην εναντιωθεί στην “εικαζόμενη” πρόθεση εκείνων που κατευθύνουν την κατηγορία, ή φοβάται, ή απλώς βαριέται να μελετήσει τον φάκελλο. Αυτή είναι η κρισιμότερη φάση της διαδικασίας.
Οι υποκινητές, που συχνά έχουν τον τρόπο να γνωρίζουν την απόφαση πριν από τον άμεσα ενδιαφερόμενο, φροντίζουν να τής δοθεί μεγάλη δημοσιότητα και για τον πολύ κόσμο παγιώνεται η πεποίθηση πως ο στόχος είναι ένοχος. Το τεκμήριο της αθωότητος έχει πάει περίπατο.
Ο στόχος τώρα έχει μπλέξει στα γρανάζια με βέβαιη προοπτική ότι θα συνεχίσει να ταλαιπωρείται και να διώκεται επί χρόνια. Έχετε ίσως ακούσει την φράση κόλλησέ του μια ομηρία να τον κάνεις να τρέχει. Τίθεται στον στόχο το δίλημμα αν θα έπρεπε να παραμείνει στην θέση του μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση.
Στην φάση αυτή, όταν πρόκειται για δημόσια θέση, οι πολιτικοί του προϊστάμενοι έχουν συνήθως γίνει άφαντοι. Εάν αφήσει την θέση του, οι αντίπαλοί του έχουν πετύχει τον σκοπό τους. Σε κάθε περίπτωση, και αν δεν το κάνει, είναι τραυματίας και λεία σε κάθε είδους επιθέσεις και πιέσεις και από πλευρές που δεν έχουν σχέση με την αρχική δίωξη.
Στην διοίκηση, εάν προσπαθήσει κάποιος να κάνει σωστά την δουλειά του μοιραία θα δυσαρεστήσει κάποιους, θα συγκρουσθεί με συμφέροντα και θα κάνει εχθρούς που θα τον παραμονεύουν. Η ποινική δικαιοσύνη, ο τρόπος που ασκείται, συχνά γίνεται όπλο στα χέρια αυτών των εχθρών και άθελά της –στις περισσότερες περιπτώσεις– συνένοχος σε άδικες πράξεις και ενέργειες που υποβιβάζουν το επίπεδο της δημόσιας ζωής και ζημιώνουν την οικονομία».
Μετά από αυτά που προηγούνται, τι άλλο να προσθέσουμε εμείς;