Οι νέες μορφές επεξεργασίας των πληροφοριών, οι τεχνολογικές αλλαγές, τα αιτήματα για πλουραλιστικές κοινωνίες και η πληθώρα των πηγών πληροφόρησης δημιουργούν νέες μορφές δημοσιογραφικής εξειδίκευσης, αλλά και διαφορετικές από τις αντίστοιχες του παρελθόντος δημοσιογραφικές αξίες
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η δημοσιογραφία, έτσι όπως την γνωρίσαμε στα θρανία και στην πράξη, αλλάζει βαθειά και έχει ήδη απομακρυνθεί από τις παραδοσιακές μορφές της. Παρατηρούνται έτσι νέα φαινόμενα, που είναι τα ακόλουθα:
*Οι πηγές πληροφόρησης για το ίδιο θέμα είναι ποικίλες και σπάνια πλέον μία είδηση πηγάζει από μία μοναδική πηγή.
*Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το Ίντερνετ επιτρέπου ταχύτατες προσβάσεις σε αρχεία και τράπεζες δεδομένων, πράγμα αδιανόητο στο παρελθόν.
*Ο δημοσιογράφος, στο μέτρο που δεν γνωρίζει καλά ένα θέμα, γελοιοποιείται και τελικά εγκαταλείπεται από το κοινό.
*Η εγκυρότητα της σύγχρονης δημοσιογραφίας έγκειται στο κατά πόσον έχει ενσωματωθεί στις κοινωνίες της γνώσης και σε ποιον βαθμό γνωρίζει τα αντικείμενα και τα θέματα που επεξεργάζεται. Οι καιροί είναι συνεπώς κακοί για τους ερασιτέχνες, τους αμαθείς ή τους ημιμαθείς και τους «αρπακολατζήδες».
*Το Ίντερνετ στην ουσία καταργεί τα εκδοτικά προνόμια και επιτρέπει σε όποιον θέλει να γίνει εκδότης-δημοσιογράφος. Ακόμα, μέσω του Διαδικτύου, πολλοί δημοσιογράφοι έχουν την δυνατότητα διασύνδεσής τους και άρα μπορούν να δημιουργούν υψηλής εξειδίκευσης συνεταιρισμούς ειδήσεων, ρεπορτάζ, αναλύσεων και σχολίων. Λίγοι δημοσιογράφοι σήμερα μπορούν να εκδίδουν πολυσέλιδες εφημερίδες ή μεγάλα περιοδικά.
*Όλο και περισσότερο, η δημοσιογραφική τηλεργασία θα μεταβάλλει τις εργασιακές σχέσεις και θα ενισχύει τον αριθμό των αυτοαπασχολούμενων δημοσιογράφων (freelancers), οι οποίοι στην Ευρώπη των Εικοσιοκτώ ήδη ξεπερνούν τις 52.000.
*Η ψηφιακή τηλεόραση είναι η αφετηρία μιας συγκλονιστικής επικοινωνιακής και δημοσιογραφικής επανάστασης, η οποία μόλις άρχισε. Επεκτείνεται δε ραγδαία και στην ιντερνετική τηλεοπτική κάλυψη, η οποία ήδη διαμορφώνει νέα επικοινωνιακά τοπία.
*Στο παρελθόν οι εφημερίδες λειτουργούσαν στην βάση της δημοσίευσης λίγων ειδήσεων για πολλούς. Σήμερα κινούνται στην λογική της κάλυψης πολλών θεμάτων για λίγους. Επιβεβαιώνεται έτσι η τάση του περάσματος, από την μεταφορά μαζικών πληροφοριών, στην επεξεργασία αμέτρητων εξειδικευμένων ειδήσεων οι οποίες προέρχονται από πολλές πηγές.
*Οι αλλαγές στα μέσα μαζικής επικοινωνίας συμβαδίζουν με τεράστιες μεταβολές στο επίπεδο του κοινού, δηλαδή των αποδεκτών ειδήσεων, πληροφοριών και λοιπών δημοσιογραφικών «προϊόντων».
Στις νέες συνθήκες, το ζητούμενο για μία εφημερίδα ή για ένα περιοδικό δεν είναι το πώς θα γεμίζει λευκές σελίδες με φτηνή δημοσιογραφική ύλη, αλλά σε ποιον βαθμό το δημοσιογραφικό υλικό είναι καλά επεξεργασμένο. Παρατηρείται δηλαδή στην δημοσιογραφία το ίδιο φαινόμενο που, από οικονομικής πλευράς, σημειώθηκε στην γεωργία. Ο σύγχρονος καταναλωτής, σε αντίθεση με τον παλαιό, θέλει να καταναλώνει επεξεργασμένα είδη διατροφής και όχι χύδην αγροτικά προϊόντα. Προτιμά τις όμορφες και ενημερωτικές συσκευασίες και όχι την προχειρότητα και τους φτηνούς ερασιτεχνισμούς.
Οι δημοσιογράφοι, από την πλευρά τους, αντλούν σήμερα πληροφορίες από το Ίντερνετ, από παγκόσμια καλωδιακά δίκτυα, από εξειδικευμένες εταιρείες έρευνας αγοράς και κατηγοριακού μικρομάρκετινγκ, από τράπεζες δεδομένων που διαθέτουν στοιχεία 50 ετών, από ηλεκτρονικά αποκόμματα Τύπου και, βεβαίως, από επίσημες κυβερνητικές και μη πηγές. Παρατηρείται, δηλαδή, υπεραφθονία δημοσιογραφικών πηγών, η οποία ανατρέπει όλες τις παραδοσιακές μορφές δημοσιογραφικής έρευνας. Ας σημειωθεί ότι πρόσφατα στις ΗΠΑ ένας δημοσιογράφος που θέλησε να κάνει μία έρευνα για τις φυλετικές διακρίσεις, δέχτηκε από εξειδικευμένο γραφείο 9 δισκέττες με 53 εκατομμύρια bites πληροφοριών και ήταν πλέον θέμα δικό του η επεξεργασία, ανάλυση και παρουσίαση του υλικού αυτού στην μορφή δημοσιογραφικής έρευνας.
Περιττόν να τονιστεί ότι αυτή η δυνατότητα άντλησης πληροφοριών οδηγεί σε ένα άλλο νέο δημοσιογραφικό φαινόμενο, αυτό της εντατικής επεξεργασίας (processing intensify). Η τελευταία, σπάνια στο παρελθόν, σήμερα αποτελεί κοινό τόπο και γι αυτό οι δημοσιογράφοι, μέσα από την διαδικασία αυτή, προσπαθούν να βρουν ποια προστιθέμενη αξία μπορούν να αντλήσουν.
Η εξέλιξη αυτή, όμως, μεταβάλλει και τις βασικές δημοσιογραφικές δεοντολογικές αρχές. Παλαιότερα, όταν οι δημοσιογράφοι ήσαν απλοί μεταφορείς ειδήσεων, προείχε η ουδέτερη στάση τους απέναντι στην είδηση. Στις σημερινές συνθήκες, η ουδετερότητα αυτή είναι αντίθετη με την εντατική επεξεργασία πληθώρας πληροφοριών, διότι ο δημοσιογράφος έχει πλέον κολοσσιαίες δυνατότητες επιλογής πηγών.
Γι αυτό τον λόγο, αρκετοί δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι η πολυπλοκότητα των γεγονότων που συνθέτουν μία είδηση και οι τρόποι κάλυψης της επικαιρότητας κάνουν σχεδόν αδύνατη την αντικειμενικότητα –έννοια που θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εγκαταλειφθεί.
Ωστόσο, η άποψη αυτή αμφισβητείται από άλλους δημοσιογράφους (μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η δυσκολία της επίτευξης ενός στόχου δεν σημαίνει ότι ο τελευταίος παύει να υπάρχει και άρα δεν θα πρέπει να αναζητείται για να επιτευχθεί. Κατά την άποψή μας, μπροστά στα φαινόμενα που περιγράψαμε, ο δημοσιογράφος έχει καθήκον να ψάχνει να βρει νέες αρχές πιο εξειδικευμένης και εκλεπτυσμένης αντικειμενικότητας, που θα πειθαρχεί την επεξεργαστική διαδικασία.
Χρήσιμο πρότυπο, από την άποψη αυτή, για την απαιτούμενη νέα αντικειμενικότητα θα μπορούσε να αναζητηθεί στην διαδικασία των επιστημονικών μεθόδων. Στοιχεία από τις τελευταίες μπορούν να γίνουν και χρήσιμα δημοσιογραφικά εργαλεία, αρκεί βέβαια οι δημοσιογράφοι να θέλουν, να μπορούν και να επιδιώκουν να τα χρησιμοποιήσουν. Η επιστήμη είναι εξ ορισμού αντικειμενική και οι κανόνες που χρησιμοποιεί για την ανακάλυψη και κατανομή της αλήθειας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την ικανοποίηση των νέων δημοσιογραφικών αναγκών –αυτών, βέβαια, της σοβαρής και υπεύθυνης δημοσιογραφίας.
Έτσι, στις νέες συνθήκες, η νέα δημοσιογραφία στην καταγραφή, ανάλυση και διερεύνηση των γεγονότων, θα πρέπει να εφαρμόζει πρώτον τις επιστημονικές αρχές της υπόθεσης-απόδειξης-επαλήθευσης ή και διάψευσης. Επίσης, ο σύγχρονος δημοσιογράφος θα πρέπει να αναζητά, κατά το αριστοτελικό πρότυπο, την άκρη. Το να σκέπτεται ή να εξετάζει κανείς το κάθε γεγονός από την αρχή και έως την άκρη και πάλι από την αρχή και πάλι έως την άκρη, αυτό θα πει προβληματισμός.
Ο τελευταίος είναι το χαρακτηριστικό του ανθρώπινου «λόγου», δηλαδή μία ειδική διάσταση του στοχασμού. Μια τέτοια επίπονη και ατέλειωτη διαδικασία έχει τεράστιο ηθικό νόημα, ταυτόχρονα όμως πλάθει και την αντίληψη για την πραγματικότητα που πρέπει να επεξεργαστεί ο δημοσιογράφος. Εννοείται ότι εκείνος που επιχειρεί και κατορθώνει να εκτελέσει το έργο τούτο, μπορεί σε μεγάλο βαθμό να συλλαμβάνει και να διατυπώνει αλήθειες με σημασία.
Στην νέα δημοσιογραφία, όμως, κύριο γνώρισμα αυτής της τελικής της μορφής θα πρέπει να είναι η παροχή της δυνατότητας και σε τρίτους να επαληθεύσουν και αυτοί τα όσα γράφει ή λέει ο δημοσιογράφος. Πρόκειται για το φαινόμενο της διπλοτυπικής δημοσιογραφίας (replicability), η οποία, κατά την γνώμη μας, δεν αποκλείεται να συνιστά και προωθημένη μορφή δημοκρατίας.
Το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από όσα προηγούνται είναι αυτό της ανάγκης να επαναθεωρηθούν πάγιες δημοσιογραφικές αρχές και, κυρίως, να επανεξεταστούν σε βάθος τα εκπαιδευτικά προγράμματα ιδιωτικών και κρατικών δημοσιογραφικών σχολών. Καλό θα ήταν, τέλος, και οι ποικίλες ενώσεις συντακτών στην χώρα μας να εμβαθύνουν στις νέες συνθήκες και τις εξελίξεις που αυτές συνεπάγονται και αναλόγως να επαναπροσδιορίσουν τις λειτουργίες, τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες τους.
Μέσα στον νέο κόσμο που δημιουργείται, ρόλος των δημοσιογράφων είναι η σε πολλαπλά επίπεδα ευαισθητοποίηση του κοινού πάνω σε θέματα περιβάλλοντος και ποιότητας ζωής. Απαιτείται ακόμα στενότερη επικοινωνία τους με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, στο μέτρο όμως που οι τελευταίες εξυπηρετούν ξεκάθαρους στόχους αναβάθμισης της κοινωνίας των πολιτών.
Έχουμε μπει για καλά, συνεπώς, στην εποχή της μεταδημοσιογραφίας, στην διάρκεια της οποίας το εδώ τοπίο θα αλλάξει ριζικά. Επ’ αυτού, όμως, θα επανέλθουμε.