Εσχάτως δε, σε μέρος των αποφάσεων που παίρνουν, έχουν λόγο και οι εκπρόσωποι του τριτοκοσμικού ΠΑΣΟΚ, το οποίο φέρει τεράστιες ευθύνες για την σημερινή χρεοκοπία της χώρας. Συγκεκριμένα, αναβαθμισμένος είναι ο ρόλος των κ.κ. Χρ. Σπίρτζη και Παν. Κουρουμπλή, οι οποίοι, όπως θα δούμε στην συνέχεια, προσφέρουν πολύτιμη χείρα βοηθείας στον κ. Νίκο Παππά στην προσπάθειά του να οικοδομήσει το υπερκράτος του.
Υπό αυτή την έννοια, το αποκαλούμενο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» είναι αυτή την στιγμή το πιο πολύτιμο στήριγμα του ντουέτου Τσίπρας-Παππάς, γι αυτό και θα βγει ενισχυμένο όταν πραγματοποιηθεί ο προσεχής, αναπόφευκτος, κυβερνητικός ανασχηματισμός. Επίσης, οι άνθρωποι αυτού του ΠΑΣΟΚ –οι περισσότεροι από τους οποίους πήδησαν σαν τα ποντίκια από το πλοίο του Γιώργου Α. Παπανδρέου όταν το 2010 άρχισε να μπάζει νερά– διαθέτουν αρκετή κυβερνητική εμπειρία και σήμερα αποτελούν ελπίδα για τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Επικρατείας.
Όπως προκύπτει από την παρούσα κυβερνητική τακτική, το όχημα Συριζανέλ θα επιδιώξει με κάθε τρόπο να παραμείνει όσο περισσότερο μπορεί στην εξουσία. Ελλείψει ρευστού, το μόνο που μπορεί να προσφέρει στο βαθύ ΠΑΣΟΚ και την συριζαϊκή αριστερά είναι περισσότερο κράτος και θέσεις εργασίας σε αυτό –τις οποίες ο καθένας μπορεί να αξιοποιήσει όπως θέλει και καταλαβαίνει.
Το ερώτημα, όμως, είναι αν το αποκαλούμενο βαθύ ΠΑΣΟΚ θα δεχθεί να συνεχίσει να παίζει μπάλα στο γήπεδο Τσίπρα-Παππά την στιγμή που και το δικό τους πλοίο δείχνει να μπάζει και αυτό νερά. Όσο για το προφίλ του πρωθυπουργού, δέχεται πλέον σοβαρά κτυπήματα που δεν θα είναι χωρίς συνέχεια. Συνεπώς, ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι αυτό της αντίδρασης του κ. Αλ.Τσίπρα στις αποκαλύψεις που έρχονται στην δημοσιότητα και αφορούν στην αλλοπρόσαλλη, λίαν επιεικώς, προσωπικότητά του.
Με άλλα λόγια, κατά την γνώμη μας, υπό την παρούσα συγκυρία, είναι πολύ δύσκολο ο κ. Αλ. Τσίπρας να μπορέσει να κάνει σοβαρά ανοίγματα προς την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά και κάποια αξιόλογα στελέχη της. Κατά την άποψή μας, μοναδική σανίδα σωτηρίας του είναι το τσοχατζοπουλικό ΠΑΣΟΚ και ο ανήθικος καιροσκοπισμός που το διακρίνει. Και μένει να δούμε τί μπορεί να καταφέρει στο επίπεδο αυτό ο κ. Νίκος Παππάς.
Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι πληροφορίες μας συγκλίνουν προς μία και μόνον κατεύθυνση: Αυτή του οράματος του υπουργού Επικρατείας να οικοδομήσει, με έδρα το Μέγαρο Μαξίμου, ένα ιδιότυπο υπερκράτος λατινοαμερικανικού τύπου, το οποίο θα ελέγχει τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τις όποιες επενδυτικές ροές προς την Ελλάδα.
Με βάση λοιπόν την θεμελιακή αυτή επιδίωξη, ο κ. Νίκος Παππάς έκανε μία πρώτη επίδειξη δυνάμεως με τις τηλεοπτικές άδειες –που απομένει να δούμε αν θα έχει ως τακτική αίσιο τέλος γι αυτόν και τον πρωθυπουργό του. Παράλληλα, ως παιδί ενός κομματικού σωλήνα που θαυμάζει τους δήθεν αριστερούς Λατινοαμερικανούς δικτάτορες, αλλά γνωρίζει ότι βρίσκεται στην Ευρώπη που την έχει ανάγκη, ο υπουργός Επικρατείας έκανε και κάτι άλλο. Εξευτέλισε κορυφαίους επιχειρηματίες υποβάλλοντάς τους σε μία σταλινικής εμπνεύσεως δημοπρασία και στην συνέχεια, μέσω του πρωθυπουργού, κατέρριψε και το κύρος της Δικαιοσύνης.
Με ένα σμπάρο, δύο τρυγόνια. Από την μία πλευρά, διαπομπεύουμε την επιχειρηματική πυραμίδα της χώρας τονίζοντας «καλά να πάθει» και, από την άλλη, επειδή μισούμε την κατά Κάρολο Μαρξ «αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία», εξευτελίζουμε και έναν κορυφαίο θεσμό της, που είναι η δικαστική εξουσία.
Στο μεταξύ, ως εκ της συνθέσεώς του, έχει εξευτελιστεί και το ελληνικό Κοινοβούλιο, το οποίο δεν νομίζουμε ότι μπορεί να πάει πιο χαμηλά. Έχει έτσι καταρρακωθεί και ο κοινοβουλευτισμός, με την καταρράκωση να επεκτείνεται και στον πολύτιμο χώρο της Παιδείας –ο οποίος ταχύτατα οδεύει προς τα απορριμματοφόρα οχήματα.
Στο πλαίσιο αυτής της «ιδεώδους» συγκυρία παρακμής και πλήρους διαρθρωτικής κατάρρευσης της οικονομίας, ο κ. Νίκος Παππάς «οικοδομεί» ατάραχος το υπερκράτος του.
Την ίδια στιγμή, συνεργάτες του εργάζονται πυρετωδώς ώστε να δημιουργηθεί υπό τον ίδιο και ένας μηχανισμός ελέγχου της προσελκύσεως και πραγματοποιήσεως ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα –οι οποίες, όπως συνέβαινε την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, θα έχουν κομματικό και όχι εθνικο-οικονομικό πρόσημο. Δεν είναι έτσι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση ενδιαφέρεται περισσότερο να προσελκύσει επενδύσεις από χώρες με αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα, παρά από την Δύση.
Ενδιαφέρεται περισσότερο να συνομιλεί με τους ισλαμιστές του Ιράν, παρά να προσπαθεί να αξιοποιήσει τα κοινοτικά επενδυτικά προγράμματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, παρακολουθεί κανείς την προσπάθεια οικοδόμησης ενός κράτους-Λεβιάθαν, με αυτούς που το οικοδομούν να μην καταλαβαίνουν τίποτε ούτε από την Ιστορία, ούτε από την τραγική οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα της χώρας. Ως φαίνεται, δεν έχουν χρόνο να αναγνώσουν τον Θωμά Χομπς και τον «Λεβιάθαν» του (σ.σ. θαλάσσιο τέρας, εβραϊστί).