Το ηθικό της πλεονέκτημα, έτσι, βουλιάζει καθημερινά σε έναν βούρκο συκοφαντίας, σιχαμάρας και αθλιότητας. Διεκδικεί ξετσίπωτα το δικαίωμα να αναγορεύει την αλητεία σε δημοσιογραφικό προσόν ή σε πολιτικό αντίλογο… Εκεί επάνω χάνει κάθε μέτρο, κάθε όριο και κάθε ενδοιασμό».
Σωστά όλα αυτά που επισημαίνει ο Γιάννης Πρετεντέρης. Δεν είναι, όμως, καινούργια. Η ελληνική δημοσιογραφία πάσχει εκ γενετής, αλλά η κατάστασή της επιδεινώθηκε από την μεταπολίτευση και μετά. Από το 1974, ο λαϊκισμός άρχισε να προσλαμβάνει απίθανες διαστάσεις, για να εξελιχθεί σε παλιρροϊκό κύμα την δεκαετία του 1980. Συνδυάζοντας εκβιασμούς, εθνοκαπηλεία, «προστασία» επιχειρήσεων και άλλα πολλά, δημοσιογράφοι, εκδότες της νύχτας, καναλάρχες αγνώστων λοιπών στοιχείων και αρπακολατζήδες του κοινού ποινικού δικαίου εισέβαλαν στο επικοινωνιακό τοπίο και κυριολεκτικά το διέλυσαν.
Από την άλλη πλευρά, πραιτωριανοί δημοσιογράφοι της Αριστεράς και κυρίως των ακραίων μορφών της, ανέδειξαν το έγκλημα, την τρομοκρατία, τον κρατισμό, την απάτη, την εξαπάτηση και την παραπληροφόρηση σε ύπατες αξίες. Καλλιέργησαν επίσης στην χώρα ένα βαθύ αντιεπιχειρηματικό και αντιφιλελεύθερο κλίμα, το κόστος του οποίου καταβάλλεται σήμερα τοις μετρητοίς.
Με αφορμή δε την κρίση αναπτύσσεται, στο Διαδίκτυο κυρίως, και ένας αποκρουστικός ακροδεξιός οχετός, ο οποίος αυτή την στιγμή είναι και το ισχυρότερο στήριγμα του υπό εκκόλαψη φαιοκόκκινου ολοκληρωτισμού.
Τα ρεύματα αυτά σαφώς συνιστούν και την μεγαλύτερη απειλή για τους θύλακες της υγιούς δημοσιογραφίας, που υπάρχει ως εξαίρεση στον κανόνα και η οποία καθημερινά δηλητηριάζεται. Δυστυχώς δε, στο μέτρο που ακροαματικότητες και κυκλοφορίες θα φθίνουν, με την διαφημιστική δαπάνη να καταρρέει, το επικοινωνιακό, δημοσιογραφικό πεδίο στην Ελλάδα θα μετατρέπεται σε πραγματικό ναρκοπέδιο.
Αυτό σημαίνει ότι η χώρα, πέρα από την διαρθρωτική της κατάρρευση στην οικονομία, πέρα από πνευματική απαξίωση που εξαπλώνεται, υφίσταται και μία αξιακή παρακμή. Και μέσα από την τελευταία, ο δημοσιογραφικός υπόκοσμος, που σήμερα μπαίνει για καλά στο παιχνίδι, έχει πεδίον δόξης λαμπρόν.
Δυστυχώς, στην κοινωνία –πέρα από μεμονωμένες εστίες αντίστασης που κάνουν ό,τι μπορούν– δεν υπάρχει η απαραίτητη βούληση να αντισταθεί. Είναι κυριολεκτικά αφημένη στην τύχη της και, με δεδομένο το έλλειμμα της αυτοεκτιμήσεώς της, οδεύει ολοταχώς προς μία ιστορική αποτυχία, που θα συμπαρασύρει και αυτούς που βοήθησαν τον ερχομό της…