Ο χαιρετισμός αυτός εκδηλωνόταν με την ανάταση του δεξιού χεριού και με προφορικό όρκο αφοσίωσης στη σημαία και στη δημοκρατία· «ένα έθνος, αδιαίρετο, με ελευθερία και δικαιοσύνη για όλους». Η ανυπακοή στην τήρηση της υποχρέωσης αυτής εκ μέρους κάποιου μαθητή σήμαινε την αποβολή του από το σχολείο και την ποινική δίωξη των γονέων του.
Στην απόφαση αυτή είχαν ασκήσει κριτική σύλλογοι γονέων και διδασκόντων, ο Ερυθρός Σταυρός, το Σώμα Προσκόπων κ.α., αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Μέχρι που η ενδεκάχρονη Γκάθι Μπαρνέτ και η εννιάχρονη αδελφή της Μαρί, μέλη οικογένειας Μαρτύρων του Ιεχωβά, αρνήθηκαν να υπακούσουν, για λόγους θρησκευτικούς και κατ’ επιταγή των γονιών τους. Η απόφαση αποβολής τους από το σχολείο ήταν άμεση.
Το τοπικό δικαστήριο, στο οποίο κατέφυγαν οι Μπαρνέτ, τόλμησε να τις δικαιώσει. Το Συμβούλιο Εκπαίδευσης, όμως, έθεσε το θέμα ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο μέχρι τότε είχε σαφή και πάγια νομολογία υπέρ της ανάγκης τήρησης υποχρεώσεων όπως αυτή.
Η υπόθεση συζητήθηκε τον Ιούνιο του 1943, με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμα να μαίνεται και με τις ΗΠΑ να μετρούν τους νεκρούς τους καθημερινά.
Την άποψη της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαμόρφωσε ο Δικαστής Ρόμπερτ Χ. Τζάκσον, ο οποίος ξεκίνησε με την παραδοχή ότι, κατ’ αρχάς, η άρνηση των αδελφών Μπαρνέτ να υπακούσουν δεν συγκρούεται με τα δικαιώματα των συμπολιτών τους. Και επειδή αυτό που εξεταζόταν ήταν ουσιαστικά η υποχρέωση έκφρασης μιας πεποίθησης, ο Δικαστής Τζάκσον είπε ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι μια αργή και επίπονη διαδικασία, όπως αυτή της ενδυνάμωσης του αισθήματος σεβασμού προς το σύνταγμα, μπορούσε να συντομευθεί και να επισπευσθεί με το τέχνασμα ενός υποχρεωτικού χαιρετισμού και της εκφοράς ενός συνθήματος («σλόγκαν», για την ακρίβεια, το είπε ο Τζάκσον).
«Ο χαιρετισμός της σημαίας», είπε, «είναι μια μορφή έκφρασης. Ο συμβολισμός είναι ένα πρωτόγονο αλλά αποτελεσματικό μέσο μετάδοσης ιδεών. Η χρήση ενός εμβλήματος ή μιας σημαίας που συμβολίζει ένα σύστημα, μια ιδέα, έναν θεσμό ή μια προσωπικότητα, συντομεύει την απόσταση από μυαλό σε μυαλό.
Και τα αισθήματα της πλειοψηφίας;
Ο Δικαστής ξεκαθάρισε ποια είναι η σχέση της δημοκρατίας με τα ανθρώπινα δικαιώματα, αν αυτά νομιμοποιούνται από το αν η πλειοψηφία τα αποδέχεται ή αν η θεσμική τους ισχύ είναι ανεξάρτητη από τη βούληση της κοινωνίας: «Ο απώτατος σκοπός μιας Διακήρυξης Δικαιωμάτων είναι να αποσύρει κάποια συγκεκριμένα θέματα από την πολιτική αντιπαράθεση, να τα τοποθετήσει εκτός του βεληνεκούς της πλειοψηφίας και των εξουσιών. Το δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην ιδιοκτησία, στην ελεύθερη έκφραση της γνώμης, στην ελευθεροτυπία, στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και άλλα θεμελιώδη δικαιώματα δεν υπόκεινται σε ψηφοφορία· δεν εξαρτώνται από αποτελέσματα εκλογών».
Το ότι, βέβαια, δεν δικαιούμαστε να ψηφίσουμε για το αν κάποιοι από εμάς θα γίνουν υπηρέτες των υπολοίπων ίσως είναι προφανές, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι η έννοια της δημοκρατίας δεν έχει διαστρεβλωθεί τόσο πολύ από ανθρώπους και ηγεσίες απαίδευτες και δημαγωγικές, τόσο που στο λόγο τους να ταυτίζουν τη δημοκρατία με την ψηφοφορία· και αντιστοίχως να διαπαιδαγωγούν τη συνείδηση και την πολιτική νοοτροπία του ακροατηρίου τους, ώστε να θεωρεί κάτι ωφέλιμο και νομιμοποιημένο, απλώς και μόνο επειδή αυτό είναι που επιθυμούν οι πολλοί.
Ο Τζάκσον, όμως, δεν αρκέστηκε σε ανώδυνες θεωρητικολογίες. Υπεκφυγές, άλλωστε, δεν χωρούσαν σε ένα φιλελεύθερο ανώτατο δικαστήριο. Τις δε περιστάσεις του πολέμου, τη φυσιολογική και απολύτως κατανοητή έξαρση του πατριωτισμού, την ανάγκη διατήρησης ενός κοινού αισθήματος εθνικής υπερηφάνειας δεν τα είδε ως εμπόδια στην κρίση του, αλλά ως υποστηρικτικά στην έκδοση μιας απόφασης, που όχι μόνο δεν θα ήταν κατώτερη των περιστάσεων, όχι μόνο δεν θα ανεχόταν να χρησιμεύσει ως εργαλείο δικαιολόγησης οποιασδήποτε σκοπιμότητας, αλλά θα προηγείτο της εποχής της.
Και σχετικά με τα αντεπιχειρήματα που αναμενόμενα διατυπώθηκαν σχετικά με τα θέματα της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, ο Τζάκσον διευκρίνισε ότι η εθνική ενότητα, ως σκοπός που μπορεί να προωθήσει το κράτος δια της πειθούς και δια του παραδείγματος, δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Το πρόβλημα ήταν αν, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο εξαναγκασμός ήταν ένα επιτρεπτό μέσο για την επίτευξή της.
Και ακριβώς από το ερώτημα αυτό εξαρτήθηκε η απόφαση του δικαστηρίου. Όσοι είναι αποφασισμένοι να πετύχουν την εθνική ενότητα μέσω συναισθηματικών καταναγκασμών, είπε ο Τζάκσον, πρέπει να γίνονται όλο και πιο αυστηροί. Και όσο οι πιέσεις για εθνική ενότητα γίνονται μεγαλύτερες, τόσο εντείνεται και η διαμάχη για το ποιους αφορά τελικά αυτή η ενότητα. Γιατί όσοι θέλουν να εξαλείψουν τις διαφωνίες, σύντομα θέλουν να εξαλείψουν τους διαφωνούντες· ομοφωνίες, είπε, εξασφαλίζουν μόνο τα νεκροταφεία.
«Η υπόθεση αυτή μας δυσκολεύει», σημείωσε ο Τζάκσον, «όχι επειδή οι αρχές βάσει των οποίων αποφασίζουμε είναι ασαφείς, αλλά επειδή η σημαία για την οποία συζητάμε είναι η δική μας. Το να πιστεύει κανείς ότι ο πατριωτισμός δεν θα ευδοκιμήσει αν η συμμετοχή σε μια τελετή είναι οικειοθελής και αυθόρμητη, αντί να είναι μια υποχρέωση ρουτίνας, δεν είναι και πολύ κολακευτικό για την απήχηση που έχουν οι θεσμοί του κράτους μας στην ελεύθερη σκέψη.»
H ελευθερία της ατομικής γνώμης και η πολιτισμική ποικιλομορφία, η οποία απορρέει από την ανοχή των πολλών και συνηθισμένων απόψεων στις λίγες και ασυνήθιστες, έχει το αναγκαστικό τίμημα ότι θα παρουσιαστούν και εκκεντρικότητες καθόλου αρεστές. Όταν, όμως, η ελευθερία της διαφορετικότητας περιορίζεται στις ασημαντότητες, δεν είναι παρά μια σκιά ελευθερίας. Και η αντοχή του συστήματος δεν δοκιμάζεται τόσο στα ασήμαντα, αλλά κυρίως σε αυτά που αγγίζουν την καρδιά της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων.
«Κι αν υπάρχει ένα σταθερό αστέρι στον αστερισμό του του συντάγματός μας», κατέληξε ο Τζάκσον, «είναι ότι καμία εξουσία, μικρή ή μεγάλη, δεν μπορεί να υπαγορεύσει τι θα θεωρείται ορθόδοξο στην πολιτική ή στον πατριωτισμό ή στη θρησκεία ή σε οποιοδήποτε ζήτημα πεποιθήσεων, ούτε να αναγκάσει τους πολίτες να ομολογούν την πίστη τους στα θέματα αυτά.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ επέλεξε να δημοσιεύσει την απόφασή του την 14η Ιουνίου: την Ημέρα της Σημαίας (Flag Day). Δικαίωσε τις αδελφές Μπαρνέτ και υποχρέωσε το σχολείο τους να άρει την αποβολή τους .
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Δικαστής Τζάκσον διορίστηκε από τον Πρόεδρο Τρούμαν ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ στις εργασίες συγκρότησης του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου και ήταν ο κύριος κατήγορος εκ μέρους των ΗΠΑ στη δίκη της Νυρεμβέργης. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου συμμετείχε στη διαμόρφωση αρκετών ιστορικών αποφάσεων, ανατρέποντας, μεταξύ άλλων, και κάποιες που συντηρούσαν ρατσιστικά στερεότυπα και συμπεριφορές. Πέθανε αιφνιδίως τον Οκτώβριο του 1954, σε ηλικία 62 ετών.
Όπως φαίνεται από διάσπαρτα και συνήθως χιουμοριστικά σχόλια που συμπεριελάμ-βανε στις αποφάσεις του, ο Δικαστής Τζάκσον, ως γνήσιος φιλελεύθερος και διανοούμενος άνθρωπος, ήταν πάντα επιφυλακτικός για την ορθότητα των απόψεών του. Δεν διατεινόταν ότι είχε την ικανότητα να διδάσκει δικαιοσύνη· είχε απλά το θεσμικό καθήκον να δικάζει. Και το έκανε με κόπο, αμεροληψία και θάρρος, σε ένα κράτος που ήταν σαφές ότι βάσιζε την ηγεμονική του θέση στον κόσμο στον δυναμισμό των εσωτερικών του λειτουργιών και θεσμών.
Το πνεύμα της ελευθερίας δεν σήμαινε ούτε κοινωνική αδιαφορία, ούτε αναλγησία· ήταν μια δικαιωμένη, συνειδητή, ιδεολογική και επιστημονική επιλογή, συνεχώς εξελισσόμενη και με πραγματικά αποτελέσματα.
*Στρατιωτικός νομικός σύμβουλος στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας