«Οι Κλίντον, για να βοηθήσουν τον Μπαράκ Ομπάμα, πόνταραν αρκετά στον Τσίπρα με την ελπίδα ότι θα δημιουργήσει πρόβλημα στην Γερμανία και στην ευρωζώνη σε μία περίοδο που η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είχε μπει σε φάση επαναπροσανατολισμού. Από το 2008 και μετά, με αφορμή την χρηματοοικονομική κρίση που είχε αφετηρία τις ΗΠΑ, η υπερδύναμη έπρεπε να βελτιώσει την παγκόσμια εικόνα της. Και υπό αυτή την έννοια, η ελληνική κρίση χρέους και ο αντιγερμανισμός του Τσίπρα, σε συνδυασμό με τις γερμανικές αντιλήψεις για την λιτότητα, ήσαν πολύτιμα όπλα για τις ΗΠΑ».
Ο άνθρωπος που μάς λέει αυτά τα λόγια, εβδομηντάρης σήμερα και πρώην αντιπρόεδρος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας στις ΗΠΑ, γνωρίζει απ’ έξω και ανακατωτά τα ευρωπαϊκά θέματα. Ήδη από το 1992, ως σύμβουλος του τότε προέδρου Μπιλ Κλίντον, τού είχε περιγράψει τί θα συνέβαινε στην Ευρώπη, στο μέτρο που η ενοποιημένη Γερμανία θα διεκδικούσε μία σημαντική θέση στα παγκόσμια πράγματα. «Η ενωμένη Γερμανία», έλεγε, «δεν θα είναι κατ’ ανάγκην το βολικό εκείνο πλάσμα που γνώρισε η Ευρώπη ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Μετά την επανένωση, η “μικρή” Γερμανία θα παύσει να υπάρχει. Η χώρα θα γίνει πιο διεκδικητική και λιγότερο διακριτική στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Με πιο απλά λόγια, στο εξής η Γερμανία δεν θα μπορεί άλλο να αρνείται ότι είναι μεγάλη δύναμη. Η εξέλιξη αυτή αναπόφευκτα οδηγεί σε επαναθεωρήσεις της αμερικανικής δέσμευσης στην Ευρώπη».
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, από την εποχή Κλίντον είχε ξεκινήσει μία προσπάθεια «να σπάσει ο τσαμπουκάς» των Γερμανών, χωρίς όμως να διαταραχθούν επικίνδυνα οι ευρω-ατλαντικές σχέσεις. Έτσι, κάθε πολιτικός που θα μπορούσε να βάλει τρικλοποδιές στην γερμανική οικονομική και βιομηχανική μηχανή ήταν καλοδεχούμενος στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα δε μετά την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.
Το πρόβλημα όμως με τον Αλ. Τσίπρα ήταν ότι, διψασμένος καθώς είναι για εξουσία, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πού θα βρίσκει λεφτά για να κρατιέται στην καρέκλα. Και αυτά μόνον μέσω Γερμανίας μπορούσε να τα βρει. Το ερώτημα λοιπόν είναι: τί γίνεται τώρα; Για παράδειγμα, επί προεδρίας Τραμπ, ήταν σκόπιμο ο πρωθυπουργός να βάλει στο υπουργείο Ανάπτυξης όλη την «ομάδα Κλίντον», δηλαδή το Ινστιτούτο Λεβύ; Μήπως τελικά η κυβερνητική ασυναρτησία είναι ένα σάπιο δώρο για την «υπόγεια» αμερικανική εξωτερική πολιτική στην Μεσόγειο;
Πιθανότατα, οι ημέρες που έρχονται θα μάς φέρουν και κάποιες απαντήσεις.