του
Γιώργου Πρεβελάκη*
Πολλά από τα ζητήματα τα οποία απασχολούν τον δημόσιο διάλογο ως προς το Μακεδονικό από επιστημονική άποψη είναι ανύπαρκτα. Η συζήτηση για το αν υφίστανται «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα» αγνοεί ότι οι εθνικές ταυτότητες και οι εθνικές γλώσσες σχηματοποιούνται μέσα από πολιτικές διαδικασίες οι οποίες, στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκινούν στα τέλη τού 18ου αιώνα και συνεχίζονται ως σήμερα.
Η μακεδονική εθνογλωσσική ανάδυση διαφέρει από άλλες ανάλογες, επί παραδείγματι η βουλγαρική ή η σερβική, μόνον επειδή η ιστορική της αφετηρία τοποθετείται πολύ αργότερα.
Η μακεδονική εθνογένεση, καθώς έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση και δυσκολίες στο βαλκανικό ιστορικό γίγνεσθαι, παραμένει επισφαλής. Δεν αποκλείεται να εξαφανιστεί η μακεδονική εθνοκρατική οντότητα και τα μέλη της να ενσωματωθούν στις περιβάλλουσες εθνικές ομάδες –να γίνουν, δηλαδή, Βούλγαροι, Αλβανοί, Σέρβοι, ή και Έλληνες.
Το ερώτημα, επομένως, δεν είναι αν υφίσταται «μακεδονικό έθνος», αλλά αν μία τέτοια ενδεχόμενη διάσπαση ευνοεί την ελληνική πολιτεία και την περιφερειακή σταθερότητα. Στις αρχές τού 20ου αιώνα η ελληνική πολιτική, σε συνεργασία με την σερβική, ευνόησε την διαμόρφωση σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ώστε να καταπολεμηθεί η κυρίαρχη τότε άποψη ότι οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της περιοχής ήσαν Βούλγαροι.
Οι ανησυχίες οι οποίες διατυπώνονται από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας για απειλές προς την Ελλάδα είναι εξωπραγματικές. Ο μακεδονικός αλυτρωτισμός είναι ένα από τα χρηστικά ιδεολογικά εργαλεία για να ενισχυθεί η συνοχή του πληθυσμού της χώρας αυτής. Ουδεμία γεωπολιτική συνέπεια μπορεί να έχει. Για να αλλάξει ο πολιτικός χάρτης θα έπρεπε να υπάρχει σημαντική σλαβόφωνη πληθυσμιακή ομάδα στα ελληνικά εδάφη και τελείως διαφορετικός στρατιωτικός συσχετισμός.
Ανυπόστατος είναι, επίσης, ο φόβος για «υπεξαίρεση» της ελληνικής πολιτισμικής κληρονομίας. Η χώρα η οποία κατέχει εδαφικά την Αθήνα, τους Δελφούς, την Ολυμπία και διατηρεί την γλωσσική συνέχεια με την Αρχαιότητα διαθέτει ακλόνητα τεκμήρια ιδιοκτησίας του αρχαιοελληνικού brand name στην παγκόσμια αγορά. Τα Σκόπια επικαλούνται τα αρχαιοελληνικά σύμβολα αποκλειστικά για εσωτερική ιδεολογική χρήση.
Το νέο μακεδονικό ζήτημα δεν αφορά εδαφικά διακυβεύματα, όπως το παλαιό. Σχετίζεται, όμως, με ζητήματα ταυτότητας. Η χρήση της μακεδονικής συμβολικής αποτελεί εργαλείο για την οικοδόμηση ενός κατά το δυνατόν σταθερού κράτους, με ετερογενή και ασταθή πληθυσμιακά υλικά. Η ελληνική αντίδραση σε αυτή την προσπάθεια εθνογένεσης έχει, επίσης, ρίζες στις σημερινές αντιφάσεις της εθνικής ταυτότητας.
Με συλλογική ευθύνη, η Ελλάδα δεν έχει προσαρμόσει την παπαρρηγοπούλειο αφήγηση στις συνθήκες τού 21ου αιώνα. Πίσω από τις εθνικιστικές εξάρσεις κρύβονται οι ανασφάλειες τις οποίες δημιουργεί η αναντιστοιχία ανάμεσα στο οικοδόμημα τού 19ου αιώνα και το σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Επίσης, οι αντιδράσεις του ελληνικού πληθυσμού εξηγούνται και από τις παλαιές τραυματικές γεωπολιτικές εμπειρίες του πληθυσμού της βόρειας Ελλάδας.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι περίεργο ότι το νέο μακεδονικό ζήτημα υπήρξε και στις δύο χώρες θέμα εσωτερικής πολιτικής. Όμως, για τους Δυτικοευρωπαίους, η διάσταση αυτή είναι ακατανόητη, καθώς στις χώρες τους η εθνογένεση έχει πολύ βαθύτερες ιστορικές ρίζες. Θεωρούν, επομένως, ότι το ονοματολογικό ανήκει στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής. Με αυτή την δυτική παρανόηση, δεν εκπλήσσει ότι το Μακεδονικό έμεινε σε ακινησία επί δεκαετίες. Η Δύση προτίμησε να μην εμπλακεί σε μια ακατανόητη διένεξη.
Η σημερινή κινητικότητα δεν μπορεί να εξηγηθεί από ενδογενείς διαδικασίες, καθώς σε καμμία από τις δύο χώρες δεν έγινε πρόοδος ως προς τα εσωτερικά ζητήματα ταυτότητας. Η ερμηνεία πρέπει να αναζητηθεί σε άλλη γεωπολιτική κλίμακα. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ρωσία και την Δύση, η αστάθεια στην Μέση Ανατολή, η απειλή της τρομοκρατίας και η κινεζική οικονομική επέκταση συναντώνται στον βαλκανικό χώρο.
Οι δυτικές δυνάμεις, αφυπνισμένες ξαφνικά, αποφάσισαν να παρέμβουν. Η διένεξη Αθήνας-Σκοπίων έπρεπε να εξομαλυνθεί. Οι πολιτικές αλλαγές στα Σκόπια, θετικές ως προς την ουσία τους, είναι προϊόν ωμής δυτικής παρέμβασης στα εσωτερικά ενός θεωρητικά ανεξάρτητου κράτους. Η ελληνική κυβέρνηση υπέστη και υπέκυψε σε ανάλογες ασφυκτικές πιέσεις.
Όμως, «λύσεις» επιβαλλόμενες έξωθεν κινδυνεύουν να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι επιλύουν. Οι δύο λαοί έχουν συμφέρον να συμφιλιωθούν και να συνεργαστούν. Πώς μπορεί να συμβεί αυτό, όταν κυριαρχεί το αίσθημα του έξωθεν καταναγκασμού; Οι λαοί των Βαλκανίων έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία στην κατάλυση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας τους.
Οι δυτικές αδέξιες παρεμβάσεις κινδυνεύουν να αναρριπίσουν, και στα Βαλκάνια, τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό. Επίσης, αντί να αναχαιτίσει, όπως επιδιώκει, την ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια, η έξωθεν επιβεβλημένη λύση θα την ενισχύσει ως αποτέλεσμα της συνεπαγόμενης αντιδυτικής στάσης.
Η Ελλάδα βγαίνει από την διαδικασία αυτή τραυματισμένη. Μόνον αφελείς μπορούν να θεωρήσουν ότι αυτοβούλως ανέστρεψε πρύμναν και αρνήθηκε όσα υπεράσπιζε, καλώς ή κακώς, επί τρεις συναπτές δεκαετίες. Μία χώρα η οποία υποκύπτει σε έξωθεν πιέσεις δεν διαθέτει κύρος στην διεθνή σκηνή.
Οι συνέπειες από τον χειρισμό του Μακεδονικού θα φανούν στα ελληνοτουρκικά. Ενθαρρυμένη από την επιτυχία της να επιβάλλεται στην χώρα μας και πολλαπλώς πιεζόμενη από την Τουρκία, η Δύση δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει την Ελλάδα για τον εξευμενισμό της γείτονος. Οι φόβοι για εδαφικές απαιτήσεις από τα Σκόπια είναι ανυπόστατοι. Η τουρκική απειλή είναι πραγματική. Η διαχείριση του Μακεδονικού, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο διάστημα, συμβάλλει στην ενίσχυση των εξ Ανατολής κινδύνων.
*Καθηγητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης