Το γεγονός ότι στην ΕΕ το σενάριο της εξόδου μας από την ευρωζώνη κερδίζει οπαδούς δεν οφείλεται τόσο στην οικονομική κατάσταση της χώρας, όσο στην σχεδόν πλήρη ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης να ανταποκριθεί στο κοινοτικό κεκτημένο και τις πολιτικές του προεκτάσεις.
Παρά τα τριάντα χρόνια συμμετοχής της στην σημερινή ΕΕ, η χώρα μας είναι τελευταία στην εισαγωγή του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική της έννομη τάξη –γεγονός που, συνδυαζόμενο με τις εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης, αφήνει τους ξένους επενδυτές στο έλεος κάθε αυθαιρεσίας –αυθαιρεσίες που παράγουν, βεβαίως, και την ανάλογη διαφθορά.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο κ.Τ.Χ. είναι από τους κορυφαίους συμβούλους-εταίρους μεγάλης εταιρείας παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών, οι πελάτες της οποίας –ασφαλιστικά ταμεία, κυρίως– διαχειρίζονται 20 δισεκατ. δολλάρια κεφάλαια. Σημαντικό μέρος αυτών συναρτάται με τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη και ιδιαιτέρως στο βαλκανικό και κεντροευρωπαϊκό κομμάτι. Αλβανικής καταγωγής, ο κ.Τ.Χ. είναι δόκτωρ χρηματοοικονομικών και πολιτικών επιστημών, ομιλεί πολύ καλά ελληνικά και διατηρεί ένα μικρό διαμέρισμα-γραφείο στην περιοχή Χίλτον. Επικοινώνησε μαζί μας με αφορμή το άρθρο μας στην Εστία της 3ης Αυγούστου με τίτλο Παραπλανούν τον Ελληνικό Λαό.
«Έχετε δίκιο», μάς είπε ο συνομιλητής μας, για να προσθέσει ότι θα ήθελε να μάς εκθέσει τους βαθύτερους λόγους αυτής της παραπλανήσεως. Έτσι, τρεις ημέρες αργότερα, μού εδόθη προς μελέτη μία έκθεση για την Ελλάδα και τις πιθανές προοπτικές της, η οποία υποθέτω ότι θα απασχολήσει πολύ σοβαρά αυτούς που αποφασίζουν και επενδύουν σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση στην Ευρώπη γενικά και στην εύφλεκτη περιοχή μας ειδικότερα.
Μία πρώτη και πολύ σημαντική διαπίστωση της έκθεσης αυτής είναι ότι, όταν το 1975 οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αποφάσιζαν να δεχθούν την ελληνική ένταξη στην τότε ΕΟΚ, διέπρατταν ένα σοβαρό πολιτικό λάθος. Πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό θα απεκαθίστατο στην Ελλάδα η φιλελεύθερη ευρωπαϊκού τύπου δημοκρατία, ενώ τελικά συνέβη το αντίθετο. Με τις απίστευτες κοινοτικές επιδοτήσεις, στην ουσία ενισχύθηκαν οι αντιευρωπαϊκές και αντιφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις στην χώρα –πράγμα που σήμερα συνιστά και το μεγαλύτερο πρόβλημά της. Πρόβλημα τεράστιο, γιατί από το 1975 έως και σήμερα σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε στην κομματικοποιημένη ελληνική δημόσια διοίκηση, η οποία ούτε αποδίδει αλλά ούτε και θέλει να προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όποια κι αν είναι σήμερα η πολιτική βούληση της κυβέρνησης, η προσπάθειά της είναι καταδικασμένη. Παρά την θετική απόδοση των οριζοντίων μέτρων της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, το μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα είναι η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησής της, η οποία δεν ανταποκρίνεται ούτε στις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά ούτε και στους παγκόσμιους τεχνολογικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς.
Έτσι, πολλοί επενδυτές θεωρούν πιθανή την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη όχι για λόγους χρηματοοικονομικούς, αλλά για θεσμικούς. Παρά τα τριάντα χρόνια συμμετοχής της στην σημερινή ΕΕ, η χώρα μας είναι τελευταία στην εισαγωγή του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική της έννομη τάξη –γεγονός που, συνδυαζόμενο με τις εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης, αφήνει τους ξένους επενδυτές στο έλεος κάθε αυθαιρεσίας –αυθαιρεσίες που παράγουν, βεβαίως, και την ανάλογη διαφθορά. Η κατάσταση αυτή είναι μη αναστρέψιμη, τονίζεται στην έκθεση, γιατί οι φιλελεύθερες και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ελλάδα έχουν τελείως περιθωριοποιηθεί. Συνεπώς, τις όποιες μεταρρυθμίσεις χειρίζεται ένα πολιτικό σύστημα το οποίο, αφ’ ενός, εξέθρεψε αυτού του τύπου την δημόσια διοίκηση και, αφ’ ετέρου, είναι φιλοευρωπαϊκό ως προς το λαβείν αλλά όχι ως προς το δούναι.
Για να ορθοποδήσει η Ελλάδα, πιστεύει ο κ.Τ.Χ. και οι συν αυτώ, το σύστημα αυτό πρέπει να αφεθεί να καταρρεύσει, έστω υπό ευρωπαϊκό έλεγχο, όπως κάτι αντίστοιχο συνέβη στις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Τότε και μόνον η Ελλάδα θα μπορέσει να μπει με αξιώσεις στον 21ο αιώνα, αναδυόμενη από τα ερείπια της μεταπολιτευτικής κομματοκρατίας. Αν αυτό δεν συμβεί, η ΕΕ θα δαπανήσει συγκριτικά υπέρογκα ποσά για να διατηρήσει εν ζωή στους κόλπους της πολιτικές δυνάμεις που στην ουσία υπονομεύουν το πολιτικό της μέλλον.
Στην σημερινή Ελλάδα, οι αντιφιλελεύθερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, πέρα από το ότι αντιπροσωπεύουν το 50% περίπου των ψηφοφόρων, διατηρούν και την ιδεολογική κυριαρχία σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο προεκλογικό. Έτσι, με τον χρόνο ενισχύεται στην χώρα ο λαϊκισμός –ο οποίος, βεβαίως, αποτελεί πλέον και ευρωπαϊκό φαινόμενο, αλλά για σχετικά διαφορετικούς λόγους απ’ ό,τι στην Ελλάδα.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα, για την χώρα μας είναι αρνητική και η κατάρρευση των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών δυνάμεων (σοσιαλδημοκρατικών και άλλων), οι οποίες, στην σημερινή συγκυρία, μόνον αν συνασπισθούν θα μπορέσουν κάτι να αλλάξουν στην χώρα. Αν αυτό δεν συμβεί αρκετά γρήγορα –ενόψει σημαντικών μέτρων που η ΕΕ θα λάβει έως το τέλος του έτους– η Ελλάδα θα γίνει εύκολη λεία στην φαιοκόκκινη λαίλαπα, που νομίζει ότι ανερχόμενη στην εξουσία θα μπορέσει να εκβιάζει την Ευρώπη. Μία Ευρώπη που, όπως ήδη έχουμε γράψει, σήμερα γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα βασικά δεδομένα του προβλήματος και ποιοι είναι αυτοί που το διαχειρίζονται.