του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου *
Η διαγραφή του συναδέλφου Πάσχου Μανδραβέλη από την ΕΣΗΕΑ ουδεμία έκπληξη προκάλεσε στον γράφοντα. Με δεδομένη την σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου αυτής της Ένωσης, αλλά και των γενικότερων πολιτικο-ιδεολογικών της προσανατολισμών τα 15 τελευταία χρόνια, η απόφασή της είναι απολύτως συμβατή με νοοτροπίες και αντιλήψεις μη ανοχής του άλλου, του διαφορετικού. Πέραν αυτού, όμως, η φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τις αντιδημοκρατικές συνιστώσες του σημερινή διοίκηση της ΕΣΗΕΑ, με την διαγραφή του Πάσχου Μανδραβέλη δηλώνει προς πάσαν κατεύθυνση ότι δεν σηκώνει πολλά-πολλά δημοκρατικά «παιχνίδια», δίνει δε και το απαραίτητο δείγμα γραφής προς τα νέα μέλη της. Εξάλλου, χρόνια τώρα ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι στο στόχαστρο των φαιοκόκκινων δυνάμεων στην Ελλάδα, οι οποίες έχουν σοβαρή παρουσία στον ευρύτερο δημοσιογραφικό χώρο.
Με την ευκαιρία, όμως, της διαγραφής του γνωστού αρθρογράφου της Καθημερινής, καλόν είναι να δούμε και να πούμε μερικά πράγματα για την ΕΣΗΕΑ, όχι ευρύτερα γνωστά στο κοινό που παρακολουθεί τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στις διάφορες λειτουργίες τους.
Ένα πρώτο σημείο που πρέπει να επισημάνουμε ότι ο εν μέρει αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της Ένωσης, η οποία διατηρεί έντονα συντεχνιακά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε άλλες μακρινές εποχές. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, ένας δημοσιογράφος πριν λίγα χρόνια δεν είχε κοινωνικά και ασφαλιστικά δικαιώματα αν δεν ήταν συνδικαλισμένος. Υπήρξε δε μία εποχή όπου, για να γίνει κανείς μέλος μιας επισήμως αναγνωρισμένης δημοσιογραφικής ένωσης, έπρεπε να περιμένει πέντε και έξι χρόνια. Σήμερα, η κατάσταση αυτή ισχύει σαφώς βελτιωμένη και οι πενταετίες ή εξαετίες έχουν μειωθεί σε διετίες και τριετίες.
Οφείλω να τονίσω ότι, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με την συμπαράστασή μου τότε ως προέδρου της ΕΣΠΗΤ, το καθεστώς αυτό είχε προσπαθήσει να αλλάξει ο Αριστείδης Μανωλάκος, πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ εκείνη την περίοδο, χωρίς όμως επιτυχία. Παρόλα αυτά, υπό την πίεση της ΕΣΠΗΤ –η οποία κατέβασε το όριο σε έναν χρόνο– η κατάσταση άλλαξε και στην ΕΣΗΕΑ. Επίσης, παρά τις κραυγαλέες ανισότητες και αδικίες που υπάρχουν στον δημοσιογραφικό-κοινωνικό χώρο, η Ένωση εκώφευε σε κάθε αίτημα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και άρσης των αδικιών και, ακόμα χειρότερα, πολέμησε λυσσωδώς την μεταρρύθμιση του Τάσου Γιαννίτση που έβαζε κάποια δόση δικαιοσύνης στην κατάσταση. Έτσι, στο όνομα της «προόδου», υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα πατρίκιοι και πληβείοι της δημοσιογραφίας, με τις «προοδευτικές» διοικήσεις των πρώτων να μάχονται κάθε εξίσωση προς τα πάνω.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι ο βασικός κοινωνικός πόρος των δημοσιογράφων είναι το αγγελιόσημο –δηλαδή, ένας φόρος υπέρ τρίτων, ο οποίος ναι μεν οφείλει την ύπαρξή του στο ν.465/1941, πλην όμως ισχυροποιήθηκε επί δικτατορίας με τον 248/1967, ο οποίος προέβλεπε ότι «επιβάλλεται αγγελιόσημον εξ είκοσι τοις εκατόν (20%) επί του τιμήματος εκάστης διαφημίσεως ή παντός επί πληρωμή δημοσιεύματος καταχωριζομένων εις μη ημερήσιαν εφημερίδα εν Αθήναις και Θεσσαλονίκη», ενώ στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου περιέχεται ορισμός της μη ημερήσιας εφημερίδας για την εφαρμογή της ρύθμισης αυτής. Κατά την διάταξη αυτή, μη ημερήσια εφημερίδα θεωρείται «…κάθε έντυπο που εκδίδεται με οποιαδήποτε μορφή ή εμφάνιση μέχρι και τρεις φορές τουλάχιστον ετησίως». Είναι σαφές ότι με την παραπάνω ρύθμιση η χούντα επεδίωξε να προσεταιρισθεί τον δημοσιογραφικό κόσμο και στην ουσία άνοιγε τον δρόμο για την ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης στα ΜΜΕ –γεγονός που απέχει αισθητά από την έννοια της ανεξαρτησίας του Τύπου.
Εξάλλου, στον τηλεοπτικό χώρο έλαβαν χώρα απίθανες καταχρήσεις με μη αποδόσεις του αγγελιόσημου λόγω κενού της νομοθεσίας και εκτιμάται ότι κάποιοι καναλάρχες, από τις υπεξαιρέσεις που διέπραξαν, αποκόμισαν περί τα 250 εκατ. ευρώ. Από την άλλη, το αγγελιόσημο απαλλάσσει τους εργοδότες των ΜΜΕ και από καταβολές ασφαλιστικών εισφορών και υπό αυτή την έννοια αποτελεί για κάποιους εξ αυτών χρηματοδοτικό εργαλείο.
Για όλα αυτά, βεβαίως, η αδιαφορία της ΕΣΗΕΑ είναι πλήρης, καθ’ όσον η άσκηση υπεύθυνου συνδικαλισμού δεν συνάδει με τις αντιλήψεις περί «επαναστατικής γυμναστικής» που διέπουν την ηγεσία του Σωματείου. Ένα Σωματείο βαθύτατα συντεχνιακό και αδιάβροχο σε κάθε κοινωνική καινοτομία που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις προνομιακές του σχέσεις με την κρατική εξουσία. Σχέσεις οι οποίες σήμερα σείονται συθέμελα διότι το μεν ελληνικό κράτος τελεί υπό πτώχευση, ταυτοχρόνως δε η δραματική πτώση της διαφημιστικής δαπάνης μειώνει σε μεγάλο βαθμό και τα έσοδα εξ αγγελιοσήμων. Με τα τελευταία, εξάλλου, το κράτος –που έκανε και την κατανομή τους– είχε υπό τον μερικό έλεγχό του τα ΜΜΕ, θάλποντας για δικούς του λόγους και την ασυδοσία τους.
Σήμερα, η κατάσταση αυτή βρίσκεται στην αρχή του τέλους της. Οι συντεχνιακές δομές του ελληνικού δημοσιογραφικού συνδικαλισμού αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσουν. Και το τίμημα της κατάρρευσης αυτής θα είναι βαρύτατο για τους περισσότερους νέους δημοσιογράφους, που η αφροσύνη των παλαιότερων τους έχει αφήσει ξυπόλητους στ’ αγκάθια.
* Δημοσιογράφος, επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων. Για μία εξαετία χρημάτισε πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) και μέλος του διευρυμένου ΔΣ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ελλήνων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ)