του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το ερώτημα έτσι που τίθεται αφορά τις ικανότητες και τις δυνατότητες του ανθρώπου να προβλέπει τα μέλλοντα να συμβούν και τους τρόπους που επιλέγει για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων βιολογικών, φυσικών, πολιτικών κοινωνικών και οικονομικών καταστάσεων. Για παράδειγμα, αρκεί να ανατρέξει κανείς σε σοβαρές αναλύσεις εφημερίδων και περιοδικών πριν τριάντα χρόνια και αμέσως θα καταλάβει ότι η πτώχευση της χώρας ήταν άριστα διατυπωμένη ως πρόβλεψη και άρα ήταν θέμα χρόνου να μετατραπεί σε γεγονός.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα κρούσματα βίας που παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό και για τα οποία κάποιοι αφελείς εκδηλώνουν την έκπληξή τους.
Η βία στην χώρα μας, αρχίζοντας από την πληροφόρηση του πολίτη, έχει ποικίλες μορφές, οι οποίες πλέον έχουν ενσωματωθεί και στην συλλογική νοοτροπία, η οποία τελικά έχει πλήρη εθισμό με το φαινόμενο. Σε αντίθεση έτσι με άλλες χώρες, τα φαινόμενα της τρομοκρατικής βίας και αυτά της καθημερινότητας γίνονται δεκτά υπό καθεστώς αδιαφορίας –και σε αρκετές περιπτώσεις, όταν πρόκειται για τρομοκρατική βία, κάποιοι «βαθύνοες» αναλυτές γίνονται και απολογητές της. Ακόμα χειρότερα, η βία στην Ελλάδα, στις διάφορες εκδοχές της, συχνά τυγχάνει και πολιτικής στηρίξεως, με αποτέλεσμα οι φορείς της να αποθρασύνονται.
Μία από τις απεχθέστερες μορφές βίας στην Ελλάδα είναι οι καταπατήσεις γης και η αυθαίρετη δόμηση. Στον νομό Ηλείας, το φαινόμενο αυτό έχει πάρει εδώ και πολλά χρόνια κατακλυσμιαίες διαστάσεις, χωρίς ποτέ κανείς να ενοχληθεί. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οργανωμένες συμμορίες καταπατητών «άρπαζαν» κυριολεκτικά αξιοποιήσιμη γη και έκτιζαν όπου και όπως ήθελαν αυθαίρετα. Οι συμμορίες αυτές, παρακινούμενες και από τις τοπικές «λοιπές προοδευτικές δυνάμεις», οργάνωσαν και τις κατάλληλες «οικολογικές» οργανώσεις που σκοπό είχαν την αποτροπή τουριστικών επενδύσεων –οι οποίες θα ήσαν, βέβαια, εμπόδιο στην αρπαγή γης. Έτσι, στην διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ακυρώθηκαν στον νομό Ηλείας έξι μεγάλες βρεταννικές τουριστικές επενδύσεις, οι οποίες σήμερα θα ήταν μία πολύτιμη για την χώρα πηγή προστιθέμενης αξίας.
Αντ’ αυτού, οι συμμορίες οργανώθηκαν και άρχισαν να αξιοποιούν τουριστικά τα αυθαίρετά τους προσφέροντας αφορολόγητες ενοικιάσεις σε τουρίστες που πλησίαζαν μέσω παρόμοιων «τουριστικών γραφείων». Μπροστά σε αυτόν τον πακτωλό παράνομου χρήματος, οι περισσότερες αγροτικές εκμεταλλεύσεις της περιοχής αφέθηκαν στην τύχη τους και, με κάποιες εξαιρέσεις, η μόνη αγροτική δραστηριότητα στους κάμπους της Ηλείας ήταν η είσπραξη νομίμων και παρανόμων κοινοτικών επιδοτήσεων. Είναι επίσης γνωστό ότι, όπου κυκλοφορεί παράνομο χρήμα, αναπτύσσονται και άλλες παράνομες δραστηριότητες.
Μία από αυτές ήταν και είναι ο παράνομος τζόγος –που έχει βαθειές ρίζες και στην Αχαΐα επίσης.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού και την παράλληλη άνοδο της παρανόμου μεταναστεύσεως στην Ελλάδα, οι συμμορίες αυτές άρχισαν να επιδίδονται και στο δουλεμπόριο, φέρνοντας στην Ηλεία εργατικά χέρια –για να δουλεύουν σε χωράφια τα οποία οι Έλληνες είχαν παρατήσει διότι θεωρούσαν κουραστική την δουλειά του αγρότη…! Έτσι, σε μία περιοχή όπου –πάντα με εξαιρέσεις– ο αγροτικός κόσμος είναι υπόδειγμα αντιδράσεως σε ό,τι καινούργιο υπάρχει στην αγροτική παραγωγή και ως εκ τούτου αδιάβροχος σε εκσυγχρονιστικές επενδύσεις, τα φθηνά εργατικά χέρια και η άγρια, μέχρι βαρβαρότητος, εκμετάλλευσή τους αποτελούσε συγκριτικό πλεονέκτημα. Πριν τα τελευταία, αμέτρητα κρούσματα βαρβαρότητος είχαν περάσει «απαρατήρητα» από τοπικές αρχές, προφανώς γιατί αφορούσαν μετανάστες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, αντί για πολιτιστικό και τουριστικό διαμάντι, ο νομός Ηλείας είναι μία θλιβερά καθυστερημένη από κάθε άποψη περιοχή, στην οποία –με δεδομένη την παράνομη οικοδόμηση– κάθε ανάπλαση και ανάπτυξή της είναι σχεδόν αδύνατη. Κατά συνέπεια, τα πρόσφατα γεγονότα είναι μια μικρή μόνον πλευρά του παγόβουνου.
Παρεμφερής είναι η κατάσταση και στην Χαλκιδική. Αρκεί να διαβάσει κανείς πολύ προσεκτικά τις δηλώσεις των νονών της περιοχής και «προστατών» του περιβάλλοντος και θα συνειδητοποιήσει αμέσως ότι η μαφιοποίηση της ελληνικής πολιτικής ζωής έχει ήδη πάει μακρυά. Όταν ο αρειμάνιος «πρόεδρος» του «αντιμεταλλευτικού κινήματος» δηλώνει ότι οι τραμπούκοι του καίγανε γεωτρύπανα για να προκαλέσουν την επέμβαση των ΜΑΤ και να εξασφαλίσουν έτσι την ανάλογη τηλεοπτική κάλυψη, αλλά και την συνηγορία των «ρεπόρτερ», τότε εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ποιο είναι το μέλλον της χώρας.
Μία χώρα στην οποία το πολιτικό σύστημα, για να κυριαρχεί, στηρίχθηκε στα πιο απεχθή κοινωνικά ιζήματα και παρέδωσε σε αυτά τα πάντα. Την παιδεία, την δημόσια διοίκηση, τα συνδικάτα, την κοινωνία των πολιτών… Σήμερα λοιπόν, η βία είναι πλέον το απροκάλυπτο όπλο όλων των μπράβων του συστήματος, οι οποίοι βλέπουν το χαλί να χάνεται κάτω από τα πόδια τους.
Έτσι, στο μέτρο που η βία θα γίνεται ανεκτή, πολύ φοβούμεθα ότι είμεθα μόνον στην αρχή μιας πορείας σε εξαιρετικά ολισθηρό δρόμο.