Είναι αυθαίρετο το επιχείρημα που υποστηρίζουν ορισμένοι ότι οι κίνδυνοι διάλυσης της ΕΕ πηγάζουν από το γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει τις προϋποθέσεις να αντιμετωπίσει πολλές κρίσεις ταυτοχρόνως
Η αντοχή της «υπαρκτής Ευρώπης» δεν οφείλεται μόνον στο υψηλό και απροσδιόριστο οικονομικό κόστος της ενδεχόμενης διάλυσης. Πηγάζει από το ότι είναι βιωμένη και αυτονόητη συνθήκη της καθημερινής ζωής των Ευρωπαίων πολιτών. Οι επάλληλες κρίσεις δεν προκαλούν μόνον αποκλίσεις και εθνοκρατικές αναδιπλώσεις. Αυξάνουν τη συνείδηση της αλληλεξάρτησης, της κοινότητας των προβλημάτων, και την αδυναμία των μεμονωμένων λύσεων από τα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία στην παγκόσμια κλίμακα είναι μικρής ή μεσαίας ισχύος.
του
Γιάννη Βούλγαρη*
Οι πρόδρομοι επικήδειοι για το ενδεχόμενο τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έχουν γίνει το συχνότερο ανάγνωσμα στα διεθνή και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Διάσημες υπογραφές, έγκυροι δημοσιογράφοι, ποικιλόχρωμοι πολιτικοί (μεσαίου, συνήθως, βεληνεκούς) προφητεύουν, κρατώντας μικρές μόνον επιφυλάξεις, την θανάσιμη κρίση και τον κίνδυνο διάλυσης του μεγαλύτερου πολιτικού εγχειρήματος του μεταπολεμικού κόσμου. Ο αντίκτυπος αυτής της φιλολογίας στην Ελλάδα –σε μία χώρα μέλος που είναι με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω– αποθαρρύνει την μεταρρυθμιστική προσπάθεια που χρειάζεται για να επιστρέψουμε στην ΕΕ ως ισότιμοι εταίροι.
Η αλήθεια είναι ότι οι εξελίξεις δίνουν καθημερινή τροφή και πόντους στα καταστροφολογικά σενάρια. Κατ’ αρχάς, η συνδυασμένη και ταυτόχρονη εκδήλωση διαφορετικών κρίσεων. Ενώ η κρίση του ευρώ δαμαζόταν, ενέσκηψε το προσφυγικό/μεταναστευτικό, το οποίο με την σειρά του επιδεινώθηκε από τα χτυπήματα της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να συνιστά ευρωπαϊκό πρόβλημα, συναθροίζοντας και την οικονομική και την προσφυγική κρίση. Την ίδια ώρα εκκρεμεί το βρεταννικό δημοψήφισμα. Η Συνθήκη Σένγκεν, θεμελιακό σύμβολο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, κλονίζεται, ενώ ακόμα και οι σωτήριες για το ευρώ πρωτοβουλίες της ΕΚΤ και του Μ.Ντράγκι συναντούν μυωπικές δογματικές αντιστάσεις, ιδίως στην Γερμανία. Σε αυτή την σπαζοκεφαλιά των ταυτόχρονων ευρωπαϊκών κρίσεων προστίθενται τα αυτόνομα εθνικά προβλήματα κεντρικών για την λειτουργία της ΕΕ χωρών, με πρώτες την Γαλλία και την Ιταλία.
Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις αυτές επέτειναν την κρίση εμπιστοσύνης προς την ΕΕ. Μεταναστευτικό, προσφυγικό, τρομοκρατία, δυσανεξία προς την παγκοσμιοποίηση, φοβίες για την εθνική ταυτότητα, οικονομική δυσπραγία, νεανική ανεργία, ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού στις ευρωπαϊκές μουσουλμανικές μειονότητες, συμπλέκονται στο μυαλό και στην ψυχή των Ευρωπαίων πολιτών, γίνονται ένα κουβάρι και φορτώνονται όλα στην «Ευρώπη» –και για όσα φταίει, και για όσα δεν φταίει. Τί πιο φυσικό λοιπόν από το να γίνει προνομιακός στόχος κάθε λαϊκιστή και εθνικιστή, αριστερού ή ακροδεξιού; Τί πιο φυσικό από το να επιτείνεται ο αριστερός ή δεξιός αντιευρωπαϊσμός και ο καταστροφολογικός ευρωσκεπτικισμός;
Συνιστούν όλα τα παραπάνω αποκλειστικά ευρωπαϊκό πρόβλημα, που προκύπτει από το ίδιο το εγχείρημα της ενοποίησης και την μετακυριαρχική αντίληψη του κράτους που αυτή συνεπάγεται; Είναι προφανές ότι, παρότι εκφράζεται με ιδιαίτερες μορφές, το πρόβλημα ξεπερνά την Ευρώπη και την διαδικασία ενοποίησης. Έχει λάβει διαστάσεις ευρύτερης αμφισβήτησης των ποικίλων «κατεστημένων», όπως δείχνει η δυστοπία Τραμπ. Από ορισμένες όψεις, η κατάσταση θυμίζει τις συνθήκες του Μεσοπολέμου. Τότε, μία διεθνής τάξη πραγμάτων είχε καταρρεύσει και μία καινούργια εποχή προσπαθούσε να αναδυθεί μέσα στην αβεβαιότητα και την ομίχλη. Έτσι και τώρα, ο διπολικός γεωπολιτικός κόσμος κατέπεσε, μία διεθνής οικονομική κρίση εξακολουθεί να αναζητά την υπέρβασή της, ενώ δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί νέοι θεσμοί διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης.
Όμως, αυτά δεν σημαίνουν ότι η κατάληξη θα είναι καταστροφική, όπως στον Μεσοπόλεμο. Οι άνθρωποι μαθαίνουν από την Ιστορία. Και η ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει τις προϋποθέσεις και την δυναμική να επιβιώσει, ακόμα και αν περάσει μία περίοδο σύγχυσης και αστάθειας. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη, ως «δεδομένη κατάσταση», ή ακόμα και «αναγκαίο κακό», αποτελεί μέρος των μελλοντικών λύσεων παρά βάρος από το οποίο οι πολίτες και τα κράτη μέλη ζητούν να απαλλαγούν. Γι αυτό, άλλωστε, οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν φαίνεται να ενθαρρύνουν μία «επάνοδο» στο εθνικό κράτος, καθώς οι σχετικές αναλύσεις κοινής γνώμης δείχνουν ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης και η δυσπιστία προς τους εθνικούς πολιτικούς θεσμούς είναι εξίσου μεγάλη, αν όχι μεγαλύτερη.
Επιπλέον, η Ευρώπη έδειξε να έχει ακόμα την δύναμη να υποτάσσει τις αντιευρωπαϊκές διαθέσεις αριστερών κομμάτων, όπως συνέβη στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, και το ίδιο συμβαίνει κατά πάσα πιθανότητα με το μεγαλύτερο μέρος των αντιευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων, όπως συνέβη στο παρελθόν και με το κόμμα του Χάϊντερ στην Αυστρία. Άλλωστε, και οι αντίπαλοι της ΕΕ συγκροτούνται και δρουν αναφερόμενοι σε αυτήν, συντονίζονται μετέχοντας στις διαδικασίες της.
Η αντοχή της «υπαρκτής Ευρώπης» δεν οφείλεται μόνον στο υψηλό και απροσδιόριστο οικονομικό κόστος της ενδεχόμενης διάλυσης. Πηγάζει από το ότι είναι βιωμένη και αυτονόητη συνθήκη της καθημερινής ζωής των Ευρωπαίων πολιτών. Οι επάλληλες κρίσεις δεν προκαλούν μόνον αποκλίσεις και εθνοκρατικές αναδιπλώσεις. Αυξάνουν τη συνείδηση της αλληλεξάρτησης, της κοινότητας των προβλημάτων, και την αδυναμία των μεμονωμένων λύσεων από τα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία στην παγκόσμια κλίμακα είναι μικρής ή μεσαίας ισχύος. Αξίζει ως εκ τούτου να παρατηρήσουμε πόσο πύκνωσε η ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, πόσο παρούσα είναι η διεθνής και ευρωπαϊκή θεματολογία, η σχετική αρθρογραφία στον εθνικό δημόσιο λόγο κάθε χώρας μέλους. Αυτό έδωσε την δυνατότητα ανάδυσης ενός ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού το οποίο, ενώ τυπικά νομιμοποιείται σε εθνική βάση, ταυτοχρόνως αναγνωρίζεται και ατύπως νομιμοποιείται στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα. Είναι ένα φαινόμενο που παρακινεί να υπερβούμε την συνήθη αντιπαράθεση μεταξύ «κοινοτικών» ή «διακυβερνητικών» μορφών συνεργασίας.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι κίνδυνοι διάλυσης πηγάζουν από το ότι η ΕΕ δεν έχει τις προϋποθέσεις να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα περισσότερες της μιας κρίσεις. Είναι ένα αυθαίρετο επιχείρημα, εξ ίσου πειστικό με το αντίθετό του –ότι, δηλαδή, η πολυπλοκότητα και η δραματικότητα των προβλημάτων θα αναβαθμίσουν τις ικανότητες επίλυσής τους. Το σίγουρο είναι ότι για να το κάνει αυτό η ΕΕ θα χρειαστεί να αναμορφώσει τις προτεραιότητές της και τις ιεραρχήσεις των στόχων. Δίπλα στην οικονομία και την οικονομική κρίση έχει αναδειχθεί η κρισιμότητα της γεωπολιτικής και της εσωτερικής ασφάλειας.
Η ΕΕ θα συνεχίσει βεβαίως να συζητά και να τσακώνεται για το γάλα, τα ψάρια και τις φώκιες, αλλά είναι σαφές ότι έχουν έρθει σε πρώτο πλάνο ζητήματα που σχετίζονται με τις «σκληρότερες» και βασικότερες όψεις της κρατικής λειτουργίας στην νεωτερική εποχή. Προστασία των εξωτερικών συνόρων και της επικράτειας, εσωτερική ασφάλεια, διαφύλαξη των βασικών αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που λειτουργεί ως νομιμοποιητικό υπόβαθρο και πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής εξουσίας. Σε αυτά προστίθεται εκ των πραγμάτων άλλο ένα ζήτημα που το νεωτερικό εθνικό κράτος έχει κληθεί να αντιμετωπίσει στις απαρχές του: η ρύθμιση των σχέσεών του με τις θρησκείες και τις Εκκλησίες της επικράτειάς του. Είναι σαφές ότι ένα σχετικό πρόβλημα ανακύπτει σήμερα με το Ισλάμ, στο μέτρο που έχει γίνει μαζική πραγματικότητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Σε κάθε περίπτωση, τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπίζονται με την οικονομίστικη μέθοδο της ενοποίησης. Και η αναδίπλωση στα εθνικά κράτη θα είχε σίγουρα μεγαλύτερο κόστος και τελείως αβέβαια αποτελέσματα. Έτσι, τα διλήμματα της ΕΕ είναι μπροστά μας, έχουν γίνει σκληρότερα και η έκβασή τους φαίνεται πιο αβέβαιη, μαζί και οι προβλέψεις. Όμως, όπως επέμενε ο Γκράμσι, η πρόβλεψη είναι ταυτοχρόνως εκδήλωση βούλησης και προϋποθέτει ρητά ή άρρητα μία πολιτική στόχευση.
*Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου