Η περίοδος 1981-2009 χαρακτηρίζεται από τον προοδευτικό αυτο-εγκλεισμό της Ελλάδας. Η ένταξη στην Ευρώπη εισήγαγε επιφανειακές επικοινωνίες και επαφές: πολλαπλασιασμός των τουριστικών εμπειριών, πρόσβαση στα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά, εξαγωγή πολιτευτών και γραφειοκρατών στις Βρυξέλλες
Προσφάτως στα καθ’ ημάς έχει ανοίξει κάποια σχετική συζήτηση. Απουσιάζει, όμως, ο διαλεκτικός χαρακτήρας ο οποίος διέπει τη σχέση ανοίγματος/ταυτότητας. Οι μεν υπεραμύνονται του ανοίγματος, επί παραδείγματι στους πρόσφυγες ή στους γείτονες λαούς, αμβλύνοντας ή και απαξιώνοντας τα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας.
του
Γιώργου Πρεβελάκη*
Η ουσία, όμως, της ελλαδικής πραγματικότητας όχι μόνον δεν ενσωμάτωσε τα στοιχεία του ευρωπαϊκού και διεθνούς γίγνεσθαι, αλλά οχυρώθηκε στην ενδοστρέφεια και στην ομφαλοσκόπηση. Όσο ο κόσμος εξελισσόταν, η Ελλάδα ζούσε στην αυτάρεσκη ακινησία της- ώσπου ήλθε η καταστροφή.
Τα αίτια της περίκλειστης ατμόσφαιρας είναι ευδιάκριτα. Το χρήμα έρρεε από το εξωτερικό επιδοτήσεις και δάνεια εξασφάλιζαν ευημερία-ένα καθησυχαστικό υπνωτικό. Ουδείς, επομένως, λόγος υπήρχε να αναληφθεί η δύσκολη, υλικά και πνευματικά, προσπάθεια για επικοινωνία και συναλλαγή με τους extramuros. Για τις οικονομικές δραστηριότητες, η αξιοποίηση της τεχνητά αναπτυσσόμενης εσωτερικής αγοράς και η συμμετοχή στην κρατικά διανεμόμενη πρόσοδο ήταν ευχερέστερο εγχείρημα από την διείσδυση σε αλλότριες αγορές υπό συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού.
Γενικότερα, η προστατευτική αλληλεγγύη της Ευρώπης απέναντι στο ελληνικό κράτος-μέλος, ακόμη και όταν εμφανώς ακολουθούσε λανθασμένη οικονομική, πολιτική και διπλωματική πορεία, ακύρωνε κάθε κίνητρο για προβληματισμό και αυτοκριτική. Τέλος, η εγγενώς αμφιθυμική σχέση με την ελληνική Διασπορά, όπως αποτυπώνεται στα στερεότυπα του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου, εγκαταλείφθηκε. Τι χρείαν είχαν οι εύποροι, πλέον, Ελλαδίτες από την «Θεία από το Σικάγο»; Νεοσύστατα τείχη προστάτευαν την νεοαποκτηθείσα πνευματική και υλική ραστώνη από τα έξωθεν καινά δαιμόνια.
Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει ριζική αναθεώρηση της σχέσης της Ελλάδας με τον έξω κόσμο. Δεν πρόκειται, όμως, απλώς για την ανάγκη να καλυφθεί η καθυστέρηση να επανενταχθεί, δηλαδή, το ελληνικό «village Asterix» στην κανονικότητα. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν νέες προκλήσεις, όπως η έλευση των προσφύγων/μεταναστών. Καθώς διευρύνεται ο κύκλος της αστάθειας, ενδέχεται,στο προσεχές μέλλον, να προκύψουν απρόβλεπτα διλήμματα και απειλές στις σχέσεις της Ελλάδας με τις γείτονες χώρες. Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μέλος σε διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΝΑΤΟ ή ο ΟΟΣΑ. Οισυνεπαγόμενες εγγυήσεις, όμως, δεν είναι πλέον αυτόματες, όπως κατέδειξε η πρόσφατη αρνητική νατοϊκή εμπειρία της Τουρκίας. Eξαρτώνται από την ενεργό δημιουργική συμμετοχήτων μελών τους. Μια κλειστή, ξενοφοβική Ελλάδα είναι ανίκανη να συμμετάσχει ενεργητικά στο διεθνές γίγνεσθαι, με αποτέλεσμα την απώλεια του μεταπολεμικού διπλω-ματικού κεφαλαίου της. Ακόμη και χωρίς το παλαιόθεν συσσωρευμένο έλλειμμα, θα χρειαζόταν, επομένως, εντατική προσπάθεια προσαρμογής στη νέα ρευστή πραγματικότητα.
Το άνοιγμα είναι επιτακτική και επείγουσα ανάγκη όμως το εγχείρημα δεν είναι ακίνδυνο. «Ου παντός πλεινες Κόρινθον»: μια κοινωνία η οποία περνά από το κλείσιμο στο άνοιγμα, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία, εισάγει διαλυτικά φαινόμενα στο εσωτερικό της. Για να ανθέξει στην πολλαπλή πρόκληση του ανοίγματος έχει ανάγκη από ισχυρή ταυτότητα. Η εμπειρία της μετακομμουνιστικής Αλβανίας πρέπει να φρονηματίσει.
Προσφάτωςστα καθ’ ημάς έχει ανοίξει κάποια σχετική συζήτηση. Απουσιάζει, όμως, ο διαλεκτικός χαρακτήρας ο οποίος διέπει τη σχέση ανοίγματος/ταυτότητας. Οι μεν υπεραμύνονται του ανοίγματος, επί παραδείγματι στους πρόσφυγες ή στους γείτονες λαούς, αμβλύνοντας ή και απαξιώνοντας τα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας. Οι δε προτάσσουν μιαν υποθετικά αναλλοίωτη εθνική ταυτότητα, εξορκίζοντας το άνοιγμα. Έτσι, η επιλογή φαίνεται να διαμορφώνεται ανάμεσα σε ένα διαλυτικό άνοιγμα και σε μια φολκλορικού χαρακτήρα, χωρίς σημαντική αποστολή, ταυτότητα.
Η εθνική ταυτότητα θεωρείται σταθερή και αναλλοίωτη στον χρόνο. Αλλοιώς, πώς να πιστέψει ο πολίτης σε μιαν αναφορά ρευστή και εύπλαστη; Πώς να δεχθεί να θυσιαστεί για μια ταυτότητα την οποία ορίζουν οι εκάστοτε πολιτικές και πνευματικές ελίτ; Η ιδέα της προαιώνιας εθνικής ταυτότητας συνιστά μια συμβολική με μεγάλη λειτουργική πολιτική σημασία. Όμως, οι εθνικές ταυτότητες εξελίσσονται, καθώς αποτελούν το φίλτρο της σχέσης του έθνους με το περιβάλλον του. Η ακινησία αφαιρεί την ικανότητα προσαρμογής, οδηγώντας σε εθνικές αστοχίες. Η μακρά περίοδος σταθερότητας κατά και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο δημιούργησε την αυταπάτη ότι δεν χρειαζόταν προβληματισμός. Σήμερα οι επιταγές έχουν αλλάξει. Όσο περισσότερο ρευστό και μεταβλητόγίνεται το περιβάλλον, τόσο περισσότερο επιτακτική καθίσταται η εξέλιξη της ταυτότητας.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της Ιστορίας μας, η συζήτηση για την ταυτότητα είναι καθήκον για όσους θεωρούν εαυτούς δυνάμει «οργανικούς διανοουμένους». Προϋπόθεση sinequa nonγια την επιτυχία του διαλόγου είναι η ελευθερία σκέψης και έκφρασης, χωρίς ταμπού, λογοκρισίες ή αυτολογοκρισίες χωρίς λιθοβολισμούς σε όσους απομακρύνονται από το «πολιτικώς ορθόν» των μεν ή των δε. Όσοι δεν το αντιλαμβάνονται, αναλαμβάνουν μεγάλες ευθύνες έναντι της εθνικής επιβίωσης.
*Ο Γιώργος Πρεβελάκης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ποιοι είμαστε; Γεωπολιτική της ελληνικής ταυτότητας», το οποίο θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 14 Απριλίου στις 6:30 μ.μ. στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Ελλάδας (εγγραφή: http://tinyurl.com/poioieimaste).