Quo vadis Europa
Από την έκλειψη, στην παλιννόστηση της Ευρωπαϊκής Ιδέας
Εάν οι εξελίξεις του ευρωπαϊκού σκηνικού βρίσκονται, κατά «τους Ηρακλείτειους λόγους» σε συνεχή ροή, γιατί -παραφράζοντας τον Αριστοτέλη- να μην μένουν σταθερές ως προς την ποιότητα; Που στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η αταλάντευτη προσκόλληση, στις αξίες, που η ίδια γέννησε, εμφύσησε στα πολιτεύματα και στους λαούς της. Ποτέ δεν ήταν πιο επιτακτικό να οικοδομηθεί μία νέα Ευρώπη, απαλλαγμένη από τις χρόνιες αντιφάσεις της, την παρένθεση των φοβικών συνδρομών και ενός πρόσκαιρου «εθνικιστικού επαρχιωτισμού», που δεν τη χαρακτηρίζει.
του
Σταύρου Χρ. Τσέτση*
Μία μετέωρη Ευρώπη. Μεταξύ κρίσης και διάρρηξης
Ποτέ άλλοτε, από την ίδρυση του κοινού οικοδομήματος το 1957, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όσο και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ιδέα, δεν πλήττονται με τόση σφοδρότητα.
Η Ευρώπη, ως θεσμική οντότητα –ήδη από την εκδήλωση της κρίσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας- μετεωρίζεται, παραπαίει. Όχι μόνον σε σχέση με τις –εν πολλοίς ανεκπλήρωτες, επίσημα ή συγκεκαλυμμένα- μακροοικονομικές επιταγές χωρών μελών της, όπως αυτές απορρέουν από τη θεμελιώδη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992. Σχετίζεται επίσης με κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, ευρωπαϊκού και διεθνούς ενδιαφέροντος, στην κορυφή των οποίων βρίσκεται η, τρωθείσα, ισοτιμία, τόσο των εταίρων, όσο και η ανισορροπία των θεσμών που τη συγκροτούν. Κυρίως με την κατίσχυση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου –του κοινοτικού οργάνου λήψεων των κρίσιμων αποφάσεων και προσανατολισμών της. Πρόκειται για κρίση των θεμελίων της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Ιδέα, η οποία υπερβαίνει την κυρίαρχη πολιτική, θεσμική και εδαφική της έκφραση –την Ευρωπαϊκή Ένωση- συνθλίβεται μεταξύ ενός καθεστώτος παρατεταμένης οικονομικής λιτότητας, που επιβάλει ο φερόμενος ως «ενάρετος», πυρήνας της. Αλλά και ενός φοβικού συνδρόμου έναντι των αυξανόμενων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς την επικράτεια της. Ταλανιζόμενη από τις ενοχές του αποικιοκρατικού της παρελθόντος και μιας ασαφούς αντίληψης περί ανεκτικότητας.
Τα φαινόμενα της διάκρισης μεταξύ «χωρών ειδικού βάρους και ισχύος» και των άλλων εταίρων, πολλαπλασιάζονται, σε βαθμό που να αποτελεί πλέον κοινή πρακτική, το κριτήριο «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Οι δημοσιονομικά «μη ενάρετοι εταίροι», από εξαετίας το βιώνουν.
Η αντίληψη περί επανεθνικοποίησης βασικών πολιτικών της ΕΕ –που θεωρούνταν ακλόνητο κοινοτικό κεκτημένο- αυξάνει, περισσότερο ή λιγότερο στα κράτη μέλη. Η δε έννοια του «απεξαρτημένου» κράτους έθνους, επανέρχεται ως κεντρικό τους ζήτημα. Είναι πρόδηλο ότι ο κίνδυνος δεν προέρχεται από την προσήλωση στο κράτος έθνος - επέκταση του οποίου σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, δεν σημαίνει ασφαλώς οποιαδήποτε διάτρηση της εθνικής ιδέας- αλλά στο σωβινισμό της. Ο οποίος, όπως επισημαίνει ο Coudenhore Kalergi –εκφράζοντας αυτούς που αντιτάχτηκαν στη θηριωδία του πρώτου μεγάλου πολέμου- «δεν μπορεί να κατανικηθεί με έναν χάρτινο διεθνισμό, αλλά με τη βάθυνση και τη διεύρυνση του εθνικού πολιτισμού σε ευρωπαϊκό. Με τη διάδοση της γνώσης, ότι όλοι οι εθνικοί πολιτισμοί της Ευρώπης, αποτελούν στενά και αξεδιάλυτα συναρτημένα συστατικά μέρη, ενός μεγάλου και ενιαίου πολιτισμού…». Για να αποφανθεί ότι αυτός «θεμελιώνεται σε χριστιανικό – ελληνική βάση».
Η ύβρις του ηγεμονισμού ή η διασάλευση των ισορροπιών
Το εγχείρημα της, αναγκαίας, εξυγίανσης του δυτικού οικονομικού συστήματος, μετά την εκδήλωση της κρίσης στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, χρησιμοποιήθηκε, από τις κατά τεκμήριο εύρωστες χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα –αρχικά με τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ- τουλάχιστον σε κρίσιμες παραμέτρους, ως μέσο κατίσχυσης στη λήψη κοινοτικών αποφάσεων. Οι υπαρκτές και ενίοτε έντονες παθογένειες και στρεβλώσεις των «απροσάρμοστων» με τις επιταγές της ΟΝΕ, αλλά και με σταθερότυπα διεθνών οργανισμών, αποτέλεσαν ισχυρό μοχλό πίεσης -αν όχι πειθαναγκασμού- ακόμη και σε θέματα που υπερβαίνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή, από τους «οικονομικά ενάρετους», προεξέχοντος του Βερολίνου, το οποίο αναδύεται όχι ως «primus inter pares» -ευρωστία και μέγεθος το επιτρέπουν- αλλά ως ο επικυρίαρχος της ευρωπαϊκής σκηνής.
Διαφορίζονται, με τεχνικούς όρους, χώρες υψηλής ταχύτητος και οι άλλες. διαρρηγνύοντας εύθραυστες ισορροπίες, εσωτερικές και διεθνείς καθιστώντας το δύσκολο μάθημα της συμβίωσης μεταξύ εταίρων, δυσχερέστερο αν όχι προβληματικό. Η ιστορία περιφρονείται. Σ’ αυτή την Ευρώπη οι περιμετρικές χώρες αποδυναμώνονται, αν όχι αποδομούνται, με ευθύνη, σε ικανό βαθμό, εταίρων του πυρήνα.
Οι εκφάνσεις ενός σύγχρονου δράματος
Το ζήτημα μιας πιθανής απένταξης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, «κυμαινόμενης» έντασης κατά περιόδους, -μία προοπτική, που δεν αποτελεί πλέον Δαμόκλειο Σπάθη για την κοινή της γνώμη- δεν συνιστά ασφαλώς μεμονωμένο φαινόμενο, αν και αποτελεί ειδική περίπτωση από μία άποψη. Αλλά εκδήλωση μιας καλπάζουσας ανισορροπίας, που
κυμαίνεται μεταξύ ευρωσκεπτικισμού και υπεροψίας –που εκτρέφονται από μία απροκάλυπτη τάση επικυριαρχίας που εκδηλώθηκε με την κατάρρευση του ευρωπαϊκού δίπολου Βερολίνου – Παρισιού, κυρίως από τον πρώτο: Η Βρετανία αποφασίζει με δημοψήφισμά στις 23 Ιουνίου την παραμονή της ή όχι στην ΕΕ. Δημοψήφισμα ζητάει στην Γερμανία το Die Linke, όπως και το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία για Frexit. Ενώ στην Ιταλία επίσης, ιδρυτική χώρα της ΕΕ, έχουν ενταθεί δημόσια αντίστοιχες φωνές.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κλυδωνίζεται από ακραίες πολιτικές εκφράσεις και επικίνδυνες νοσταλγικές τάσεις, που θριαμβεύουν σε χώρες όπως η Αυστρία και εντείνονται στη Γερμανία, ακόμη και σε Βαλκανικές χώρες. «Ανθίζουν» οι εκδηλώσεις απομονωτισμού στους κόλπους μελών της ενώ ο εθνικισμός καλπάζει, δεν έχουν κοπάσει τάσεις απόσχισης στο εσωτερικό ευρωπαϊκών χωρών.
Κράτη μέλη, που αρέσκονται να θεωρούνται πρότυπα λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, επινοούν και μηχανεύονται πρωτόγνωρους τρόπους ανάσχεσης προσφυγικών ροών και μεταναστευτικών κυμάτων, υψώνοντας ακόμη και τείχη. Υιοθετούν κοντόθωρες φοβικές πρακτικές, αναντίστοιχες με τις αξίες που διέπουν μία Πολιτεία και της μεγαληγορίας που αποπνέει το όνομα. και οι οποίες (αρχές) αποτελούν τα ίδια τα θεμέλια της Ένωσης.
Αντί της στήριξής τους σε μία κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική –στη διαμόρφωση της οποίας συμμετέχουν, στους κόλπους των κοινοτικών οργάνων –παρεμβαίνοντας στο αίτιο, με ευρύτερες συνεργασίες. Για το λόγο αυτό, αποτυγχάνουν. Και είναι οι εκκλησιαστικές αρχές, που μεταφέρουν το μήνυμα της αξιοπρέπειας του ατόμου και της αλληλεγγύης. Η Ευρώπη υποχωρεί σε φιλόδοξες γεωπολιτικές βλέψεις γειτόνων της από τρίτες χώρες, δίχως να την απασχολούν οι αξιακές εκπτώσεις. Οι δε ομαδοποιήσεις, όμορων ή όχι χωρών, όπως της Visegard, που δεν φαίνεται να περιορίζονται σε ad hoc ευρωπαϊκού χαρακτήρα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό, προοιωνίζουν ευρύτερες πολιτικές intra muros, στοχεύσεις.
Οι πολίτες της Ευρώπης, δεν αισθάνονται ότι η ΕΕ δίνει λύσεις σε καίρια ζητήματα της καθημερινότητάς τους, την ευημερία, το αίσθημα της ασφάλειας. Αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις επιρρίπτουν την ευθύνη στις Βρυξέλλες για την οικονομική δυσπραγία, την ανεργία, τη διόγκωση του μεταναστευτικού κύματος. Υπονομεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το αίσθημα της αναγκαιότητας συμμετοχής σε μία ευρύτερη οικογένεια.
Από την κρίση στην αμφισβήτηση.
Είναι ωστόσο γεγονός, ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση του ενοποιητικού εγχειρήματος της Γηραιάς Ηπείρου, από την εγκαθίδρυση των θεσμών το 1957 έως τις μέρες μας, πραγματοποιήθηκε, μετά ή εν μέσω κρίσεων. Ωστόσο η συγκυρία μιας παραπαίουσας, τρικυμιώδους Ευρώπης, σε τραγική υστέρηση με τις προκλήσεις της παγκόσμιας κοινωνίας και των ίδιων των ζωτικών αιτημάτων των πολιτών της, είναι σαφώς ξεχωριστή, δίχως προηγούμενο.
Θέτοντας κρίσιμα ερωτήματα.
Είναι αυτή η Ευρώπη που οραματίστηκαν οι ιδρυτικοί πατέρες, ο πιο γνήσιος εκφραστής των πιο υψηλών οικουμενικών αξιών; Ειρήνη, Δημοκρατία, Ισονομία, Ελευθερία, Αλληλεγγύη, Συνοχή, Ανεκτικότητα, Δημιουργία, Συνεργασία, Ασφάλεια, Δικαιοσύνη, Πρόοδος, Ευημερία. Ή ένα μόρφωμα που διολισθαίνει στη «σκοτεινή Ήπειρο» του παρελθόντος; Ποιο το νόημα μιας κοινής πορείας, όταν αυτή εκδηλώνεται ως έκφραση ενός απροσχημάτιστου ηγεμονισμού; Αντί μιας διαδρομής εταίρων στους δοκιμασμένους στόχους της συνεργασίας. Οι οποίοι εκτρέπονται, από παρωχημένες εγχώριες επιδιώξεις ενός, μικρόνοου, αδιεξόδου και κοντόθωρου «εθνικού εγώ».
Μπορεί μία Ευρώπη των φυγόκεντρων δυνάμεων, να διασφαλίσει τη μοναδική ευημερία, δημιουργικότητα και συνεργασία, που τη χαρακτήρισε, κοντά έξι δεκαετίες. Κι αν όχι, πιο «Υπόδειγμα Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής» -της πολιτικής, δηλ. θεσμικής, διοικητικής και γεωγραφικής της άρθρωσης- εγγυάται την παλιννόστηση της Ευρωπαϊκής Ιδέας.
Η Ευρώπη παραμένει επίκαιρη;
Δεν είναι ίσως πλεονασμός –ιδίως τώρα που δοκιμάζεται σφοδρά η ενότητα της- να υπενθυμίζονται οι ουσιαστικοί λόγοι που οδήγησαν το 1957 στην εγκαθίδρυση του πολιτικού και θεσμικού οικοδομήματος της (τότε) ΕΟΚ και της ανοιχτά αμφισβητούμενης πλέον, Ευρωπαϊκής Ένωσης: Τη θωράκιση δηλαδή των χωρών μελών της από το φάσμα του ολοκληρωτισμού, τη σύνθλιψη των εθνικιστικών παροξυσμών, που έσυραν τη Γηραιά Ήπειρο σε δύο συνεχόμενες ολέθριες συρράξεις και την επιβεβαίωση «του δυτικού αρχέτυπου» με όρους δημοκρατίας, -απαλλαγμένου από ιδεοληπτικά κατασκευάσματα. Σε έναν θεσμό που εγγυάται, εδραία και μακροχρόνια, την ειρηνική συνύπαρξη τους. Εξέλιξη η οποία διασφάλιζε την ανασυγκρότηση της Γηραιάς Ηπείρου, από τα δεινά του πλέον καταστροφικού πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα και την εγγύηση της μη επανάληψης του ζόφου της ιστορίας της.
Η κοινή πορεία των 6, 9, 10, 12, 15, 22 και σήμερα 28 χωρών μελών της, μία μοναδική καιευτυχής ιστορική διαδρομή, δικαίωσε τους πρωτεργάτες του ξεχωριστού αυτού πολιτικού τολμήματος.
Το Ηρακλείτειο τα «πάντα ρεί», εκδηλώθηκε τόσο με τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν μετά την αποδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης, την ανασύσταση της ενιαίας Γερμανίας, όσο και την ανάδυση νέων γεωπολιτικών «συνομιλητών». Παράλληλα οι τεχνολογικές καινοτομίες και οι επιπτώσεις στο απελευθερωμένο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, επέφεραν επανάσταση στις παραδοσιακές έννοιες του τόπου –δημιουργώντας έναν ανεμπόδιστο χώρο επικοινωνίας και πολύπλευρων ανταλλαγών, σε οικουμενικό επίπεδο. Ένας κατακερματισμός των 28, είναι πρόδηλο ότι δεν επιτρέπει, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, τη μεμονωμένη ή και με ευρύτερους «χαλαρούς», συνασπισμούς, τη συμμετοχή με αξιώσεις στον αναδυόμενο καταμερισμό των οικονομικών, πολιτικών, τεχνολογικών και γεωστρατηγικών εξελίξεων, σε ένα ανοιχτό διεθνές γίγνεσθαι.
Η έκλειψη των ευρωπαϊκών αξιών, είναι υπαρξιακό ζήτημα.
Εάν οι εξελίξεις του ευρωπαϊκού σκηνικού βρίσκονται, κατά «τους Ηρακλείτειους λόγους» σε συνεχή ροή, γιατί -παραφράζοντας τον Αριστοτέλη- να μην μένουν σταθερές ως προς την ποιότητα; Που στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η αταλάντευτη προσκόλληση, στις αξίες, που η ίδια γέννησε, εμφύσησε στα πολιτεύματα και στους λαούς της.
Ποτέ δεν ήταν πιο επιτακτικό να οικοδομηθεί μία νέα Ευρώπη, απαλλαγμένη από τις χρόνιες αντιφάσεις της, την παρένθεση των φοβικών συνδρομών και ενός πρόσκαιρου
«εθνικιστικού επαρχιωτισμού», που δεν τη χαρακτηρίζει.
Δεν είναι νομίζω ανοίκειο, να υπενθυμίζεται ότι η Ευρώπη, όπως δόκιμα επεσήμανε ο Π. Κανελλόπουλος –«δεν είναι διόλου αθώα είναι ίσως πιο αμαρτωλή, πιο πολύ δεμένη με τη γένια του Κάιν, από όλες τις άλλες Ηπείρους της γήινης σφαίρας». Γι’ αυτό το δίλημμα που έθεσε προφητικά ο Stefan Sweig το 1932, «η Ευρώπη θα ακολουθήσει την αυτοκαταστροφή της ή θα γίνει ενιαία», με όρους διάφορους ασφαλώς, δεν είναι έωλο. Αλλά ποια Ευρώπη;
Οι προοπτικές θεσμικής αποκατάστασης
Πρώτη στόχευση, η εκ νέου εξισορρόπηση στη λήψη ευρωπαϊκών αποφάσεων. Ο ηγεμονισμός στους κόλπους του Συμβουλίου, υπονομεύει το κοινό μέλλον της Ευρώπης,
προοιωνίζοντας περαιτέρω διασάλευση, ακόμη και τη διάλυση της. Μη επιτρέποντας περαιτέρω εμβάθυνση της ενοποιητικής της διαδικασίας –αυτή προϋποθέτει επιπρόσθετη εκχώρηση κρατικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών στα ευρωπαϊκά όργανα: «Η Ύβρις του Ηγεμονισμού», με μία πιθανή καθυπόταξη τους στην ουσία, από το Συμβούλιο –αποτρέπει αυτή την εξέλιξη η οποία, όχι μόνον δεν μειώνει την αδήριτη αναγκαιότητα της προώθησης της Ευρωπαϊκής Ιδέας, αλλά αντίθετα, την επιβάλλει. Αντίθετα την επιβάλει με πρωταρχικό αίτημα, την ενίσχυση ή ορθότερα την αποκατάσταση και (επαν)ισορρόπηση των θεσμών, που υποχώρησαν δραματικά έναντι της λεγόμενης «διακυβερνητικής μεθόδου» -του απόλυτου δηλ. πρωτείου του Συμβουλίου. Ως ισχυρός κυματοθραύστης, σε λογικές του πρόσφατου παρελθόντος.
Η ενδυνάμωση των θεσμών ως ανάχωμα.
Ενδυνάμωση των θεσμών, ως ανάχωμα στις ανισορροπίες στους κόλπους της, σημαίνει επανεξέταση του ρόλου τους. Μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή -και στο μέτρο που του
αναλογεί, ακόμη και το Σώμα των Ευρωπαίων εκλεγμένων- να «καθαίρουν» τα φαινόμενα διοικητικής «αυταρέσκειας» και εσωστρέφειας και να δώσει μία νέα πνοή στην Ευρωπαϊκή Ιδέα –πιο κοντά, πιο άμεσα στον ευρωπαίο πολίτη; Πέρα και πάνω από τους κοντόθωρους λογιστικούς υπολογισμούς, σύστοιχη με τις με τις αοίδιες αξίες της
Ακόμη και εάν βρει -ιδίως τότε- το Συμβούλιο, δηλαδή τα κράτη μέλη, απρόθυμα. Τότε μόνον, η ανταπόκριση από τους πολίτες της, μπορεί να διαρρήξει κάθε αμφιβολία για τη χρησιμότητά/ ικανότητά της. Ανατρέποντας, το δραματικό έλλειμμα ενός πειστικού οραματικού ευρωπαϊκού σχεδίου.
Προωθώντας ένα φιλόδοξο «New Deal» –ικανού να εμφυσήσει μία βιώσιμη προοπτική. Να συνεχίζει, με μεγαλύτερη ίσως πειθώ, να εμπνέει στους πολίτες της, τις αξίες που η ίδια γέννησε και εμπέδωσε, να κινητοποιήσει την αστείρευτη δημιουργικότητα της, να εγγυηθεί την ασφάλεια, να διασφαλίσει την ευημερία της. Αυτός είναι ο ρόλος και η αποστολή τους.
Ποια θεσμική «Αρχιτεκτονική», για την παλιννόστηση μιας μεγάλης Ιδέας.
Μια ΕΕ αρθρωμένη στη βάση ομόκεντρων κύκλων, μια παλαιότερη θεώρηση της «Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής» -της θεσμικής, πολιτικής, διοικητικής και γεωγραφικής της
διάταξης- παραμένει ως βάση του δημοσίου διαλόγου, για το μέλλον της.
Στον πρώτο, μετέχουν οι χώρες που συμμετέχουν στην Ευρωζώνη, δύνανται και επιθυμούν να συνεχίσουν. Στον δεύτερο οι υπόλοιπες, στο μέτρο που το αποφασίσουν. Στον τρίτο, όμορα κράτη, που συμμερίζονται τις αξίες της και υιοθετούν αντίστοιχες πρακτικές σε μία προνομιακή σχέση –οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών
(ΕΖΕΣ), αποτελούν παράδειγμα.
Περαιτέρω προσχωρήσεις δύσκολα νοούνται, πριν την αφομοίωση του μαθήματος της «συνοίκησης» των εικοσιοκτώ και της προσαρμοστικής ικανότητος των υποψηφίων.
Η ισοτιμία των δύο πρώτων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ενώ η «á la carte» προσέγγιση, αντιστρατεύεται στις θεμελιώδεις και καταστατικές της αρχές.
Προϋπόθεση «sine qua non», αποτελεί η επάνοδος στη λογική των θεσμών –στον αντίποδα της τρέχουσας πρακτικής του ενός πόλου ή (και) ενός κατά κανόνα εξαρτημένου πυρήνα, που δείχνει να ακολουθεί. Η εμβάθυνση έχει νόημα σε ορισμένες επιμέρους πολιτικές, όπως της Έρευνας και Τεχνολογίας, του Περιβάλλοντος, του Πολιτισμού, των Μεταφορών άλλες επανεξετάζονται, πάντα με γνώμονα την αρχή της επικουρικότητας. Σύμφωνα με την τελευταία δεν εκχωρούνται σε ανώτερο διοικητικό επίπεδο, αρμοδιότητες που μπορεί να ασκηθούν αποτελεσματικότερα σε κατώτερο –πιο κοντά στους πολίτες.
Η συνεργασία με τις τρίτες Μεσογειακές χώρες, μήτρες των μεταναστευτικών ροών, θα πρέπει να ενισχυθεί σε αναπτυξιακή βάση. Το όλο σχήμα, θα αποτυπωθεί σε ένα νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, μία νέα «θεσμική Αρχιτεκτονική» -άλλωστε οι τροποποιήσεις των Συνθηκών, είναι η πρακτική που ώθησε την ΕΕ, από την γέννησή της.
Τα όρια του εφικτού, είναι η θέληση των ευρωπαίων πολιτών.
Είναι μία εξισορρόπηση δυνατή, βιώσιμη; Απάντηση εξαιρετικά δύσκολη, ιδιαίτερα όταν οι (άμεσες) προσλαμβάνουσες από τις στάχτες της θηριωδίας του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είναι βιωμένες. Ασφαλώς η πολιτική -εγχώρια, ευρωπαϊκή, γεωστρατηγική- παραμένει, από την εποχή του Αριστοτέλη, ως «η τέχνη του εφικτού». Αλλά πάντοτε στον ελεύθερο κόσμο, η πολιτική ιδεολογία -το υπόστρωμα του πολιτεύματος της δημοκρατίας- κινήθηκε στα όρια που τέθηκαν από το «παράδειγμα» της «Πολιτείας», σε ένα βαθμό, «των Νομών», των «Πολιτικών» -με επίκεντρο και κινητήριο δύναμη, τον πολίτη.
Το Μέτρο, η Αρετή, το «Είδεναι», ο Λόγος, η Ρώμη, το Ευαγγέλιο, εξέπεμψαν το φως, που σε διαφοροποιημένες εκδοχές και προσλήψεις, ανέδειξαν την Ευρώπη- μία Ευρώπη που ο κόσμος θαυμάζει και ακολουθεί. Όσο το πανάρχαιο αυτό μάθημα δεν γίνεται καθολικά αποδεκτό στους κόλπους της και κυρίως όταν αγνοείται συστηματικά, τόσο η αντίσταση των πολιτών της –σε συντονία και Ελβετία, Ισλανδία, Λιχνενστάιν, Νορβηγία με διάλογο, ακόμη και με ρήξεις στο πολιτικό της αποτύπωμα- προς την «επάνοδο»,
οφείλει να είναι εδραία.
Γιατί η Ευρώπη θα πρέπει να ξαναγίνει φωτεινή, όχι πια η «σκιώδης» Ήπειρος, του όχι τόσο μακρινού παρελθόντος της. Το οφείλει στην πορεία της, στους λαούς της, στην ιστορία, στην ανθρωπότητα! Διαφορετικά, η γραφίδα του ιστορικού του μέλλοντος, ως αδέκαστος κριτής, θα είναι αμείλικτη.
*Διδάκτωρ ΕΜΠ