Προσφέρει μία θεόσταλτη ευκαιρία να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στον δρόμο της ολοκλήρωσης. Να ανανεώσει την ελπίδα των κρατών μελών της για το μέλλον της Ευρώπης
Μια άλλη παράμετρος που πρέπει, επίσης, να υπολογιστεί είναι ότι οι σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ δεν ήταν ποτέ «ερωτικές» (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του κ. Γιούνκερ στις τελευταίες δηλώσεις του). Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έβλεπε τίποτε περισσότερο στην ΕΕ παρά μια κοινή αγορά και πάντοτε πολεμούσε τις ενοποιητικές τάσεις, όποτε αυτές εκφράζονταν από την πλευρά της Ένωσης.
του
Χρήστου Ροζάκη*
Το πρόσφατο δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση (EE) ολοκληρώθηκε με αρνητικές συνέπειες για τη χώρα και για την Ε.Ε. Αυτό έχει προκαλέσει κύματα κατακραυγής και εκδικητικές τάσεις στο πλαίσιο της Ένωσης, που δεν συγχωρούν στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτήν τη συμπεριφορά.
Θα πρέπει, όμως, να δούμε τα πράγματα με ψυχραιμία. Κυρίως να αναλογιστούμε ότι οι ώριμοι θεσμοί, και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι ώριμοι, δεν εκδικούνται, ούτε φέρονται μισαλλόδοξα. Εξάλλου το επιχείρημα ότι μια σκληρή στάση θα αποτρέψει άλλα κράτη-μέλη της Ένωσης από το να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου και να διεκδικήσουν, με όμοιο τρόπο, την έξοδο από την Ένωση, δεν ευσταθεί: τα κράτη που θα ήθελαν ενδεχομένως να αποσυρθούν από την Ένωση δεν θα τρομάξουν από τις συνέπειες που συνεπάγεται μια έξοδος από αυτήν και δεν θα ολιγωρήσουν από την αυστηρότητα της συμπεριφοράς των θεσμών απέναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από την άλλη μεριά, ποιες είναι, σήμερα, οι φωνές που ακούγονται για έξοδο; Είναι οι φωνές μιας μειοψηφίας των ακροδεξιών κομμάτων της Ευρώπης, περιθωριακών στο σύνολό τους –εκτός από το γαλλικό κόμμα της Μαρίν Λεπέν που διεκδικεί την προεδρία της Γαλλίας και που δεν βλέπω πώς θα την κατακτήσει–, που, έτσι ή αλλιώς, αν έρθουν στην εξουσία και γίνουν κυβερνήσεις, η ίδια η ΕΕ θα καταλυθεί από την παρουσία τους και μόνον.
Για τους λόγους αυτούς οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα πρέπει να διαπραγματευθούν στη βάση όχι της εκδίκησης, αλλά στη βάση των πραγματικών συμφερόντων, τόσο αυτής της ίδιας όσο και του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελεί πλήγμα για την ΕΕ, από πολλές πλευρές, και οι διαπραγματεύσεις πρέπει να έχουν σκοπό να μειώσουν, στο μέτρο του δυνατού, τις συνέπειές του. Τόσο από οικονομικής πλευράς όσο κι από πλευράς στρατιωτικής ισχύος, αφού το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί μια δύναμη υπολογίσιμη σε αυτόν τον τομέα. Είναι αναμφίβολο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ζητήσει γη και ουρανό σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε να αντλεί από την τελική συμφωνία αποχώρησης όλα τα πλεονεκτήματα από μια συμμετοχή στην ΕΕ, χωρίς τις επιβαρύνσεις που αυτή συνεπάγεται. Δεν υπάρχει λόγος η Ένωση να δώσει στους Βρετανούς ό,τι ζητήσουν: το κλειδί θα πρέπει να είναι το καλώς εννοούμενο συμφέρον της και η συνέχιση της πολιτικής της απρόσκοπτα, παρά την απουσία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μια άλλη παράμετρος που πρέπει, επίσης, να υπολογιστεί είναι ότι οι σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ δεν ήταν ποτέ «ερωτικές» (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του κ. Γιούνκερ στις τελευταίες δηλώσεις του). Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έβλεπε τίποτε περισσότερο στην ΕΕ παρά μια κοινή αγορά και πάντοτε πολεμούσε τις ενοποιητικές τάσεις, όποτε αυτές εκφράζονταν από την πλευρά της Ένωσης. Είναι ευκαιρία, λοιπόν, τώρα που αποχώρησε, να προχωρήσει η ΕΕ στον δρόμο της ολοκλήρωσης. Όχι μόνο λόγω της αποχώρησης. Αλλά και να ανανεώσει την ελπίδα των κρατών-μελών της για το μέλλον της Ευρώπης.
Είναι δεδομένο –το δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις– ότι σήμερα η Ευρώπη των «27» έχει υποχωρήσει σε δημοτικότητα στα κατώτερα δυνατά όρια. Μια επανεκκίνηση της ολοκλήρωσης –που μπορεί να επιτευχθεί σε πρώτο στάδιο με την οικονομική ολοκλήρωση της κολοβής ΟΝΕ– μπορεί να αναπτερώσει το ηθικό των πολιτών και να αναζωογονήσει τη διαδικασία. Μη μας φοβίζει το ότι η οικονομική ολοκλήρωση ανήκει στην κατηγορία των δύο ταχυτήτων ανάπτυξης της ΕΕ. Είναι στη μοίρα της Ένωσης να αναπτύσσεται με διαφοροποιημένες ταχύτητες. Και εξάλλου τίποτε δεν αποκλείει όλα τα κράτη-μέλη να προσέλθουν στην ΟΝΕ όταν θα είναι έτοιμα να τηρήσουν τις προϋποθέσεις ένταξής τους.
Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου ως μια θεόσταλτη προειδοποίηση για να μεταβληθεί η Ένωση και ως μοναδική ευκαιρία για την πραγμάτωση των στόχων των πατέρων της Ευρώπης, τους οποίους θέλουμε συστηματικά να ξεχνάμε.
*Ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών