Οι ευρωπαϊκές ελίτ, μετά την εμπειρία του Brexit, θα πρέπει να μάθουν να αφουγκράζονται τί συμβαίνει στα βαθύτερα στρώματα της κοινής γνώμης και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες που την διαμορφώνουν
του
Mervyn King*
Το τηλεοπτικό πολιτικό δράμα τελείωσε. Κανένα φανταστικό σενάριο δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει τις λυσσαλέες διαμάχες των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων της Βρεταννίας, οι οποίες αφορούσαν το δημοψήφισμα των Βρεταννών στις 23 Ιουνίου 2016 για το αν θα εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αυτό που αποκάλυψε η ψήφος, και με ένα περιθώριο νίκης που ξεπερνούσε εκείνο των τριών από τις προηγούμενες τέσσερις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, είναι μία ολοένα βαθύτερη και πολύ επικίνδυνη διάσταση ανάμεσα στην πολιτική τάξη –σε μεγάλο μέρος της, μία αστική ελίτ– και έναν μεγάλο αριθμό ατόμων που νοιώθουν αποκλεισμένοι από την οικονομική ευμάρεια, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στο Λονδίνο, και την λήψη αποφάσεων στο όνομα μίας «πολιτικής ορθότητας». Η ανασφάλεια των τελευταίων μεγαλώνει εδώ και χρόνια και αυτό, μεταξύ άλλων, οφείλεται στην επίδραση της παγκοσμιοποίησης στους πραγματικούς μισθούς, αλλά και στα υψηλά επίπεδα μετανάστευσης. Το πρόβλημα αυτό απασχολεί πολλές βιομηχανικές χώρες.
Και όμως, η πολιτική τάξη, η οποία βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση σοκ, ανίκανη να πιστέψει όσα συμβαίνουν, δεν δείχνει να αναγνωρίζει τις αιτίες της πτώσης της. Στην προεκλογική εκστρατεία δεν επικράτησε ένας λογικός και εμπεριστατωμένος διάλογος γύρω από τις δύο εναλλακτικές επιλογές, αλλά ένας πόλεμος προπαγάνδας, που παρόμοιό του δεν θυμάμαι να έχουμε ξανασυναντήσει στην Βρεταννία, με την καθεμία από τις δύο πλευρές να αποκαλεί τους αντιπάλους της –εν μέρει δικαιολογημένα– ψεύτες. Και κάθε πλευρά εξακολουθεί να πιστεύει με πάθος ότι η άλλη συμπεριφέρθηκε πολύ χειρότερα από την ίδια.
Ούτε ο Τύπος, όμως, συμπεριφέρθηκε καλύτερα. Ακόμα και οι εφημερίδες εκείνες που θεωρούν ότι διαθέτουν μεγαλύτερη εγκυρότητα και καλύτερη πληροφόρηση από τις συγγενικές τους ταμπλόϊντ, επέτρεψαν στις πολιτικές θέσεις τους να επηρεάσουν μεροληπτικά την δημοσιογραφική κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας. Σε αυτό αναμφίβολα έπαιξαν ρόλο και τα εμπορικά τους συμφέροντα.
Ο ισχυρισμός ότι η έξοδος από την ΕΕ θα μετατρέψει την Βρεταννία είτε σε Γη της Επαγγελίας είτε σε έναν τόπο που θα μαστίζεται από λιμούς και επιθέσεις ακρίδων, ήταν και παραμένει λανθασμένος. Για να είμαστε ειλικρινείς, τα οικονομικά επιχειρήματα είναι πολύ πιο ισορροπημένα. Η δική μου, καθαρά προσωπική, θεώρηση είναι ότι η συμμετοχή στην ΕΕ θα έχει πολύ μικρότερη επίδραση στο επίπεδο και στον ρυθμό αύξησης του εθνικού εισοδήματος μακροπρόθεσμα απ’ όσο θα ήθελαν να πιστεύουν και τα δύο στρατόπεδα. Σήμερα, βέβαια, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.
Δύο ερωτήματα που θα έπρεπε να είχαν κυριαρχήσει στην εκστρατεία δεν τέθηκαν παρά ελάχιστα. Πρώτον, τί μορφή θα έχει η Ευρώπη στο μέλλον; Δεύτερον, ποια είναι η θέση της Βρεταννίας στην Ευρώπη; Θα βοηθούσε εδώ να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές οντότητες: την Ευρώπη, την ΕΕ και την ευρωζώνη.
Κανένα δημοψήφισμα δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι η Βρεταννία βρίσκεται και θα συνεχίσει να βρίσκεται στην Ευρώπη. Κανένας πολιτικός δεν μπορεί να μεταβάλει την γεωγραφία, ακόμα και αν ξαναγράψει την Ιστορία. Το χαμηλό κόστος των ταξιδιών σημαίνει ότι η δυνατότητα που είχαν στο παρελθόν μόνον οι λίγοι και προνομιούχοι να γνωρίσουν την Ευρώπη κάνοντας το περίφημο ταξίδι της Μεγάλης Περιήγησης, δίνεται σήμερα σε όλους –νέους και ηλικιωμένους, αριστερούς και δεξιούς.
Έχουμε την χαρά και την τύχη να μπορούμε να εξερευνήσουμε τις πολυάριθμες χώρες της Ευρώπης, να ανακαλύψουμε τις διαφορές τους, τους πολιτισμούς τους και τις κουζίνες τους, τις γλώσσες και τα τοπία τους. Έχουμε επιπλέον το προνόμιο να ζούμε στην Ευρώπη, έναν τόπο όπου κανείς μπορεί να βιώσει μια τέτοια ποικιλία εμπειριών μέσα σε τόσο σύντομους χρόνους ταξιδιού. Το δημοψήφισμα, επομένως, δεν αφορούσε το αν η Βρεταννία βρίσκεται στην Ευρώπη. Εκεί βρίσκεται και θα βρίσκεται πάντα, και αυτό μάς κάνει περήφανους.
Δεν μπορούμε, όμως, να πούμε το ίδιο για την ευρωζώνη. Η νομισματική ένωση αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρά προβλήματα. Όπως εξηγώ στο βιβλίο μου «The End of Alchemy» (Το Τέλος της Αλχημείας), η αποτυχία ορισμένων χωρών μελών να παραμείνουν ανταγωνιστικές κατά την πρώτη σχεδόν δεκαετία της ύπαρξής της, σημαίνει ότι η ευρωζώνη σήμερα πρέπει να επιλέξει έναν –ή κάποιον συνδυασμό– από τους τέσσερις διαφορετικούς δρόμους που ανοίγονται μπροστά της.
Πρώτον, να διατηρήσει την υψηλή ανεργία στις περιφερειακές χώρες του Νότου έως ότου οι μισθοί και οι τιμές πέσουν αρκετά ώστε να αποκαταστήσουν την χαμένη ανταγωνιστικότητα. Δεύτερον, να περάσει την Γερμανία και άλλες χώρες με πλεόνασμα σε μία περίοδο υψηλού πληθωρισμού, συγκρατώντας ταυτόχρονα τους μισθούς και τις τιμές στην περιφέρεια. Τρίτον, να αποδεχθεί επ’ αόριστον την ανάγκη μεταφοράς πόρων από τις χώρες του Βορρά προς τις χώρες του Νότου, για την χρηματοδότηση των εμπορικών ελλειμμάτων που θα προέκυπταν εάν οι τελευταίες επέστρεφαν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Τέταρτον, η ευρωζώνη θα διαλυθεί.
Όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τέτοιες δυσάρεστες επιλογές, οι ηγέτες της Ευρώπης αντιδρούν λέγοντας: «Δεν μάς αρέσει καμμία». Έχουν έτσι υιοθετήσει μία στρατηγική να τα βγάζουν πέρα όπως-όπως και να ελπίζουν ότι θα εμφανιστεί κάτι στον ορίζοντα το οποίο θα λύσει το πρόβλημα. Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη σημαντική ευρωπαϊκή χώρα που έζησε μία ύφεση ακόμη μεγαλύτερη από την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Οι πολιτικές που υπαγορεύθηκαν από τις Βρυξέλλες και την Φρανκφούρτη, και υποστηρίχθηκαν από τους πολιτικούς ιθύνοντες στην Ουάσινγκτον, έχουν επιβάλει τεράστια κόστη στους πολίτες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Νέα πολιτικά κόμματα, άφθαρτα από τις αποτυχημένες ενέργειες της πολιτικής ελίτ, ξεπετάγονται σε ολόκληρη την Ευρώπη και κερδίζουν ψήφους.
Το να βάλει κανείς την άμαξα μπροστά από το άλογο –να δημιουργήσει μία νομισματική ένωση πριν από μία πολιτική ένωση– έχει κάνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να εκφράζει όλο και πιο ανοικτά τις απόψεις της ως προς την ανάγκη «ολοκλήρωσης του αρχιτεκτονήματος» της νομισματικής ένωσης μέσω του άμεσου ορισμού ενός υπουργού Οικονομικών για ολόκληρη την ευρωζώνη. Η δυνατότητα ενός τέτοιου νέου υπουργείου να πραγματοποιεί μεταφορές πόρων μεταξύ των χωρών μελών της νομισματικής ένωσης θα μείωνε τις πιέσεις που υφίσταται η ΕΚΤ προκειμένου να βρει νέους τρόπους για να αποφύγει την διάλυση της νομισματικής ένωσης. Δεν υπάρχει, όμως, δημοκρατική εντολή για ένα νέο υπουργείο που θα πραγματοποιεί τέτοιες μεταφορές πόρων, ή για μία πολιτική ένωση.
Οι ψηφοφόροι δεν θέλουν τίποτα από τα δύο.Η επιβολή μίας βεβιασμένης πολιτικής ένωσης θα βλάψει, παρά θα ωφελήσει, την σταθερότητα της Ευρώπης.
Αναλογιστείτε μόνον ένα παράδειγμα: Η Γερμανία έκανε μία εξαιρετική θυσία όταν επέτρεψε να προχωρήσει η νομισματική ένωση. Θυσίασε το πιο επιτυχημένο επίτευγμα μίας νέας και δημοκρατικής μεταπολεμικής Γερμανίας –το γερμανικό μάρκο– πιστεύοντας ότι, συνδεόμενη με την Ευρώπη μέσω μίας νομισματικής ένωσης, θα απομάκρυνε τους φόβους για ένα υπερβολικά ισχυρό γερμανικό κράτος. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Τα εχθρικά αισθήματα προς την Γερμανία, που προέρχονται από χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, είναι τώρα πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι υπήρξαν οποιαδήποτε στιγμή από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά.
Η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση θα συνεχίσει να βρίσκεται σε κρίση και δεν θα μπορέσει να την επιλύσει χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση είτε με τις υπερεθνικές φιλοδοξίες της ΕΕ, είτε με την δημοκρατική φύση των κυρίαρχων εθνικών κυβερνήσεων. Κάποια από τις δύο αυτές πλευρές θα χρειαστεί να υποχωρήσει. Σε τελική ανάλυση, η επιλογή είτε της επιστροφής σε εθνικά νομίσματα είτε της απόλυτης και απότομης μεταφοράς της πολιτικής εξουσίας σε μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα είναι δύσκολο να αποφευχθεί. Είναι, επομένως, σαφές το γιατί στην Βρεταννία δεν στηρίζεται πολιτικά η εγκατάλειψη της στερλίνας και η συμμετοχή στο εγχείρημα του ευρώ.
Εντός Ευρώπης, λοιπόν, αλλά εκτός ευρωζώνης –τί σημαίνει αυτή η κατάσταση για την Βρεταννία και την Ευρώπη; Η ΕΕ αντιμετωπίζει δύο υπαρξιακές προκλήσεις. Πρώτον, την αποτυχία να δημιουργήσει μία βιώσιμη οικονομική βάση για το ενιαίο νόμισμα. Δεύτερον, το μέγεθος της μετανάστευσης, είτε προσφύγων είτε οικονομικών μεταναστών, προς την ΕΕ δια μέσου των συνόρων της. Το πρώτο απειλεί να υπονομεύσει την νομισματική ένωση. Και το δεύτερο απειλεί να υπονομεύσει τις δεσμεύσεις περί ελεύθερης μετακίνησης των ατόμων εντός της ΕΕ και την Ζώνη Σένγκεν στην οποία ανήκουν κάποια κράτη μέλη της. Η Συνθήκη Σένγκεν ήταν ένας αξιέπαινος στόχος σε παλαιότερες εποχές, όμως είναι σχεδόν αδύνατο να διατηρηθεί, καθώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία εισροή εκατομμυρίων ανθρώπων που προσπαθούν να μπουν στην Ευρώπη.
Ποια είναι, επομένως, η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου σε μία Ευρώπη που αντιμετωπίζει τέτοιες υπαρξιακές προκλήσεις; Στο παρελθόν, στόχος της Βρεταννίας ήταν να αναπτύξει το εμπόριο και την σύνδεσή της με ολόκληρο τον κόσμο και να εμποδίσει την ανάδυση μίας κυρίαρχης δύναμης στην ήπειρο. Όπως έγραφε ο Χένρι Κίσσινγκερ εξήντα πέντε χρόνια πριν, «ο παραδοσιακός ρόλος μίας νησιωτικής δύναμης απέναντι σε μία χερσαία μάζα [είναι] να αποτρέψει την ενοποίηση της ηπείρου αυτής κάτω από μία ενιαία διοίκηση». Και όμως, η μία μετά την άλλη, οι βρεταννικές κυβερνήσεις δείχνουν να συμφωνούν με την προσπάθεια μίας πολιτικής και γραφειοκρατικής ελίτ να συγκεντρώσει τον έλεγχο της Ευρώπης σε ένα ενιαίο διοικητικό σχήμα, με δικαιολογία τον στόχο μίας «ακόμα στενότερης ένωσης». Και ενώ έχουν επιλέξει να μην συμμετάσχουν σε μία τέτοια διαδικασία, έχουν κάνει ελάχιστα για να την αποτρέψουν.
Είναι επομένως αφελές να πιστεύουμε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να παίξει ηγετικό ρόλο στο ζήτημα της επίλυσης των δύο υπαρξιακών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη. Παρά την κοινή μας ιστορία, τον πολιτισμό και τις αξίες που μοιραζόμαστε, θα ήταν ένδειξη θράσους από μία χώρα που επέλεξε να μην ενταχθεί ούτε στο ευρώ ούτε στην Ζώνη Σένγκεν να υποδεικνύει στους Ευρωπαίους εταίρους της τί πρέπει να κάνουν.
Όλα τα άλλα μεγάλα μέλη της ΕΕ ανήκουν τόσο στο ευρώ όσο και στην Ζώνη Σένγκεν. Η Βρεταννία δεν θέλει να ανήκει σε μια τέτοια ομάδα. Γιατί να θέλετε να ανήκετε σε έναν όμιλο αντισφαίρισης αν δεν παίζετε τέννις –και, μάλιστα, αντιπαθείτε σφόδρα το άθλημα; Μόνο και μόνο για να συμμετέχετε μία φορά τον μήνα σε ένα παιχνίδι μπριτζ με τα μέλη του συλλόγου; Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα στην σχέση της Βρεταννίας με τα άλλα μέλη της ΕΕ.
Μέσα ή έξω από την ΕΕ, η Βρεταννία έχει να κάνει μία δύσκολη επιλογή. Την συμφέρει άραγε μακροπρόθεσμα να συναινέσει στην δημιουργία μίας πολιτικής ένωσης στην Ευρώπη, ερχόμενη σε αντίθεση με τον παραδοσιακό ρόλο μιας νησιωτικής δύναμης; Είναι άραγε σώφρον να αφήνει τους αντιπολιτευτικούς χειρισμούς της ως προς αυτό το σχέδιο στα χέρια εξτρεμιστικών πολιτικών κομμάτων σε ολόκληρη την ήπειρο και πιθανώς, στο μέλλον, και μέσα στο ίδιο της το κράτος;
Όπως έχουν τα πράγματα, η μεγάλη πορεία προς την πολιτική ένωση την οποία επιθυμεί η πολιτική ελίτ που κυβερνά την ΕΕ έχει λίγες πιθανότητες να φτάσει σε έναν δημοκρατικό προορισμό. Εκείνοι που στηλιτεύουν τον εθνικισμό, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η προσπάθεια μίας ελίτ να επιβάλει σε εκλογικά σώματα που δεν το επιθυμούν, την πολιτική ένωση όπως και την ελεύθερη μετακίνηση των ατόμων, αποτελεί σήμερα την βασική αιτία δημιουργίας των ακραίων εθνικιστικών αισθημάτων τα οποία αποκηρύσσουν. Ο,τιδήποτε αποφασίσουν να κάνουν σχετικά με την Ευρώπη τα εγγόνια μας και οι απόγονοί τους, θα πρέπει να βασίζεται σε μία δημοκρατικά νομιμοποιημένη διαδικασία, έτσι ώστε να αποφύγουμε να ξαναδημιουργήσουμε εκείνες τις διαχωριστικές γραμμές που η αρχική ιδέα των αρχιτεκτόνων της μεταπολεμικής Ευρώπης είχε δικαιωματικά πασχίσει να επιτύχει.
Οι Αμερικανοί πρέπει να ξυπνήσουν από το ιδεολογικό βόλεμά τους, ότι το υπερεθνικό κράτος είναι το μόνο εργαλείο για την εξασφάλιση ενός ειρηνικού και συνεργάσιμου ευρωπαϊκού εταίρου. Σε κάθε άκρη της Ευρώπης η νεότερη γενιά θέλει να ξεπεράσει το έθνος-κράτος, να σπάσει τους φραγμούς και να βρει νέους τρόπους να λύνει προβλήματα που εκτείνονται πέρα από τα εθνικά σύνορα. Και να για το κάνει αυτό, θα ανακαλύψει τρόπους που δεν έχουν ανάγκη από ξεπερασμένα στοιχεία που συγκροτούν την ταυτότητα μίας υπερεθνικής οντότητας, με δικό της εθνικό ύμνο, σημαία, κοινοβούλιο ή ακόμα και στρατό, όπως σήμερα σκέφτεται να δημιουργήσει.
Η πολιτική τάξη καλά θα κάνει να θυμηθεί τα λόγια του Κομφούκιου: «Τρία πράγματα είναι απαραίτητα για να κυβερνήσει κανείς: όπλα, τροφή και εμπιστοσύνη. Εάν ένας ηγέτης δεν μπορεί να διατηρήσει και τα τρία, θα πρέπει πρώτα να παραδώσει τα όπλα και έπειτα την τροφή. Η εμπιστοσύνη θα πρέπει να διαφυλαχθεί έως το τέλος: χωρίς εμπιστοσύνη δεν μπορούμε να υπάρξουμε».
Όχι μόνον στην Βρεταννία, αλλά και σε ολόκληρο τον βιομηχανικό κόσμο, το χάσμα ανάμεσα στην πολιτική τάξη και σε έναν μεγάλο αριθμό απογοητευμένων και δυσαρεστημένων ψηφοφόρων απειλεί την εμπιστοσύνη. Υπάρχουν φορές που η κυβερνώσα τάξη δείχνει να έχει χάσει την πίστη της στους πολίτες και οι πολίτες να έχουν χάσει την πίστη τους στην κυβέρνηση. Και οι δύο πλευρές μοιάζουν ανίκανες να καταλάβουν η μία την άλλη, όπως φαίνεται σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως, εκείνη η ήπειρος όπου η πρόκληση είναι μεγαλύτερη είναι η Ευρώπη. Εάν θα μπορούσε να προκύψει κάτι καλό από το βρεταννικό δημοψήφισμα, αυτό θα ήταν να υπάρξει εκ νέου η θέληση, όχι μόνον στην Βρεταννία αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, να εξαλειφθεί το χάσμα αυτό.
*Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας από το 2003 έως το 2013. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στα μηνιαία περιοδικά «The New York Review of Books» και «The Athens Review of Books» (σε μετάφραση της Αναστασίας Μωράκη)