Παραθέτουμε έτσι στην συνέχεια ένα άρθρο των κ.κ. Σόϊμπλε και Λάμμερς, το οποίο δημοσιεύθηκε στην γαλλική εφημερίδα Le Monde καθώς και στον γερμανικό Τύπο τον Μάρτιο 2014, πλην όμως διατηρεί όλη του την φρεσκάδα. Επισημαίνουμε ακόμα ότι παρεμφερείς απόψεις διατύπωσε προσφάτως και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. ντ’ Εσταίν, ο οποίος στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Europa, η τελευταία ευκαιρία για την Ευρώπη» κάνει λόγο για την δημιουργία μίας Ένωσης με κύριο πυρήνα τις έξι χώρες που ίδρυσαν την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και οι οποίες σήμερα είναι εξαιρετικά ομοιογενείς και άρα ικανές να αναλάβουν το εγχείρημα αναδιάρθρωσης και επανεκκίνησης της ΕΕ.
Γράφουν λοιπόν οι κ.κ.Σόϊμπλε και Λάμμερς στο προαναφερόμενο άρθρο τους: «Ιδανικά, η Ευρώπη θα ήταν μία πολιτική ένωση. Ως τέτοια, θα ήταν άριστα τοποθετημένη για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές εμποδίστηκαν ακόμη και από το 1954, όταν το γαλλικό κοινοβούλιο απέρριψε την Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα. Το αποτέλεσμα ήταν να ληφθεί η απόφαση για επικέντρωση στην οικονομική συνεργασία. Αυτή η πρωτοβουλία είχε νομιμοποίηση: οι λαοί της Ευρώπης δικαίως ανέμεναν βελτίωση της ευημερίας τους.
Έκτοτε, το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν μία διαδικασία στην οποία γίνονταν μόνον τα βήματα που ήταν εφικτά υπό τις συνθήκες της εποχής. Αυτή ήταν η κατάσταση και πριν 20 χρόνια, όταν προέκυψαν οι διαφωνίες για το εάν θα έπρεπε ή όχι να διευρυνθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όταν το 1994 δημοσιεύσαμε τις «Σκέψεις για την Ευρωπαϊκή Πολιτική» υποστηρίξαμε ότι η Ευρώπη χρειαζόταν πρώτα ένα Σύνταγμα. Κατά δεύτερον υποστηρίξαμε ότι, λόγω των διαφορετικών στόχων των κρατών μελών, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έπρεπε εφεξής να είναι ευέλικτη. Πειστήκαμε όμως ότι, στο πλαίσιο αυτής της ευελιξίας, η Ευρώπη χρειαζόταν έναν ισχυρό πυρήνα που θα πιέσει στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης.
Αυτό έγινε πραγματικότητα με την ίδρυση της νομισματικής ένωσης, το 1999. Είχε προηγηθεί μία τεράστια συζήτηση ως προς το τί έπρεπε να γίνει πρώτα: η πολιτική ή η νομισματική ένωση; Τότε είπαμε: Ας ξεκινήσουμε με την νομισματική ένωση και να ολοκληρώσουμε ένα Σύμφωνο σταθερότητας με κανόνες που θα πρέπει κάθε μέλος να ακολουθεί. Δυστυχώς, η Γερμανία και η Γαλλία υπονόμευσαν το Σύμφωνο το 2003, δίνοντας κακό παράδειγμα σε όλους τους άλλους. Όλοι γνωρίζουμε τί έγινε στην συνέχεια.
Σήμερα, μετά από τόσες προσπάθειες, βγαίνουμε από την κρίση βήμα-βήμα. Καθήκον μας τώρα είναι να συνεχίσουμε να προχωρούμε σε αυτόν τον δρόμο. Αυτό περιλαμβάνει την επικέντρωση στον «πυρήνα» της Ευρώπης, με όλη την σημασία της λέξης. Είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε σε αναθεώρηση των βασικών κανόνων της Ευρώπης και να διανείμουμε αρμοδιότητες σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπου η εξουσία ανατίθεται σε εθνικό επίπεδο όπου είναι εφικτό –όπως ακριβώς υποστηρίξαμε πριν 20 χρόνια. Σε αυτό το θέμα αναμένουμε συγκεκριμένες προτάσεις και από την Βρετανία.
Πιστεύουμε ότι η ΕΕ θα πρέπει να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένους τομείς: δίκαιη και ανοιχτή εσωτερική αγορά, το εμπόριο, τις νομισματικές και χρηματοοικονομικές αγορές, το κλίμα, το περιβάλλον και την ενέργεια, την εξωτερική και αμυντική πολιτική. Σε αυτούς τους τομείς μπορεί να επιτευχθεί βιώσιμη επιτυχία μόνον εάν τα κράτη μέλη ενεργούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Απαιτείται επίσης δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων και την ταυτόχρονη έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Εάν θέλουμε να παραμείνουμε ισχυροί και ανταγωνιστικοί, χρειαζόμαστε επαρκή αριθμό εξειδικευμένων εργαζομένων. Οι θεμελιώδεις ελευθερίες της ΕΕ θα μάς βοηθήσουν να πετύχουμε αυτό τον στόχο. Χρειάζεται να διατηρήσουμε την ελευθερία της εγκατάστασης –το δικαίωμα ανθρώπων και επιχειρήσεων να εργάζονται όπου επιθυμούν. Ακόμη και σε αυτό το σημείο, όμως, είναι ουσιώδες να θέσουμε τα σωστά κίνητρα, ώστε να αποτρέψουμε τον «τουρισμό επιδομάτων» και το κύμα μετανάστευσης που θα καθοδηγείται από την φτώχεια. Τα επίπεδα της οικονομικής ευημερίας ακόμη παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις εντός της Ευρώπης. Γι’ αυτό τον λόγο, σε ό,τι αφορά την νομοθεσία για την πρόσβαση στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει να βρούμε λύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο που να λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτές τις διαφορές.
Από την στιγμή που η ευθύνη για τα θέματα αυτά θα ανατεθεί εκεί που η αντιμετώπισή τους μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, κάθε κυβερνητική βαθμίδα –τοπική, εθνική ή διακρατική– θα πρέπει να έχει τις κατάλληλες νομοθετικές αρμοδιότητες και την εξουσία για να εφαρμόζει τους κανόνες.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τους θεμελιώδεις θεσμούς και τις διαδικασίες της ΕΕ. Αναλογιστείτε δύο προτάσεις. Γιατί να μην έχουμε έναν Ευρωπαίο Επίτροπο Προϋπολογισμού, που θα έχει την εξουσία να απορρίπτει τους εθνικούς προϋπολογισμούς εάν δεν ανταποκρίνονται στους κανόνες που συμφωνήσαμε από κοινού; Επίσης, υποστηρίζουμε ένα «κοινοβούλιο ευρωζώνης», που θα απαρτίζεται από τους βουλευτές των μελών της ευρωζώνης, ώστε να ενισχυθεί η δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων που επηρεάζουν την ζώνη του ενιαίου νομίσματος.
Παρόλα αυτά, τα περισσότερα κράτη μέλη είναι σήμερα απρόθυμα να μεταβιβάσουν περισσότερη εξουσία στην Ευρώπη. Και αυτό μάς φέρνει πίσω στις θερμές συζητήσεις που είχαμε για την ευρωπαϊκή πολιτική το 1954 και το 1994. Τότε, όπως και τώρα, το συμπέρασμά μας είναι το ίδιο. Πρέπει να συνεχίσουμε να προωθούμε το ευρωπαϊκό σχέδιο χρησιμοποιώντας τα ατελή και ελλιπή όργανα και θεσμούς που έχουμε σήμερα.
Για τον σκοπό αυτόν, οι προσπάθειές μας τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να επικεντρωθούν σε τομείς πολιτικής που είναι αποφασιστικοί για την ώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Αυτό σημαίνει εξασφάλιση υγιών δημοσιονομικών, διατήρηση της ρύθμισης των χρηματαγορών και μεταρρύθμιση στις αγορές εργασίας, εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς, ολοκλήρωση των διατλαντικών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και περιορισμό του επιβλαβούς φορολογικού ανταγωνισμού. Σημαίνει, επίσης, την οικοδόμηση ενεργειακής ένωσης και ψηφιακής ένωσης στην Ευρώπη.
Για να επιτευχθεί πρόοδος σε όλους αυτούς τους τομείς θα πρέπει να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την προσέγγιση που απέδειξε την ισχύ της από το 1994: να δημιουργηθούν πυρήνες συνεργασίας εντός της ΕΕ, που δίνουν την δυνατότητα σε μικρότερες ομάδες πρόθυμων κρατών μελών να προχωρήσουν».