Όπως δείχνει το παράδειγμα της Κίνας, κάθε χώρα πρέπει να επενδύει στη μελλοντική της ευημερία. Παρ’ όλα αυτά οι δασμοί και οι φορολογικές περικοπές δεν πρόκειται να φέρουν αυτό το αποτέλεσμα
Το μπαράζ των δασμολογικών αυξήσεων του Προέδρου Trump μπορεί να αποφέρει βραχυπρόθεσμα ανακούφιση στις κατεστραμμένες βιομηχανίες και τους εργάτες τους, αλλά η δέσμη μέτρων δεν αποτελεί μια λογική οικονομική πολιτική ακόμη και για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
του
Kevin P. Gallagher*
Μετάφραση: Μαρία Γαλανάκη
Το μπαράζ των δασμολογικών αυξήσεων του Προέδρου Trump μπορεί να αποφέρει βραχυπρόθεσμα ανακούφιση στις κατεστραμμένες βιομηχανίες και τους εργάτες τους, αλλά η δέσμη μέτρων δεν αποτελεί μια λογική οικονομική πολιτική ακόμη και για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατ’ 'αρχήν, παρόλο που αυτές οι κινήσεις είναι σημαντικές, τελικά το μόνο που θα καταφέρουν είναι να πιέσουν τους εργαζόμενους σε άλλους τομείς όπως τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις κατασκευαστικές που βασίζονται στον χάλυβα ως εισαγόμενο προϊόν, όπως συνέβη και το 2002, όταν ο Πρόεδρος Τζωρτζ Μπους έθεσε παρόμοιες αυξήσεις στους δασμούς.
Δεύτερον, η απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, των περιβαλλοντικών κανονισμών και της υγειονομικής περίθαλψης, καθιστούν τους Αμερικανούς λιγότερο σταθερούς αλλά και υγιείς.
Το τρίτο και σημαντικότερο, είναι ότι οι εμπορικές συμφωνίες δεν είναι αυτοσκοποί, αλλά εργαλεία για την υλοποίηση ευρύτερων στόχων οικονομικής πολιτικής.
Ειδικότερα, ο Trump δεν διαθέτει ένα σύνολο καινοτόμων πολιτικών, που χώρες όπως η Κίνα και η Γερμανία αναπτύσσουν, για την οικοδόμηση μίας ισχυρής βιομηχανίας. Αντί να επενδύσει στην Αμερική, προχώρησε σε σημαντικές φορολογικές περικοπές που μειώνουν τις επενδύσεις και θέτουν σε κίνδυνο την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, η μείωση των φόρων θα αυξήσει το έλλειμμα σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως το 2020.
Μαθαίνοντας από την Κίνα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να υιοθετήσουν στρατηγική παρόμοια με της Κίνας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Κίνα άρχισε να ενσωματώνεται περαιτέρω στην παγκόσμια οικονομία. Η στρατηγική της Κίνας ήταν να επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στις υποδομές, τη βιομηχανία και την καινοτομία στη χώρα. Το έπραξε για δεκαετίες για μεγαλύτερο από 40% του ετήσιου ΑΕΠ της.
Η Κίνα κατείχε επίσης τα ηνία στις χρηματοπιστωτικές αγορές για να εξασφαλίσει ότι τα χρήματα και οι επενδύσεις πήγαιναν σε βιομηχανίες που κάποια μέρα θα γίνονταν παγκοσμίως ανταγωνιστικές.
Όταν οι ΗΠΑ και άλλες πολυεθνικές εταιρείες συσπειρώθηκαν για να επενδύσουν στην Κίνα, αυτές οι επιχειρήσεις δέχτηκαν την προοπτική να αξιοποιήσουν την ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά της παγκόσμιας ιστορίας. Ως αντάλλαγμα ήταν πρόθυμες να ανταλλάξουν τεχνολογία και γνώση.
Παράλληλα με πολλές κοινοπραξίες, η Κίνα επένδυσε έντονα σε τεχνολογικά πάρκα, έρευνα και ανάπτυξη και εκπαίδευση μέσω του δημόσιου ταμείου και μιας σειράς εθνικών τραπεζών ανάπτυξης.
Ο πρώην οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Branko Milanovic, έχει δείξει ότι οι νικητές από τις διάφορες στρατηγικές παγκοσμιοποίησης ήταν η Κίνα και τα πλουσιότερα τμήματα του πληθυσμού στις Ηνωμένες Πολιτείες και του υπόλοιπου βιομηχανικού κόσμου. Οι χαμένοι ήταν σε γενικές γραμμές οι μεσαίες τάξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον βιομηχανικό κόσμο.
Το μέσο εισόδημα της Κίνας έχει μειωθεί κατά δέκα φορές τις τελευταίες δεκαετίες. Σήμερα, οι κινέζικοι μισθοί είναι υψηλότεροι απ’ ότι σε κάποιες περιοχές της Ευρώπης. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 1990, περισσότεροι από 750 εκατομμύρια άνθρωποι στην Κίνα ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (λιγότερα από 1,90 δολάρια την ημέρα), αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 70% του συνολικού πληθυσμού. Στις μέρες μας, μόνο το 1% των Κινέζων είναι εξαιρετικά φτωχό.
Η «στρατηγική» των ΗΠΑ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν την αντίθετη πορεία. Η στρατηγική των ΗΠΑ επρόκειτο σε μεγάλο βαθμό να “αποεπενδύσει” στις υποδομές και στη βιομηχανική καινοτομία, να απορρυθμίσει την χρηματοοικονομική, εργατική, κοινωνική και περιβαλλοντική προστασία για να μειώσει το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας και να καταστήσει τις πολυεθνικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ πιο ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο.
Για να ρίξουν αλάτι στην πληγή, οι Ηνωμένες Πολιτείες κλείδωσαν αυτές τις πολιτικές μέσα από μη ισορροπημένες εμπορικές συμφωνίες που επιτρέπουν στις ίδιες αυτές επιχειρήσεις να κυβερνούν την παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το συνολικό επίπεδο επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει μειωθεί από 25% του ΑΕΠ το 1980 σε 19% σήμερα. Σύμφωνα με το σχέδιο Hamilton, οι μισθοί για όλους στις ΗΠΑ, εκτός από το 1% των κορυφαίων μισθωτών, έχουν παραμείνει στάσιμοι ή μειώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Επιπλέον, η χώρα έχει χάσει την ανταγωνιστικότητά της σε βασικούς κλάδους οι οποίοι πληρώνουν καλά.
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθετούν αυτήν την ρηχή, εξαιρετικά μη στρατηγική προσέγγιση αλλαγής, η Κίνα μπαίνει σε ένα νέο κύκλο επενδύσεων και καινοτομιών. Ενώ ο Trump είναι αντίθετος, η Κίνα δέχεται την άβολη αλήθεια της κλιματικής αλλαγής, περιορίζει τη χρήση ορυκτών καυσίμων και επενδύει σε ανανεώσιμες τεχνολογίες που έχουν γίνει περιζήτητες σε όλο τον κόσμο.
Στο νέο του βιβλίο, “Can Democracy Survive Capitalism”, ο Robert Kuttner υπενθυμίζει ότι η Αμερική δεν πρέπει να μιμείται το πολιτικό σύστημα της Κίνας, αλλά να συνθέσει μια οικονομική στρατηγική για μακροπρόθεσμη ευημερία για όλους τους Αμερικανούς.
Στην πραγματικότητα, οι Αμερικάνοι εφηύραν τον τροχό με το New Deal που έθετε στενά περιθώρια στην οικονομική κερδοσκοπία, παρέχοντας υγειονομική περίθαλψη, επέτρεψε συλλογικές διαπραγματεύσεις έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να πάρουν το μερίδιό τους από τα κέρδη και δημιούργησαν ένα εμπορικό σύστημα που έδωσε προτεραιότητα στο παγκόσμιο εμπόριο επιτρέποντας ταυτόχρονα στα έθνη να αναπτύξουν πολιτικές για την απασχόληση και την ευημερία.
Με αυτή την έννοια, αυτό που χρειάζεται η οικονομία των ΗΠΑ είναι η επιστροφή σε αυτές τις πολύ λογικές κινήσεις. Δυστυχώς, και τα δύο πολιτικά κόμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει την αίσθηση του τι φέρνει την επιτυχία και τώρα ο πρόεδρος Trump κάνει μερικές από τις χειρότερες κινήσεις στην ιστορία.
Με γνώμονα την ιδεολογία, είναι αμείλικτες σε μία κοινή προσπάθεια να καταστρέψουν ένα μεγάλο μέρος αυτής της λογικής οικονομικής στρατηγικής που έθεσε τα θεμέλια της ευημερίας των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης