Χωρίς σε βάθος παραγωγικές μεταρρυθμίσεις, η χώρα, σε μία τριετια από την έξοδό της από τα μνημόνια, θα αποκλειστεί εκ νέου από τις αγορές.Τεραστιο προβλημα η διεθνης υπερχρεωση
Ο οικονομολόγος και πρόεδρος του Γαλλικού Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου κ. Φιλίπ Ντεσερτέν είναι κατηγορηματικός: «Το διεθνές χρέος και η παγκοσμιοποίησή του είναι σήμερα θανάσιμη απειλή για την διεθνή οικονομία, πέρα από την γεωπολιτική αστάθεια η οποία επίσης κερδίζει έδαφος. Και το χειρότερο στην περίπτωση αυτή είναι η υποκρισία πολλών κυβερνήσεων. Οι ιθύνοντες πιστεύουν ότι με χίλια δυο τεχνάσματα μπορούν να γλυτώσουν. Πιστεύουν ότι τα βουνά των απαιτήσεων θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας.
του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο οικονομολόγος και πρόεδρος του Γαλλικού Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου κ. Φιλίπ Ντεσερτέν είναι κατηγορηματικός: «Το διεθνές χρέος και η παγκοσμιοποίησή του είναι σήμερα θανάσιμη απειλή για την διεθνή οικονομία, πέρα από την γεωπολιτική αστάθεια η οποία επίσης κερδίζει έδαφος. Και το χειρότερο στην περίπτωση αυτή είναι η υποκρισία πολλών κυβερνήσεων. Οι ιθύνοντες πιστεύουν ότι με χίλια δυο τεχνάσματα μπορούν να γλυτώσουν. Πιστεύουν ότι τα βουνά των απαιτήσεων θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας.
Αρνούνται έτσι να δουν την πραγματικότητα και ξεχνούν ότι η κακή διαχείριση του χρέους καταστρέφει πάντα και τους δανειστές και τους οφειλέτες. Η κατάσταση είναι εκρηκτική και η ανάπτυξη στην Δύση είναι υποτονική. Δεν επιτρέπει δηλαδή την παραγωγή πλούτου ικανού να υπερκαλύπτει τα χρέη», μάς είπε σε διαδικτυακή επαφή που είχαμε μαζί του.
Όντως, η πραγματικότητα των αριθμών δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Δέκα χρόνια από τότε που άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση με τα στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης στις ΗΠΑ, το παγκόσμιο χρέος αντί να μειώνεται πάει προς τα πάνω.
Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνουν διεθνείς οργανισμοί, το χρέος από το 2007 έως σήμερα, σε παγκόσμια κλίμακα, αυξήθηκε κατά 61 τρισεκατομμύρια δολλάρια, δηλαδή παρουσιάζει ετήσιο ρυθμό ανόδου 5,2%. Δεν πρόκειται για ποσοστό δραματικά χαμηλότερο από το 7,3% τον χρόνο που ήταν ο ρυθμός αύξησης του χρέους την περίοδο 2000-2007, η οποία είχε ευρύτερα θεωρηθεί φάση πιστωτικής απογείωσης.
Αν κανείς εξαιρέσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, διαπιστώνει ότι ούτε μία οικονομία δεν κατόρθωσε να περιορίσει τον λόγο χρέους/ΑΕΠ της: υπάρχουν μάλιστα 14 χώρες όπου ο λόγος αυτός αυξήθηκε κατά περισσότερες από 50 ποσοστιαίες μονάδες (Σιγκαπούρη, Κίνα, Σουηδία, Γαλλία, Ολλανδία, Φινλανδία, Ιαπωνία).
Από την άλλη πλευρά, ένα σημαντικό πρόβλημα που υπάρχει στην σημερινή συγκυρία είναι ότι μεγάλο μέρος των χρεών αυτών βρίσκεται εγγυημένο με βάση ακίνητα, οι τιμές των οποίων σε αρκετές περιπτώσεις ακολουθούν πτωτική πορεία. Χάνουν, συνεπώς, τόσον οι πιστωτές όσο και οι δανειζόμενοι.
Στο πλαίσιο αυτό, έρευνα της McKinsey βρήκε ότι υπάρχει ισχυρός συσχετισμός ανάμεσα στο χρέος των νοικοκυριών κα τις τιμές των κατοικιών, τόσο στις διάφορες χώρες όσο και στις επιμέρους Πολιτείες των ΗΠΑ που καλύπτει η μελέτη. Διαπίστωσε επίσης ότι σε εκείνες τις χώρες όπου το βάρος μίας πόλης είναι κυρίαρχο (όπως είναι του Λονδίνου στην Μεγάλη Βρεταννία) παρατηρούνται υψηλότερες τιμές, αλλά και μεγαλύτερο χρέος. Σε επτά χώρες, σύμφωνα με την McKinsey, συνεχίζει να υπάρχει ευαισθησία σε ενδεχόμενη κατάρρευση του τομέα των κατοικιών: Αυστραλία, Καναδάς, Μαλαισία, Ολλανδία, Νότιος Κορέα, Σουηδία και Ταϋλάνδη.
Ένα δεύτερο πρόβλημα με τα υψηλά επίπεδα του χρέους είναι ότι απαιτούν την τακτική αναχρηματοδότησή του. Δέκα χώρες εμφανίζουν λόγο χρέους/ΑΕΠ πάνω από 300%. Αν η μέση διάρκεια του χρέους είναι 5 χρόνια, τότε το 60% του ΑΕΠ παρόμοιων χωρών χρειάζεται αναχρηματοδότηση κάθε χρόνο. Αν οι πιστωτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους στην δυνατότητα ή την προθυμία των οφειλετών να αποπληρώσουν ένα τέτοιο βάρος, τότε μπορεί εύκολα να εκδηλωθεί κρίση. Η απουσία απομόχλευσης μετά την εκδήλωση της κρίσης δείχνει το μέγεθος της δυσκολίας να εξαλειφθεί το μεγάλο βάρος του χρέους.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της συγκυρίας, οι υπεύθυνοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το ελληνικό πρόγραμμα δηλώνουν ανεπισήμως ότι, αν η Ελλάδα δεν προχωρήσει ταχύτατα σε παραγωγικές μεταρρυθμίσεις, το 2022 θα βρεθεί εκ νέου με την πλάτη στον τοίχο στις διεθνείς αγορές.
Και το ερώτημά μας είναι: Φροντίζει κανείς στην χώρα, στο επίπεδο των αποφάσεων, να δει λίγο πιο μακριά από την μύτη του;…Ασχολείται κανείς με το κολοσσιαίο παραγωγικό έλλειμμα και τις δραματικές επιπτώσεις του στο ισοζύγιο πληρωμών. Έχουμε πάρει χαμπάρι ότι με το να πουλάμε ο ένας στον άλλο εισαγόμενα είδη και σουβλάκια πλούτος δεν παράγεται; Αντί λοιπόν κάποιοι να μας ζαλίζουν τ ‘αυτιά με αερολογίες και γελοίες νουθεσίες ας μας πουν με ποια παραγωγή η χώρα θα μπορέσει να βγει από την παγίδα της υπερχρέωσης. Μήπως με εξ ‘ουρανού δανεικά;