Γιατί στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ το οργανωμένο έγκλημα, όταν αυτό συνέβη στη γειτονική μας Ιταλία για παράδειγμα
Σήμερα, η θεωρητι8κή ένδεια της δημόσιας σφαίρας συνοδεύεται από την εξασθένηση της καλλιτεχνικής έκφρασης. Στη σχεδόν δεκαετή κρίση, ελάχιστα τραγούδια γράφτηκαν που να αντλούν τη θεματική τους από αυτήν, όπως έκανε το λαικό τραγούδι τη δεκαετία του 1960 με τη μετανάστευση ή την κοινωνική ανισότητα. Ελάχιστες ελληνικές τηλεοπτικές σειρές ή κινηματογραφικές ταινίες περιγράφουν το άγχος της ανεργίας, τις επιπτώσεις της κρίσης στην καθημερινή ζωή της οικογένειας ή την αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των γενεών.
Του
Θεοφάνη Τάση*
Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα ορισμένες όψεις της σημερινής Ελλάδα, προτείνω ως αφετηρία την υπόθεση ότι τραύματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας όπως η Μικρασιάτικη Καταστροφή, ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος και η Χούντα επουλώθηκαν κακώς, διότι δεν αποτέλεσαν παρά μόνο αποσπασματικά αντικείμενο συστηματικού και νηφάλιου διαλόγου στη δημόσια σφαίρα.
Έτσι, μπορούμε να σκεφθούμε τη φιλόδοξη επιδίωξη της ευζωίας μέσω της υπερκατανάλωσης κατά τη δεκαετία του 1990 ως ένα είδος εγχειρήματος επούλωσης στη βάση ενός τρόπου ζωής με δυσκολία στην εξισορρόπηση παθών και ορθού λόγου.
Στην οδύνη που εμπεριείχαν τα προαναφερθέντα ιστορικά τραύματα ελλόχευε πάντα ο κίνδυνος εκφυλισμού της δημοκρατίας σε θυμοκρατία με πυρηνικό πάθος τον φόβο, ο οποίος τίκτει μεν καχυποψία, φθόνο και οργή, σπανίως όμως στην Ελλάδα φυσική βία. Δεν συνιστά υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η ελληνική κοινωνία παρά τα τραύματά της εξακολουθεί να αποστρέφεται το αίμα.
Έτσι, από τα μέσα του δέκατου ενάτου αιώνα δεν αναπτύχθηκε σε αυτήν ένα οργανωμένο έγκλημα βασισμένο στην οικογένεια και στους δεσμούς αίματος όπως η Cosa Nostra, Camorra, η Ndragheta στην Ιταλία ή η ρωσική και η αλβανική μαφία.
Αντίστοιχα, υπήρξαν λίγες και περιορισμένης έκτασης αιματηρές κοινωνικές εξεγέρσεις συγκριτικά, για παράδειγμα με τη Γαλλία. Πιθανώς και για τους παραπάνω λόγους η ελληνική κοινωνία, συγκριτικά με τις βορειοευρωπαικές κοινωνίες, μοιάζει να μην απολαμβάνει το έγκλημα και τη θέα του αίματος στην τέχνη. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε μια Miss Marple, όπως την περιγράφει η Agatha Christie, σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη όπου οι κοινωνικοί δεσμοί είναι προσωποκεντρικοί.
Αυτή η αποστροφή προς το αίμα γίνεται αξιοσημείωτη αν συλλογιστούμε ότι μετά την επανάσταση του 1821 στην ελληνική κοινωνία επικράτησε το πρότυπο του πολεμιστή, δηλαδή του ήρωα, με κύρια αρετή την ανδρεία και όχι του εμπόρου, ο οποίος διακρίνεται από εργαλειακή ορθολογικότητα, άσχετα από το αν τόσο οι οπλαρχηγοί όσο και οι έμποροι συνεισέφεραν στην απελευθέρωση.
Έκτοτε, η πολιτική ασκείται κυρίως με όρους πολέμου, δηλαδή θεωρώντας τον αντίπαλο ως εχθρό, χαράσσοντας κόκκινες γραμμές και στιγματίζοντας τη συναίνεση και το συμβιβάζεσθαι ως προδοσία, εξαίροντας την αντίσταση και την άρνηση αντί της παραγωγής πραγματιστικών λύσεων, αντιμετωπίζοντας τους πολιτικούς αρχηγούς ως ήρωες ή σωτήρες.
Ο διάλογος μετατρέπεται σε μάχη όπου κυριαρχούν φωνασκίες και συνθήματα με στόχο την εμψύχωση του φρονήματος αντί της νηφάλιες ανταλλαγής επιχειρημάτων, με αποτέλεσμα η δημοκρατία να εκφυλίζεται σε θυμοκρατία.
Η προαναφερθείσα απαξίωση του εμπόρου και η αρνητική σημασιοδότηση της εμπορικής δραστηριότητας στην ηπειρωτική Ελλάδα διαπιστώνεται επίσης στην παρουσίαση των πλουσίων στον ελληνικό κινηματογράφο της περιόδου 1950-1970. Στις ταινίες αυτών των δεκαετιών οι πλούσιοι παρουσιάζονται, ως επί το πλείστον, ως διεφθαρμένοι, φαύλοι, οκνηροί και μοχθηροί. Οι οικογενειακή δεσμοί τους είναι εκφυλισμένοι, ενώ οι φιλίες τους στηρίζονται στην κολακεία και το συμφέρον.
Αντιθέτως, οι φτωχοί παρουσιάζονται συνήθως ως τίμιοι, φιλαλήθεις, εργατικοί, αλληλέγγυοι, μεγαλόψυχοι, ειλικρινείς και γενναιόδωροι. Θυσιάζονται για την οικογένειά τους και είναι αφοσιωμένοι στους φίλους τους. Είναι περήφανοι για την καταγωγή και τις αξίες τους αδιαφορώντας για τον πλούτο. Περιφρονούν δίχως δεύτερη σκέψη ευκαιρίες για εύκολο πλουτισμό, οι οποίες δεν συνάδουν με τα πιστεύω τους.
Ο εύκολος πλουτισμός με τη μορφή της «αρπαχτής» παρουσιάζεται ως ιδεώδες και όσοι δεν τον επιδιώκουν αφήνοντας ευκαιρίες να χαθούν στηλιτεύονται ως κορόιδα. Πρότυπο γίνεται πλέον ο επιτήδειος αργόσχολος παρά ο φιλόπονος. Η επίδειξη του πλούτου δεν είναι πλέον απλώς αποδεκτή, αλλά συνεισφέρει στην περαιτέρω κοινωνική ανέλιξη. Επιπλέον, η αναγνωρησιμότητα καθαυτή καθίσταται σημαντικότερη από το κύρος του ονόματος που πηγάζει από την αξία και τη βιογραφική διαδρομή.
Όμως το πρότυπο του πολεμιστή δεν επικράτησε μόνον έναντι του προτύπου του εμπόρου αλλά και έναντι του διανοουμένου. Παρά την προσφορά της φαναριώτικης και όχι μόνο φυσικά διανόησης, το αίμα παρέμενε πάντα σημαντικότερο και ισχυρότερο της μελάνης στην ελληνική κοινωνία.
Αυτό δεν είχε ως συνέπεια μόνον την εν πολλοίς συχνά απαξιωτική θεώρηση των διανοουμένων ως «καλαμαράδων» αλλά επίσης την αδυναμία εγκαθίδρυσης μιας εύκρατης για την επούλωση των εθνικών τραυμάτων και τον αναστοχασμό περί της ελληνικής ταυτότητας δημόσιας σφαίρας.
Σήμερα, η θεωρητι8κή ένδεια της δημόσιας σφαίρας συνοδεύεται από την εξασθένηση της καλλιτεχνικής έκφρασης. Στη σχεδόν δεκαετή κρίση, ελάχιστα τραγούδια γράφτηκαν που να αντλούν τη θεματική τους από αυτήν, όπως έκανε το λαικό τραγούδι τη δεκαετία του 1960 με τη μετανάστευση ή την κοινωνική ανισότητα.
Ελάχιστες ελληνικές τηλεοπτικές σειρές ή κινηματογραφικές ταινίες περιγράφουν το άγχος της ανεργίας, τις επιπτώσεις της κρίσης στην καθημερινή ζωή της οικογένειας ή την αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των γενεών.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι αυτό συμβαίνει λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, όμως αρκεί να αναλογιστούμε το παράδειγμα της κατεστραμμένης από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο Ιταλίας. Όλα τα αριστουργήματα του ιταλικού νεορεαλισμού γυρίστηκαν τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου.
Άραγε ο Rosellini και ο de Sica διέθεταν περισσότερα υλικά μέσα από όσα διαθέτουν οι Έλληνες δημιουργοί σήμερα; Και γιατί γράφονται ελάχιστα διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα με θέμα την κρίση; Αυτή η αδυναμία αναστοχασμού της κρίσης στην καθημερινή ζωή της οικογένειας ή την αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των γενεών.
Θα μπορούσε να εντείνει κανείς ότι αυτό συμβαίνει λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, όμως αρκεί να αναλογιστούμε το παράδειγμα της κατεστραμμένης από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο Ιταλίας. Όλα τα αριστουργήματα του ιταλικού νεορεαλισμού γυρίστηκαν τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου.
Άραγε ο Rosellini και ο de Sica διέθεταν περισσότερα υλικά μέσα από όσα διαθέτουν οι Έλληνες δημιουργοί σήμερα; Και γιατί γράφονται ελάχιστα διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα με θέμα την κρίση; Αυτή η αδυναμία αναστοχασμού της κρίσης και καλλιτεχνικής έκφρασης της αποτελεί σήμερα τη σημαντικότερη διάσταση της, συνεισφέροντας στη δημιουργία ενός ακόμη ελληνικού τραύματος.
* Καθηγητής Σύγχρονης Φιλοσοφίας στο Alpen Adria Universitat