Πόσο τήρησαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τις προεκλογικές υποσχέσεις του 2015 ότι θα πολεμήσουν τη διαφθορά και τη διαπλοκή; Ιδού η απάντηση μέσα από τα «ελληνικά» αποτελέσματα πανευρωπαϊκής έρευνας με τη μέθοδο των δημοσκοπήσεων που παράγγειλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Σε όλους τους τομείς που εμπλέκεται το Δημόσιο η κατάσταση είναι χειρότερη ή πολύ χειρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στον μόνο τομέα που τα ποσοστά είναι μικρότερα από την Ευρώπη είναι ο τραπεζικός τομέας και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει τους τομείς με τη μεγαλύτερη απόκλιση.
Του
Αντώνη Παπακώστα*
Ενα από τα αφηγήματα που χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ στον προεκλογικό αγώνα του 2015 ήταν και η μάχη κατά της διαφθοράς και των διαπλεκομένων συμφερόντων.
Ποια όμως είναι η κατάσταση στον τομέα αυτόν μερικά χρόνια με διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Για να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις θα χρησιμοποιήσουμε τα αποτελέσματα πανευρωπαϊκής έρευνας που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη μέθοδο των δημοσκοπήσεων.
Θα προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα της έρευνας που έγινε το 2017 (SPECIAL EUROBΑROMETER 470) με αυτήν που έγινε το 2013 (SPECIAL EUROBAROMETER 397).
Στο ερώτημα αν είναι διαδεδομένη η διαφθορά στην χώρα μας, το σύνολο σχεδόν (96%) των πολιτών απάντησε θετικά στην έρευνα που έγινε το 2017. Το εντυπωσιακό αυτό αποτέλεσμα είναι το υψηλότερο στην ΕΕ δεδομένου ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 68%.
Ποσοστό μεγαλύτερο και από τη Βουλγαρία (83%) και τη Ρουμανία (80%) στις οποίες σημειωτέον υπάρχει ειδικό καθεστώς παρακολούθησης της διαφθοράς. Βέβαια στα θετικά είναι ότι υπάρχει μικρή βελτίωση γιατί το 2013 το 99% πίστευε ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη.
Τα ποσοστά αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα όχι μόνο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες όπου η διαφθορά είναι εν γένει σε πιο υψηλά επίπεδα από τις παραδοσιακές Δυτικές Χώρες.
Ο παρακάτω πίνακας δείχνει αυτά τα αποτελέσματα.
Πώς εξελίχθηκε ή μάλλον ποια είναι η εντύπωση των πολιτών για την εξέλιξη του φαινομένου τα τρία τελευταία χρόνια; Είναι αξιόλογο ότι παρά το συντριπτικό ποσοστό του 99% που εκφράζει μια καθολική πεποίθηση περί ύπαρξης διαφθοράς υπάρχει ωστόσο ένα ποσοστό 22% που πιστεύει ότι η διαφθορά εξελίχθηκε περαιτέρω.
Αν και οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις αναφέρονται στην αντίληψη που έχουμε για την κατάσταση και άρα είναι υποκειμενική και στηρίζεται περισσότερο στην περιρρέουσα αντίληψη η οποία έχει βάση την πραγματικότητα, δεν αντανακλά τελικά την πραγματικότητα. Η επόμενη ερώτηση έχει συγκεκριμένη βάση. Ήσασταν μάρτυρας μιας υπόθεσης διαφθοράς; Στην ερώτηση αυτή έχουμε αναπάντεχα υψηλό ποσοστό.
Σχεδόν το 10% ήταν μάρτυρας κάποιας διαφθοράς. Ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και μεγαλύτερο από στα ποσοστά των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Αυτό είναι ένα πραγματικό γεγονός. Και το ποσοστό αυτό είναι το ίδιο ακριβώς με αυτό που του 2013. Ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία διαφορά.
Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι το κατά πόσο ο πολίτης κατήγγειλε το περιστατικό διαφθοράς του οποίου υπήρξε μάρτυρας. Μόνο το 3% το κατήγγειλε όταν το αντίστοιχο ποσοστό στη Ευρώπη είναι 9% δηλαδή το τριπλάσιο. Οι δικαιολογίες είναι πολλές. Όμως είναι ξεκάθαρο πως χωρίς τη συμμετοχή του πολίτη δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική πρόοδος στην καταπολέμηση της διαφθοράς.
Και ο ρόλος της πολιτείας είναι ουσιαστικός ειδικά όσον αφορά στην ενημέρωση και στην εξιχνίαση αλλά και στην τιμωρία των ενόχων. Δεν αρκεί να υπάρχουν αυστηροί νόμοι, πρέπει να εφαρμόζονται το ίδιο αυστηρά. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας βέβαια. Στο θέμα της καταγγελίας ωστόσο οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες είναι πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει αυτά τα ποσοστά.
Η λεζάντα ΝΜΚ αντιστοιχεί στον Μέσο όρο των Νέων κρατών μελών, δηλαδή την Κύπρο, την Μάλτα και τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη.
Σε όλους τους τομείς που εμπλέκεται το Δημόσιο η κατάσταση είναι χειρότερη ή πολύ χειρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στον μόνο τομέα που τα ποσοστά είναι μικρότερα από την Ευρώπη είναι ο τραπεζικός τομέας και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει τους τομείς με τη μεγαλύτερη απόκλιση.
Εχει ενδιαφέρον ότι παρ΄όλες τις εξεταστικές επιτροπές και τα σκάνδαλα που προβάλλονται από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ η αντίληψη που έχει ο πολίτης είναι ότι δεν γίνεται απολύτως τίποτα. Το μόνο που επιτυγχάνει η σκανδαλολογία είναι η απαξίωση του Δημοσίου και της Πολιτικής γενικότερα.
Διπλό δηλαδή το κακό. Όχι μόνο δεν εξυγιαίνεται το Δημόσιο αλλά απαξιώνεται και η Πολιτική. Οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής για την υγεία για παράδειγμα διήρκεσαν σχεδόν 2 χρόνια. Τα αποτελέσματά της όχι μόνο δεν μείωσαν τη διαφθορά στον χώρο της υγείας αλλά ο πολίτης εξακολουθεί να πιστεύει ότι η διαφθορά εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά μεγάλη. Η διαπλοκή με τους οικονομικούς παράγοντες ήταν ένα άλλο κεντρικό σύνθημα της πολιτικής αντιπαράθεσης το 2015.
Να φύγει το παλιό, υπονοώντας ότι τα παλιό είναι διεφθαρμένο σε σχέση με το άφθαρτο καινούργιο. Το 90% των Ελλήνων πιστεύει ότι οι στενοί δεσμοί μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου και των πολιτικών είναι πηγή διαφθοράς. Το ποσοστό αυτό είναι ακριβώς το ίδιο και το 2013 και το 2017.
Καμία μείωση δεν παρατηρήθηκε (αύξηση είναι δύσκολο) παρόλο που ήταν κεντρικό σύνθημα του κυβερνώντος κόμματος. Δυστυχώς οι προθέσεις ήταν μάλλον ψηφοσυλλεκτικές παρά πραγματικές.
Το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς είναι τελείως ανύπαρκτο στην πραγματική εξυγίανση. Είναι ένα σύνθημα χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς που έχουν τραυματισθεί από τα μνημόνια δεν μπορεί να γίνει χωρίς εξυγίανση του Δημοσίου.
Οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν πολλά: από την ενημέρωση των πολιτών, τη δημιουργία συστημάτων καταγγελίας, γρήγορο έλεγχο και κυρίως γρήγορη απόδοση ευθυνών και κατ’ επέκταση γρήγορη απονομή δικαιοσύνης. Η τακτική που έχουν διαλέξει οι διάφορες κυβερνήσεις (και ιδίως η τελευταία) δηλαδή το δημόσιο λιντσάρισμα αθώων και ενόχων δεν βοηθά την κάθαρση.
Τα απολυταρχικά καθεστώτα βρήκαν την πόρτα ανοιχτή από τη διαφθορά. Κανένα καθεστώς δεν ήρθε στην εξουσία χωρίς να υπάρχουν είτε πραγματικά είτε πλασματικά σκάνδαλα.
* διδάκτωρ Πληροφορικής από το Πανεπιστήμιο Pierre et Marie Curie του Παρισιού. Εργάστηκε από το 1985 για την ΕΕ, σε διάφορες θέσεις ευθύνης. Από το 2000 έως το 2008 ήταν υπεύθυνος και για το Ευρωβαρόμετρο με το οποίο έκανε εκατοντάδες έρευνες