Παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, η χώρα βαδίζει με σταθερά βήματα προς την επόμενη δημοσιονομική κρίση της. Από τους χειρισμούς που θα κάνει, προληπτικούς και κατασταλτικούς, θα εξαρτηθεί και το Ευρωπαϊκό μέλλον της
Του
Αντώνη Κεφαλά
Παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, η χώρα βαδίζει με σταθερά βήματα προς την επόμενη δημοσιονομική κρίση της.
Από τους χειρισμούς που θα κάνει, προληπτικούς και κατασταλτικούς, θα εξαρτηθεί και το Ευρωπαϊκό μέλλον της.
Το παιγνίδι θα είναι αποκλειστικά στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη –διότι το κόμμα του, δυστυχώς, ελάχιστα διδάχτηκε από τις εμπειρίες του παρελθόντος. Αν καταφέρει να το σύρει, ενώ αυτό θα ουρλιάζει διαμαρτυρόμενο, στην μοντέρνα εποχή τότε για δεύτερη φορά μέσα σε 30 χρόνια ένας Μητσοτάκης θα έχει προσφέρει πολύτιμο χρόνο στην πατρίδα και στο κόμμα της Ν.Δ.
Που βρισκόμαστε σήμερα
Όχι για πρώτη φορά, ο τακτικισμός και η ιδεολογία του Τσίπρα συμβαδίζουν. Καταρχάς, ο Τσίπρας απέφυγε την σύγκρουση με την Ε.Ε. στο θέμα των συντάξεων διότι έδωσε ως αντάλλαγμα τις Πρέσπες. (Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι το ΚΚΕ είχε ήδη «χαρίσει» την Μακεδονία από την εποχή του Εμφυλίου.)
Ήταν μία ανταλλαγή με αμοιβαία και φανερά οφέλη. Τώρα, όμως, έρχεται η ώρα της αλήθειας. Άσχετα αν οι εκλογές γίνουν τον Μάη ή τον Οκτώβριο, ο ΣΥΡΙΖΑ βαδίζει πάνω σ’ έναν άξονα και έχοντας κατά νου δύο σενάρια:
Ο άξονας
Ο άξονας είναι παροχές χωρίς αύριο – που μεταφράζεται σε αθρόες προσλήψεις, αυξήσεις εργατικών αμοιβών (που θα αποκτήσουν νέα δυναμική με τις συλλογικές συμβάσεις), φορολογικές και ασφαλιστικές διευθετήσεις που θα φέρουν ανάσα σε εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και νέο νόμο Κατσέλη.
Ταυτόχρονα, διογκώνει τα χρέη των δημοσίων επιχειρήσεων, αποστερεί πόρους από τα ασφαλιστικά ταμεία, λιμοκτονεί το σύστημα υγείας, κρύβει ελλείμματα, λεηλατεί το πολιτικό κέντρο, ρίχνει λάσπη σε κάθε κατεύθυνση και, στο τέλος-τέλος, δεν θα διστάσει να έρθει σε σύγκρουση με την Ε.Ε., (καλομελέτα και έρχεται) προκειμένου να εξασφαλίσει είτε την νίκη ή, στην χειρότερη περίπτωση, μία απόλυτα αξιοπρεπή ήττα στις επερχόμενες εκλογές.
Η πολιτική αυτή σε συνδυασμό με την σχεδόν πλήρη αδιαφορία για την κατάσταση στην δικαιοσύνη (όπου κυριαρχούν οι λίγοι «δικοί του») και την άλωση των ανεξάρτητων αρχών (βλέπε Θάνου και Παπασπύρου και όχι μόνο) οδηγεί νομοτελειακά σε δημοσιονομική κρίση με κράτος απαξιωμένο και κοινωνία τόσο εξουθενωμένη ηθικά και οικονομικά που να διακατέχεται είτε από αδιαφορία, είτε από απόλυτο κυνισμό.
Στις ηλιακά νεότερες ομάδες, κυριαρχεί η βία και ο απολυταρχισμός.
Η συμπεριφορά αυτή οριοθετεί τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα συστημικό πλέον κόμμα, που αποδεικνύει πως ξέρει καλά να παίζει το παιγνίδι των πελατειακών σχέσεων.
Αυτό ήταν, όμως, αναμενόμενο, διότι η Σοβιετική αριστερά από την οποία κατάγεται ο Τσίπρας, αυτό ακριβώς γνωρίζει: την αιχμαλωσία του εκλογικού σώματος, την απαξίωση των θεσμών, την άλωση του κράτους και την εγκαθίδρυση του στην εξουσία. Η φράση «έχουμε την κυβέρνηση δεν έχουμε την εξουσία» τα λέει όλα.
Τα σενάρια
Αν καταφέρει να πάρει την νίκη, η κατάσταση αυτή δεν ενοχλεί τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Στόχος είναι η εξουσία. Αν η κοινωνία υποφέρει υπάρχουν πάντα οι αντίστοιχοι Παππάς, Σπίρτζης, Φλαμπουράρης, Πολλάκης, Χουλιαράκης, Βερναδάκης ( η επιλογή δεν είναι τυχαία) που αναλαμβάνουν να φέρουν τα πράγματα στα ίσα τους: να διασπάσουν την εργοδοτική τάξη, να κρατήσουν οικονομικά όμηρο την τοπική αυτοδιοίκηση, να στριμώξουν τις τράπεζες, να χειραγωγήσουν τα ΜΜΕ κοκ.
Για ποιο λόγο, εξάλλου, στηρίζουν τον Μαδούρο με τόσο σθένος κυβέρνηση και κόμμα; Αυτό είναι κατά μία έννοια το μοντέλο τους. Τώρα δεν είναι η στιγμή να το αποκηρύξουν.
Αν χάσει, που είναι και το πιθανότερο, θα αφήσει στη Νέα Δημοκρατία κυριολεκτικά Καμένη Γη, προσβλέποντας σε μία «δεξιά παρένθεση». Για να την αντιμετωπίσει, η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να έχει βρει μία λύση στο θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και να υπάρξουν αρκετοί βουλευτές να στηρίξουν την κατάργηση της απλής αναλογικής.
Πέρα από αυτές τις δύο προϋποθέσεις που συνεπάγονται μακρόβια κυβέρνηση και πολιτική σταθερότητα, η Ν.Δ., θα πρέπει να δώσει λύσεις στα χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα. Και επειδή αυτά τα προβλήματα δεν λύνονται σε περιβάλλον φτώχειας και κοινωνικής απελπισίας, το πρώτο μέλημα της νέας κυβέρνησης οφείλει να είναι η οικονομία.
Το πρωτογενές πλεόνασμα και οι επενδύσεις
Το 2015 η Ε.Ε. τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια του Αντώνη Σαμαρά μην δίνοντας αυτά που δίκαια ζητούσε, επειδή είχε εκτιμήσει την άνοδο του Τσίπρα στην εξουσία. «Αν τα είχαμε δώσει», υποστηρίζει με έμφαση ανώτατο στέλεχος της, «δεν θα είχαμε καμία δυνατότητα να επηρεάσουμε την πορεία και τις αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – με τους ιδεαλιστές του.» Σήμερα, μετά τις Πρέσπες, η Ε.Ε. είναι έτοιμη να βοηθήσει τον Μητσοτάκη.
Η αναφορά του Βέμπερ στην προοπτική μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος το αποδεικνύει. Θα πρέπει να είναι σαφές, όμως, ότι αυτό δεν θα δοθεί ως δώρο. Και το ερώτημα είναι «τι μπορεί να προσφέρει ο Μητσοτάκης;» Διότι το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα αποτελεί την «εγγύηση» προς τους δανειστές για την αποπληρωμή του χρέους.
Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη – απαιτεί τον σχεδιασμό μίας ολιστικής προσέγγισης σε δύο μεγάλα θέματα: τις επενδύσεις και το ασφαλιστικό.
Ως προς το ασφαλιστικό έχει δημιουργηθεί τέτοιο μπάχαλο που μόνο με ριζοσπαστικές λύσεις λύνεται. Χωρίς να είναι αυτή η μόνη διάσταση της λύσης η εισαγωγή του συστήματος των τριών πυλώνων (δημόσιος, επαγγελματικός-επιχειρηματικός και προσωπικός) είναι μία κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση.
Ως προς τις επενδύσεις, σήμερα, πολύ περισσότερο από ποτέ, η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να χρηματοδοτήσει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3%-4% που θα μας βάλουν σε τροχιά σύγκλισης, θα μειώσουν την ανεργία, όπως και το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (μέσω της αύξησης του παρονομαστή) και θα προσδώσουν νότα αισιοδοξίας στην κοινωνία –αν συνδυαστούν με την αναγκαία φορολογική ελάφρυνση.
Χωρίς την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων –της μορφής του greenfield investment και όχι μόνο χαρτοφυλακίου – ανάπτυξη στην Ελλάδα πάνω από 1%- 1,5% δεν πρόκειται να δούμε.
Η Ν.Δ. μπορεί να πετύχει την μείωση του πρωτογενούς με την δέσμευση ότι οι δημόσιες επενδύσεις δεν θα θυσιάζονται όπως σήμερα στον βωμό του ψεύτικης δημοσιονομικής επιτυχίας, αλλά θα υλοποιούνται στο ακέραιο-- όπως προβλέπει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα-- προσαυξημένες κατά το ποσό της μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Αν δηλαδή συμφωνηθεί μείωση από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,5%, με τα σημερινά δεδομένα αυτό θα σήμαινε επιπλέον αύξηση των δημοσίων επενδύσεων κατά 1,8 δις. δρχ.
Αλλά ούτε αυτό αρκεί –διότι όπως θα εξηγήσει κάθε σοβαρός επενδυτής η Ελλάδα είναι απαγορευτική σε δύο κρίσιμους τομείς την δικαιοσύνη και την γραφειοκρατία. Ως προς την δικαιοσύνη η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει από τη μία στιγμή στην άλλη.
Μπορεί, όμως, να δημιουργηθεί ένα σώμα «οικονομικών» δικαστών που με ταχύρρυθμη εκπαίδευση θα μάθουν να διαβάζουν σωστά έναν ισολογισμό, θα «φρεσκάρουν» τις γνώσεις στους στις αρχές του διοικητικού δικαίου και θα αναλαμβάνουν κατ’ αποκλειστικότητα την εκδίκαση των οικονομικών θεμάτων στον τομέα των επενδύσεων με αυστηρές χρονικές προδιαγραφές ως προς την έκδοση των αποφάσεων.
Ως προς την γραφειοκρατία – που ζει και βασιλεύει παρά τα one-stop-shop, τις ειδικές υπουργικές επιτροπές, τα fast track και όλες αυτές τις γελοιότητες – απαιτείται η ψήφιση μίας εκσυγχρονισμένης μορφής του νόμου 2687/1953 σε συνδυασμό με την ίδρυση μίας νέας διεύθυνσης επενδύσεων –έξω από τα κανάλια της δημόσιας υπηρεσίας – που θα θεωρεί πως η μη έγκαιρη απάντηση της δημόσιας διοίκησης σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 15 ημερών θα ερμηνεύεται ως συμφωνία.
Ταυτόχρονα, με ένα άρθρο σε ένα νόμο οι αποφάσεις του ΚΑΣ θα έχουν γνωμοδοτική και όχι δεσμευτική ισχύ.
Κανένας δεν ισχυρίζεται πως έτσι λύνονται όλα τα προβλήματα. Το μέλλον της χώρας εξαρτάται από το δημογραφικό και την παιδεία.
Άμεσα, όμως, εξαρτάται από την οικονομία και η οικονομία απαιτεί μία μορφή jump start—παράκαμψη της μίζας του αυτοκινήτου, ένωση των καλωδίων κάτω από τα ταμπλό και ξεκίνημα της μηχανής. Διαφορετικά δεν θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να υπάρξει ένα αξιοπρεπές μέλλον για τούτη την χώρα.