Δεν μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα σοσιαλδημοκρατική παράταξη, με στελέχη που προέρχονται από την κομμουνιστική αριστερά και τον κρατικοδίαιτο συνδικαλιστικό χώρο
Τα σοσιαλιστικά κόμματα, επομένως, αντίθετα από τα κομμουνιστικά και τα φασιστικά, που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν την εποχή του Μεσοπολέμου (1819-39) και που είχαν ως στόχο την πλήρη ανατροπή του κοινοβουλευτισμού, διαμόρφωσαν πολιτικά προγράμματα συμβατά με τη δημοκρατία, που επαγγέλλονταν το κράτος κοινωνικής πρόνοιας, τη μείωση των ανισοτήτων και τον εκσυγχρονισμό των θεσμών.
Του
Δημήτρη Δημητράκου*
Τι είναι η σοσιαλδημοκρατία; Το όνομα αυτό δόθηκε στις πολιτικές ήπιου σοσιαλισμού που επέλεξαν κόμματα της Αριστεράς στην Ευρώπη, σε αντίθεση με τα κομμουνιστικά κόμματα, που γεννήθηκαν αμέσως μετά τη Ρωσική Επανάσταση, και που επέλεξαν την απόλυτη ρήξη με τον καπιταλισμό και την «αστική» δημοκρατία.
Οι σοσιαλιστές παρέμειναν προσηλωμένοι στην ανάγκη διατήρησης του δημοκρατικού πλαισίου, της τήρησης νομιμότητας, και της εξασφάλισης της ενότητας της κοινωνίας. Ήταν και συνεχίζουν να είναι υπέρ της ανοιχτής κοινωνίας και στέκονται, ως εκ τούτου απέναντι στους εχθρούς της, ανεξάρτητα από το ιδεολογικό χρώμα που φέρουν οι τελευταίοι φασιστικό, κομμουνιστικό, θρησκευτικό, φονταμελιστικό ή άλλο ακόμα.
Τα σοσιαλιστικά κόμματα, επομένως, αντίθετα από τα κομμουνιστικά και τα φασιστικά, που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν την εποχή του Μεσοπολέμου (1819-39) και που είχαν ως στόχο την πλήρη ανατροπή του κοινοβουλευτισμού, διαμόρφωσαν πολιτικά προγράμματα συμβατά με τη δημοκρατία, που επαγγέλλονταν το κράτος κοινωνικής πρόνοιας, τη μείωση των ανισοτήτων και τον εκσυγχρονισμό των θεσμών.
Ήταν και είναι πολυσυλλεκτικά, δημοκρατικά κόμματα, που πιστεύουν στην κοινωνική πρόοδο μέσα από μεταρρυθμίσεις. Και αυτή τους η μεταρρυθμιστική επαγγελία, ο ρεφορμισμός τους, τα διαφοροποιεί από άλλα μορφώματα που επιδιώκουν μείζονες ανατροπές και που εδράζουν τη δύναμή τους στη βιαιότητα του διχαστικού τους λόγου.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι διχαστική ή τουλάχιστον δεν αποσκοπεί στον διχασμό, δεν τροφοδοτείται πολιτικά από αυτόν.
Ορισμένοι ριζοσπαστικοί σοσιαλιστές ενοχλούνται από τις ομοιότητες και συμπλεύσεις της σοσιαλδημοκρατίας με φιλελεύθερες πολιτικές, που είναι συνέπεια της ένταξης της στο «σύστημα», στην «κανονικότητα» της δημοκρατικής πολιτικής.
Αλλά ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι ενταγμένος σ’ αυτήν την κανονικότητα.
Επιπλέον, ακριβώς επειδή στην πολιτική του είναι μεταρρυθμιστικός, αντιλαμβάνεται ότι ελέγχεται και λογοδοτεί για ό,τι κάνει ή διακηρύσσει, δεν ξεφεύγει με ψέματα στην πολιτική του. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ξέρουν καλά ότι πρέπει να λογοδοτούν για αυτά που σχεδιάζουν και εκτελούν. Και βασίζονται, φυσικά, σε σωστή πληροφόρηση που παρέχουν οι επαΐοντες, οι γνώστες.
Η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση όλων των δημοκρατικών κομμάτων στην ανάγκη να προστατεύονται οι κοινωνικά αδύνατοι , να υπάρχει ένα κοινωνικό κράτος, να ελέγχεται ο δείκτης ανισοκατανομής.
Αυτό το πέτυχε συχνά με μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες με πρωταγωνιστή το κράτος. Όμως σε πολλά μέτωπα απέτυχε, κυρίως διότι βασίστηκε στον κρατισμό. Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η αδυναμία του κράτους να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, τραυμάτισε θανάσιμα την ήδη αποδυναμωμένη σοσιαλδημοκρατία, ενώ παράλληλα σηματοδότησε τη γένεση και την εξάπλωση του λαϊκισμού.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα εγγράφεται μέσα σ’ αυτό το γενικότερο φαινόμενο υποχώρησης, ακόμα και κατάρρευσης των σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Το κενό που δημιουργήθηκε καλύφθηκε από τους λαϊκιστές.
Γεγονός, όμως, είναι ότι ο λαϊκισμός βασίζεται σε πυροτεχνήματα και απομυθοποιείται έπειτα από ένα διάστημα. Μπορεί ένας φορέας λαϊκίστικης πολιτικής να αναπροσαρμοστεί και να μετατραπεί σε αξιόπιστη δημοκρατική πολιτική δύναμη; Κατά ορισμένες αναλύσεις, όχι μόνο μπορεί, αλλά αυτή είναι η πορεία που άφευκτα θα ακολουθήσει, διότι ορίζεται «νομοτελειακά» από τη λογική της κατάστασης.
Ορθά, πιστεύω, ότι επισημαίνεται η σημασία της λογικής της κατάστασης, που υπαγορεύει τις αποφάσεις που παίρνονται από τους ιθύνοντες. Με τη διαφορά ότι η λογική της κατάστασης δεν ορίζεται από μια εξελικτική «αναγκαιότητα» σοσιαλδημοκρατικοποίησης ενός κόμματος που δεν είναι ακόμη επαρκώς σοσιαλδημοκρατικό και που αναζητεί τον δρόμο του.
Η λογική της κατάστασης που υπαγορεύει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την αναζήτηση καταφυγίου σε κάποια μορφή «κόσμιας» σοσιαλιστικής παρουσίας είναι η αδυναμία εξεύρεσης συμμαχιών και η παταγώδης αποτυχία του στο να δώσει λύσεις σε πραγματικά προβλήματα.
Η απόπειρα μετάλλαξης του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είναι μια προσπάθεια τακτικής σύμπτυξης, όχι αποτέλεσμα «νομοτελειακής» εξέλιξης. Άλλωστε, αυτή η επιλογή δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τα ίδια του τα κομμουνιστογενή και κρατικοδίαιτα στελέχη του, τα οποία δεν εμπνέονται ούτε από τη σοσιαλδημοκρατία, ούτε από αρχές της ανοιχτής κοινωνίας.
Οι φίλοι της τελευταίας, οφείλουν να συμβάλλουν στη στρατηγική του ήττα. Θα είναι μια νίκη για τη δημοκρατία στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη.
* Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών