του Αθανάσιου Βαμβακίδη*
Καθώς οι κεντρικές τράπεζες τερματίζουν το QE και αρχίζουν να αυξάνουν τα επιτόκια, οι χώρες με υψηλό χρέος θα μπορούσαν να βρεθούν υπό πίεση. Τα επίπεδα του δημόσιου χρέους αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς η ανάπτυξη και τα έσοδα κατέρρευσαν και οι δαπάνες αυξήθηκαν. Αν και η ανάκαμψη συμβάλλει στη μείωση αυτού του χρέους, οι προβλέψεις μας δείχνουν ότι θα παραμείνει πολύ πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα στις περισσότερες περιπτώσεις.
Εστιάζοντας στην Ελλάδα, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ ήταν 147% το 2010, όταν η Ελλάδα ξεκίνησε το πρόγραμμα του ΔΝΤ, αυξήθηκε στο 190% μέχρι το 2018, κορυφώθηκε στο 211% όταν ξεκίνησε η πανδημία το 2020 και θα πέσει λίγο κάτω από το 200% αυτή τη χρονιά. Αν και το χρέος της Ιταλίας είναι χαμηλότερο, στο 155%, στην πραγματικότητα είναι πιο πάνω από το ελληνικό χρέος, όταν ξεκίνησε η ελληνική κρίση.
Ωστόσο, η περιφέρεια δανείστηκε με τα χαμηλότερα επιτόκια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, λόγω του QE της ΕΚΤ. Στις αρχές του 2021, η ελληνική απόδοση της πενταετίας ήταν στην πραγματικότητα αρνητική – τώρα έχει αυξηθεί στο 1,65%.
Ως έναν βαθμό, ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του χρέους. Ωστόσο, ο υψηλός πληθωρισμός οδηγεί επίσης σε υψηλά επιτόκια, καθιστώντας δυσκολότερη την εξυπηρέτηση του χρέους. Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός σε σύγκριση με τους εταίρους επιδεινώνει την ανταγωνιστικότητα. Και ο υψηλός πληθωρισμός λόγω αρνητικών κλυδωνισμών προσφοράς, όπως η πρόσφατη ενεργειακή κρίση, θα μπορούσε να αυξήσει το χρέος επιβραδύνοντας την οικονομία και προκαλώντας αύξηση των κρατικών δαπανών.
Η ΕΚΤ έχει επίγνωση αυτών των προκλήσεων και έχει δεσμευθεί να αντιμετωπίσει τους κινδύνους. Ωστόσο, αυτό δεν θα είναι εύκολο μετά το τέλος του QE. Η επανεπένδυση θα μπορούσε να βοηθήσει, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρή. Πράγματι, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα spreads της περιφέρειας διευρύνθηκαν φέτος. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό και να στηρίξει την περιφέρεια. Οι χώρες με υψηλό χρέος θα πρέπει να πληρώσουν ένα ασφάλιστρο κινδύνου. Σε περίπτωση ακραίου σεναρίου, μπορούν να υποβάλουν αίτηση για πρόγραμμα ΟΜΤ της ΕΚΤ, το οποίο θα επέτρεπε στην κεντρική Τράπεζα να αγοράσει τα ομόλογά τους υπό όρους.
Το πλεονέκτημα στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για το υπόλοιπο της δεκαετίας είναι πολύ χαμηλό και η διάρκεια του χρέους είναι πολύ μεγάλη. Η χώρα έχει σημαντικά αποθέματα μετρητών και θα λάβει τεράστια ποσά από το πρόγραμμα της ΕΕ «Next Generation» κατά τα επόμενα χρόνια. Από την άλλη πλευρά, τα ελληνικά επιτόκια παραμένουν ιδιαίτερα ευαίσθητα στις προσδοκίες της αγοράς για ομαλοποίηση της πολιτικής της ΕΚΤ και στην παγκόσμια διάθεση ανάληψης κινδύνου. ‘Οσο το ελληνικό χρέος είναι υψηλό τόσο η Ελλάδα θα παραμένει εκτεθειμένη στην αστάθεια της αγοράς. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη να αποφευχθεί ο εφησυχασμός και να εκμεταλλευθούμε τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη και τη χρηματοδότηση της ΕΕ για τη μείωση του επιπέδου του χρέους όσο το δυνατόν περισσότερο την υπόλοιπη δεκαετία.
*Managing Director, Global Head G10 FX Strategy, Bank of America
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr