*Σημαντικές στιγμές έζησε το Βέλγιο την Κυριακή 21 Ιουλίου, ημέρα της εθνικής του εορτής, στην διάρκεια της οποίας παραιτήθηκε του θρόνου του ο βασιλιάς Αλβέρτος Β’ και μία ώρα αργότερα ανέλαβε τα βασιλικά του καθήκοντά ο γυιος του Φίλιππος με βασίλισσα την σύζυγό του Ματθίλδη. Η όλη τελετουργική διαδικασία κράτησε τρεις ώρες περίπου και αναμεταδόθηκε ολόκληρη από το γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι TV5. Στο πλαίσιο αυτό, εντύπωση προκάλεσαν δύο γεγονότα. Πρώτον, η εκτενής αναφορά του παραιτηθέντος βασιλέα στην Ευρώπη και τις προοπτικές της και, δεύτερον, στην ανάκρουση του ευρωπαϊκού ύμνου μετά αυτήν του βελγικού –της περίφημης «Μπραμπασόν»– μετά την ορκωμοσία του νέου βασιλιά Φίλιππου στο βελγικό κοινοβούλιο. Εξάλλου, στην σχετική τελετή ο μοναδικός μη Βέλγος επίσημος παρών ήταν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Μπαρόζο, ο οποίος και δεν έκρυψε την ευχάριστη έκπληξή του για την βελγική πρωτοβουλία. Όπως μάς είπε κορυφαίος σχολιαστής των ευρωπαϊκών θεμάτων στην βελγική πρωτεύουσα, με την ενέργειά τους αυτή οι Βέλγοι θέλησαν να δείξουν πόση σημασία αποδίδουν στην ευρωπαϊκή ενότητα σε μία επικίνδυνη εποχή –όπου και στην ίδια τους την χώρα οι σειρήνες της διάσπασης και οι αντιευρωπαϊκές κραυγές επιδιώκουν περισσότερη ισχύ. Από την άλλη, η πρωτοβουλία αυτή στέλνει σαφές μήνυμα και στο ισχυρό φλαμανδικό αντιμοναρχικό κόμμα N-VA, που επιδιώκει επίσης και την αυτονόμηση της Φλάνδρας.
*Το ιδανικό της ευρωπαϊκής ενότητας θα δεχθεί έντονες πιέσεις στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014, ο οποίες ως γνωστό να ανοίξουν και τον δρόμο για την επιλογή των διαδόχων του προέδρου της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, όπως και του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπόϊ. Θα πρέπει να αναμένεται εκτίναξη της στήριξης για λαϊκιστικά, αντικαθεστωτικά και αντιευρωπαϊκά κόμματα. Στο άμεσο μέλλον, το πολιτικό κλίμα θα είναι δύσκολο για όσους τάσσονται υπέρ φιλόδοξων πρωτοβουλιών ολοκλήρωσης, όπως η τραπεζική ενοποίηση και ένα ενιαίο σχήμα ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων. Αυτό τονίστηκε τον προηγούμενο μήνα με την ολλανδική ανακοίνωση, που κήρυττε ότι η εποχή της «ακόμη μεγαλύτερης ένωσης» σε κάθε τομέα πολιτικής έχει τελειώσει. Ο ευάλωτος χαρακτήρας του κοινού σκοπού γίνεται εμφανής και στην ρητορική που χρησιμοποιήθηκε κατά τις επιθέσεις μεταξύ γαλλικής κυβέρνησης και Χ.Μ.Μπαρόζο τις τελευταίες εβδομάδες. Ο άνεμος δεν είναι ούριος. Θα χρειαστεί ισχυρό πνεύμα συλλογικής προσπάθειας για να υιοθετηθεί αυτό που ήδη σχηματίζεται ως ένας νέος γύρος οικονομικής στήριξης των κρατών που έχουν προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης.
Αυτές είναι οι εκτιμήσεις των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς και του ανταποκριτή τους στις Βρυξέλλες. Εκτιμήσεις που συμπίπτουν με αυτές της εταιρείας συμβουλών και προβλέψεων που ίδρυσε και διευθύνει ο γνωστός Αμερικανός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπίνι.
*Κορυφαίοι τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ αναγνωρίζουν ότι οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πρόβλημα ρευστότητας, εντούτοις πιστεύουν ότι η όποια ενίσχυσή τους στο επίπεδο αυτό κάθε άλλο παρά αναπτυξιακή θα είναι. Κατά την ΕΚΤ, οι ελληνικές επιχειρήσεις –με κάποιες εξαιρέσεις– είναι συντηρητικές, ελάχιστα καινοτόμες και τις όποιες ενισχύσεις τους για βελτίωση της ρευστότητάς τους δεν θα τις χρησιμοποιήσουν παραγωγικά. Απλώς θα βοηθηθούν να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση και να εξοφλήσουν επικίνδυνα για την βιωσιμότητά τους χρέη. Σε αυτόν τον συντηρητισμό των ελληνικών επιχειρήσεων (φαινόμενο το οποίο ισχύει βεβαίως και σε άλλες χώρες) αναφέρεται και ένα non paper της τρόϊκας, που είναι γνωστό στον υπουργό Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα, όπως και σε υπεύθυνους παράγοντες της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας.
ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ (22/7/2013)
Ο ανταποκριτής μας στις Βρυξέλλες Peter Kramer και ο σύμβουλος έκδοσης του EBR Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος, μαζί με ομάδα ευρωπαίων δημοσιογράφων, παρουσιάζουν, αναλύουν, σχολιάζουν την πίσω από τα φώτα της ράμπας ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Κορυφαίοι τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ενώ αναγνωρίζουν ότι οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν πρόβλημα ρευστότητας, εντούτοις πιστεύουν ότι η όποια ενίσχυσή τους στο επίπεδο αυτό κάθε άλλο παρά αναπτυξιακή θα είναι. Κατά την ΕΚΤ, οι ελληνικές επιχειρήσεις –με κάποιες εξαιρέσεις– είναι συντηρητικές, ελάχιστα καινοτόμες και τις όποιες ενισχύσεις τους για βελτίωση της ρευστότητάς τους δεν θα τις χρησιμοποιήσουν παραγωγικά. Απλώς θα βοηθηθούν να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση και να εξοφλήσουν επικίνδυνα για την βιωσιμότητά τους χρέη.