του Θεόδωρου Μπενάκη
Οι Βαλτικές Χώρες και τα Δυτικά Βαλκάνια είναι δύο γεωπολιτικές περιοχές με πολύ διαφορετικές παραδόσεις, οικονομίες και πολιτικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, η άνοδος των ριζοσπαστικών δεξιών λαϊκιστικών και ακροδεξιών κομμάτων και στις δύο περιοχές αποκάλυψε αρκετές ομοιότητες σχετικά με τις πολιτικές της ΕΕ, τη μετανάστευση, τις αντιλήψεις για την εθνική ταυτότητα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Το τελευταίο βιβλίο του Βασίλη Πετσίνη, «Cross-Regional Ethnopolitics in Central and Eastern Europe: Lessons from the Western Balkans and the Baltic States (Central and Eastern European Perspectives on International Relations)» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2022. Η μονογραφία αποτελεί μια συγκριτική και διασταυρούμενη περιφερειακή μελέτη για τη Λετονία και την Εσθονία, την Κροατία και τη Σερβία.
Η European Interest είχε την ευκαιρία να πάρει συνέντευξη από τον Βασίλη Πετσίνη για τους στόχους της μελέτης του. Ο συγγραφέας ασχολήθηκε με ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων σχετικά με τον εθνικισμό, τη δημιουργία ταυτότητας και την πολιτική των φύλων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Ο Βασίλης Πετσίνης είναι Ανώτερος Ερευνητής (Vanemteadur) στη Συγκριτική Πολιτική στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών Johan Skytte στο Πανεπιστήμιο του Tartu της Εσθονίας. Έχει ακαδημαϊκή εξειδίκευση στην Ευρωπαϊκή Πολιτική, τον Εθνικισμό, τον Λαϊκισμό, και τον Ευρωσκεπτικισμό, με έμφαση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
European Interest: Το τελευταίο σας βιβλίο εστιάζει σε δύο γεωπολιτικές περιοχές στην Ευρώπη όπου ο εθνικισμός, τα ακροδεξιά κόμματα και ακροδεξιές τάσεις και ο ευρωσκεπτικισμός εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εθνική πολιτική. Τα Δυτικά Βαλκάνια (Κροατία και Σερβία) και τα κράτη της Βαλτικής (Εσθονία και Λετονία). Ποιο ήταν το κίνητρο για αυτήν τη συγκριτική και διαπεριφερειακή μελέτη;
Βασίλης Πετσίνης: Πρωταρχικός στόχος ήταν να συμβάλει στον διαπεριφερειακό, θεωρητικό, διάλογο και να μετριάσει τα εμπόδια που υπάρχουν μεταξύ πολιτικών επιστημόνων και ειδικών που εργάζονται σε διάφορα μέρη της Ευρώπης στη χάραξη πολιτικής (στην περίπτωση αυτή στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και τις Βαλτικές χώρες). Από καθαρά ακαδημαϊκή άποψη, η διαπεριφερειακή εστίαση της τελευταίας μου μονογραφίας ελέγχει την εγκυρότητα και, ταυτόχρονα, ενημερώνει και αναβαθμίζει παλαιότερες θεωρητικές προσεγγίσεις για τη μελέτη της εθνοπολιτικής. Αυτό το εγχείρημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν ληφθούν υπόψη παλαιότερες εμπειρικές έρευνες στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τα κράτη της Βαλτικής (τις δεκαετίες 1990 και 2000) που παρείχαν μεγάλο μέρος του υλικού για τη διατύπωση αυτών των θεωρητικών μοντέλων.
Συγκρίνοντας διαφορετικά μετακομμουνιστικά περιβάλλοντα (δύο μετα-γιουγκοσλαβικά κράτη: Κροατία και Σερβία· δύο μετασοβιετικά κράτη: Εσθονία και Λετονία), αυτό το βιβλίο παρέχει νέες γνώσεις για την επίλυση συγκρούσεων και τη διαχείριση των εθνοτικών σχέσεων στα νέα και τα επίδοξα κράτη-μέλη της ΕΕ (π.χ. την Σερβία). Η διακρατική και διαπεριφερειακή εστίαση έχει επίσης μια πρακτική διάσταση: Μια συγκριτική προσέγγιση βοηθά τον αναγνώστη να εκτιμήσει τον βαθμό στον οποίο ορισμένα κράτη μπορούν να διδαχθούν από τις επιτυχίες ή/και τις ελλείψεις άλλων στον τομέα της αντιμετώπισης των εθνικών διαφορών. Αυτό, με τη σειρά του, θα συμβάλει σε νέες γνώσεις για την επεξεργασία εναλλακτικών μοντέλων για την κατανόηση της εθνοπολιτικής που προέρχεται από την πολυεθνική εμπειρία της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι οι ερευνητές της Ανατολικής Ευρώπης χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον «δυτικά» θεωρητικά μοντέλα για τη μελέτη της εθνοπολιτικής στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Τα ριζοσπαστικά λαϊκιστικά και ακροδεξιά κόμματα είναι σημαντικοί παίκτες στα κράτη της Βαλτικής. Κυρίως η Εθνική Συμμαχία στη Λετονία και το Συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα της Εσθονίας (EKRE). Αυτά τα κόμματα συμμετείχαν σε κυβερνήσεις συνασπισμού με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα στη Λετονία και ένα φιλελεύθερο κόμμα στην Εσθονία (2019-21). Ποιος είναι ο αντίκτυπός τους στην εθνική πολιτική σε ότι αφορά τις ευρωπαϊκές αξίες και την ασφάλεια;
Όσον αφορά τον ευρωσκεπτικισμό καθαυτό, τόσο το EKRE όσο και η Λετονική Εθνική Συμμαχία (ΝΑ) αμφισβητούν τη ρύθμιση ποσοστώσεων της ΕΕ για την ανακατανομή των προσφύγων από τη ΜΕΝΑ (2016 έως σήμερα). Ξεκινώντας από το EKRE, ο ευρωσκεπτικισμός του είναι τριμερής και αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία: κοινωνικο-πολιτισμικό (π.χ. αντίθεση με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τα δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ), οικολογικό/περιβαλλοντικό (κυρίως η αντίθεση του κόμματος στο χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ σχέδιο Rail Baltic – που φιλοδοξεί να συνδέσει τα κράτη της Βαλτικής με την Κεντρική Ευρώπη μέσω σιδηροδρόμων) και τον γεωπολιτικό ευρωσκεπτικισμό. Το είδος ευρωσκεπτικισμού που υποστηρίζεται από το NA είναι κατά κύριο λόγο γεωπολιτικό. Ο γεωπολιτικός ευρωσκεπτικισμός και των δύο μερών συνίστατο εδώ και καιρό στην αμοιβαία δυσαρέσκεια τους για τη συνεργασία της ΕΕ με τη Ρωσία σε ενεργειακά ζητήματα (ιδίως ο αγωγός Nord Stream II). Επιπλέον, τόσο το EKRE όσο και η NA παροτρύνουν την ΕΕ να ευθυγραμμιστεί σταθερά με το αμυντικό δόγμα του ΝΑΤΟ και να αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις «παράλληλες» δομές, όπως το σχέδιο της Ένωσης Ασφαλείας της ΕΕ.
Συνολικά, τα δύο μέρη εκφράζουν την προτίμησή τους για μια μονοπολική παγκόσμια τάξη πραγμάτων, όπου ένα κυρίαρχο ΝΑΤΟ προστατεύει την Εσθονία και τη Λετονία από οποιεσδήποτε απειλές ασφαλείας προέρχονται από τη Ρωσία. Σε όλα αυτά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο ευρωσκεπτικισμός της ΝΑ (τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και πολιτικής πρακτικής) είναι αρκετά πιο ήπιος σε σύγκριση με αυτόν του EKRE. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με το εσθονικό κόμμα, η NA δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα των κρατών-μελών της ΕΕ να αποχωρήσουν από την ΕΕ εάν το αποφασίσουν (π.χ. μέσω δημοψηφίσματος).
Στη Νότια περιφέρεια της ΕΕ, στα Δυτικά Βαλκάνια, η ακροδεξιά και ο λαϊκισμός είναι παρόντες στην κυβερνητική πολιτική, όπως και στη Σερβία. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του φαινομένου; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες απειλές για την περιοχή;
Από το 2016, το κυβερνών (ονομαστικά κεντροδεξιό, συντηρητικό) Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα/SNS κατάφερε να κυριαρχήσει σε ένα χώρο που εκτείνεται από τα όρια του φιλελεύθερου κέντρου μέχρι τη συντηρητική δεξιά. Ειδικά σε ό,τι αφορά τον δημόσιο τομέα και τους κρατικούς θεσμούς, το κόμμα έχει αποδειχτεί επιτυχημένο στη δημιουργία ενός δικτύου πανεθνικά εδραιωμένου στις πολιτικές πελατειακές σχέσεις. Αυτό το δίκτυο ενεργοποιήθηκε και κινητοποιήθηκε συστηματικά, πριν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (2020), μέσω SMS και τηλεφωνικών κλήσεων προς τους ψηφοφόρους του SNS. Επιπλέον, το SNS έχει εδραιώσει εδώ και καιρό τη θέση του ως η πιο δημοφιλής επιλογή μεταξύ των εκλογικών σωμάτων όπως οι συνταξιούχοι – μια παρατήρηση που έχει αξιοσημείωτη σημασία σε μια κοινωνία που γερνά ταχέως. Αντίθετα, το παλαιότερο ακροδεξιό κόμμα της Σερβίας (Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα/SRS) και άλλα μικρότερα κόμματα της ριζοσπαστικής και πιο εξτρεμιστικής δεξιάς (π.χ. Dveri, Srbska Akcija, Levijatan) δεν εκπροσωπούνται στο εθνικό κοινοβούλιο. Η κύρια απειλή στη Σερβία θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια πιθανή προσπάθεια του κυβερνώντος SNS και του προέδρου του Aleksandar Vucic να επωφεληθούν περαιτέρω από την υπεροχή τους στο πολιτικό φάσμα και να «αλώσουν» τους κρατικούς θεσμούς.
Εν τω μεταξύ, στην Κροατία, η λειτουργία μιας «δεξιάς παράταξης» εντός της κυβερνώσας (ονομαστικά κεντροδεξιάς, συντηρητικής) Κροατικής Δημοκρατικής Ένωσης/HDZ έδωσε τη δυνατότητα στο κόμμα να κερδίσει τις καρδιές και τα μυαλά των πιο εθνικιστικών και κοινωνικά συντηρητικών τμημάτων του εκλογικού σώματος – ειδικά σε περιοχές όπως η Δαλματία και η Σλαβονία. Ταυτόχρονα, τα παλαιότερα και πιο εξτρεμιστικά κόμματα της κροατικής ακροδεξιάς (το Κροατικό Κόμμα των Δικαιωμάτων/HSP, το Κροατικό Καθαρό Κόμμα των Δικαιωμάτων/HCSP και το Αυτόχθονο Κροατικό Κόμμα των Δικαιωμάτων/A-HSP) εμφανίζονται να βρίσκονται σε κατάσταση αταξίας με να έχουν αδύναμη εκλογική απήχηση και χαμηλή δυνατότητα κινητοποίησης. Ωστόσο, από τις βουλευτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου 2020, το εθνικό συντηρητικό Κίνημα Πατρίδας/DP εμφανίστηκε ως ένας τρομερός διεκδικητής στα δεξιά του HDZ με τη δυνατότητα να παραμερίσει επιπλέον τα πιο εξτρεμιστικά δεξιά κόμματα. Το DP συμμερίζεται αρκετές αρχές χάραξης πολιτικής με τη «δεξιά παράταξη» εντός του HDZ, ειδικά σε τομείς όπως τα ζητήματα μειονοτήτων, τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα, η άμβλωση και άλλα θέματα που σχετίζονται με το φύλο, τις σχέσεις μεταξύ εκκλησίας και κράτους, τη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης και την εφαρμογή αυστηρότερων διατάξεων «νόμου και τάξης» – σε συνδυασμό με την περιστασιακή επικοινωνία ήπιων ευρωσκεπτικιστικών απόψεων. Η συμμετοχή ενός αναζωογονημένου DP στα δεξιά του HDZ αποτελεί μια κρίσιμη πρόκληση για την υποτιθέμενη προσπάθεια του προέδρου του HDZ και πρωθυπουργού της Κροατίας Andrej Plenkovic να μετατοπίσει την επίσημη αφήγηση του κόμματος πιο σταθερά προς το κέντρο. Αυτό, με τη σειρά του, είναι πιθανό να αναπροσαρμόσει, σε διάφορους βαθμούς, την εσωκομματική ισορροπία μεταξύ των πιο φιλελεύθερων και των πιο συντηρητικών φατριών του HDZ.
Ωστόσο, η πολιτική των φύλων διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ακροδεξιά πολιτική και στις δύο γεωπολιτικές περιοχές. Στην περίπτωση της Βαλτικής, όπου τα ακροδεξιά κόμματα είναι ανοιχτά αντιφεμινιστικά, είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς αυτές οι σκανδιναβικές κοινωνίες εκφράζουν την υποστήριξή τους σε πολιτικές διάκρισης.
Το EKRE και η ΝΑ θεωρούν εδώ και καιρό τα δικαιώματα των εθνοτικών και σεξουαλικών μειονοτήτων ως «εξωτερικά επιβεβλημένα» από διεθνείς οργανισμούς (π.χ. ΟΗΕ) και υπερεθνικές οντότητες (π.χ. ΕΕ και Συμβούλιο της Ευρώπης). Ειδικότερα, σε ότι αφορά τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα, το τοπίο γίνεται πιο ασαφές επειδή, όπως σε πολλά άλλα μέρη της Ευρώπης, αυτό το σύνολο δικαιωμάτων θεωρείται επιπλέον ότι επιβάλλεται εξωτερικά από «πράκτορες του πολιτιστικού μαρξισμού» ή/και «την παγκόσμια ιδεολογία του φύλου».
Οι προγραμματικές θέσεις του EKRE στην Εσθονία και της NA στη Λετονία περιλαμβάνουν εκκλήσεις για θεσμική προστασία της πυρηνικής οικογένειας και του «παραδοσιακού» γάμου, καθώς και κρίσιμες θέσεις έναντι των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, του φεμινισμού, της πολιτικής ορθότητας, των «αριστερών τάσεων» και τις (αντιληπτές) κοινωνικοπολιτιστικές διαστάσεις της παγκοσμιοποίησης. Το EKRE ήταν αξιοσημείωτα πιο ενεργό από την NA στην προώθηση προτάσεων πολιτικής που σχετίζονται με θέματα φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού (π.χ. η δέσμευση του EKRE να καταργήσει τον Νόμο Συμβίωσης της Εσθονίας του 2016). Αυτή η διαφορά όσον αφορά τα πρότυπα χάραξης πολιτικής των δύο κομμάτων θα πρέπει να αναζητηθεί στη μεγαλύτερη απροθυμία των κοινοβουλευτικών ομάδων στη Λετονική Εθνοσυνέλευση (Saeima) να ψηφίσουν νόμο περί συμβίωσης. Αντίθετα, το εθνικό κοινοβούλιο της Εσθονίας (Riigikogu) ήταν το πρώτο νομοθετικό σώμα σε μια πρώην σοβιετική δημοκρατία που ψήφισε τέτοιο νόμο. Εδώ, θα προτιμούσα να μην επεκταθώ σε καμία σύγκριση με την κατάσταση των πραγμάτων στη γειτονική Φινλανδία ή/και Σουηδία, επειδή οι μεγαλύτερες ιδεολογικές τροχιές του φεμινισμού σε αυτές τις δύο κοινωνίες είναι διακριτές και ποιοτικά διαφορετικές από αυτές στην Εσθονία και/ή τη Λετονία.
Στην περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων, το ζήτημα του φύλου συνδέεται επίσης συχνά με την αντίθεση στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ. Μήπως επειδή αυτές οι κοινωνίες εξακολουθούν να είναι προσκολλημένες σε παλαιά στερεότυπα; Παίζει το θέμα κεντρικό ρόλο στις προεκλογικές εκστρατείες;
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις ευρύτερες συνέπειες της αντίθεσης στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ στην Κροατία, πρέπει να λάβουμε υπόψη τη συμφωνία μεταξύ του καθολικού κλήρου της Κροατίας και του πολιτικού κατεστημένου, όπως επίσης ορίζεται στη λεγόμενη «Σύμβαση του Βατικανού». Ως μέρος αυτής της ημι-επίσημης ρύθμισης, το κυβερνών HDZ έδωσε τη συγκατάθεσή του στο συνταγματικό δημοψήφισμα για την απαγόρευση των γάμων ομοφυλόφιλων (1 Δεκεμβρίου 2013) και εξακολουθεί να συγχωρεί την αντίθεση της Εκκλησίας στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018, η «δεξιά παράταξη» του HDZ επικεντρώθηκε στην αντίθεση με την επικύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του 2017 και των διατάξεών της για τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα. Πιο πρόσφατα, το Κίνημα Πατρίδας/DP όρισε τον γάμο ως «την ένωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, όπως ορίζει το Σύνταγμα». Το κόμμα αντιτίθεται επίσης στο να επιτρέπεται σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια να υιοθετούν. Οι υποστηρικτές του HDZ και το DP αναφέρουν επίσης την εξωτερική επιβολή ξένων ηθικών κανόνων στην κροατική κοινωνία. Συχνά ζητούν από την ΕΕ να μεταρρυθμιστεί επιστρέφοντας στις αρχικές «ευρωπαϊκές και χριστιανικές» αξίες της.
Στη Σερβία, σύμφωνα με ορισμένες θεολογικές και εν μέρει πολιτικές αφηγήσεις (π.χ. το δόγμα του Svetosavlje), η σερβική εθνική ταυτότητα δεν πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια σύγχρονη και ατομικιστική έννοια, αλλά ως μια κατεξοχήν κολεκτιβιστική έννοια. Σε αυτές τις γραμμές, το σερβικό έθνος εννοείται με όρους μιας εκτεταμένης συγγένειας, συμβολικά αλλά και κυριολεκτικά. Ως εκ τούτου, τυχόν εξωτερικές επιρροές που ενδέχεται να «διαταράξουν» αυτή τη συγγένεια, όπως οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων, αντιμετωπίζονται μέσα από ένα εχθρικό πρίσμα. Ωστόσο, η σταθερή συνεργασία μεταξύ των συμβούλων της ΕΕ και μιας σειράς σερβικών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων υπό την ηγεσία του SNS, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας εκτεταμένης νομικής υποδομής για την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων. Σε όλα αυτά, σερβικές ΜΚΟ έχουν ακολουθήσει την περιστασιακή διάδοση καταγγελιών σε εγχώρια ταμπλόιντ ότι η ΕΕ ενθαρρύνει την προώθηση της ομοφυλοφιλίας (π.χ. ΜΜΕ όπως το Kurir και το Srpski Telegraf). Ωστόσο, αυτή η κοινωνικοπολιτισμική πτυχή παραμερίζεται από την ύψιστη έμφαση του σερβικού ευρωσκεπτικισμού σε ζητήματα γεωπολιτικής και εξωτερικής πολιτικής. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι, σε αντίθεση με το HDZ της Κροατίας και τη «δεξιά παράταξή» του, τα ζητήματα που σχετίζονται με το φύλο δεν αποτελούν σημαντικό συστατικό των ευρωσκεπτικιστικών αφηγήσεων που διαδίδονται από μέλη του SNS και τα φιλοκυβερνητικά ταμπλόιντ στη Σερβία.
Ωστόσο, στη Σερβία, η Ana Brnabic, πρωθυπουργός από το 2017, είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλη. Υπάρχει εδώ αντίθεση με την παραδοσιακή ηθική της χώρας; Η πολιτική της Brnabic προώθησε νομικές μεταρρυθμίσεις σχετικές με τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη χώρα;
Αυτή η υπόθεση θα πρέπει να εξεταστεί και να κατανοηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της εμπλοκής του SNS στην εσωτερική και ευρωπαϊκή πολιτική. Ειδικά η περιχαράκωση του SNS ως κυρίαρχης πολιτικής δύναμης έχει προσφέρει στον Πρόεδρο Vucic άφθονο χώρο για τακτικούς και προσαρμοστικούς ελιγμούς κατά περίπτωση. Αυτό διευκόλυνε τον Σέρβο Πρόεδρο να κατευνάσει ένα ευρύ φάσμα εθνικιστικών/συντηρητικών ομάδων συμφερόντων στο εσωτερικό (π.χ. ιστορική αποκατάσταση αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων από το βασιλικό κίνημα των Τσέτνικ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), ενώ, ταυτόχρονα, επεκτείνει συμβολικές χειρονομίες προς τις Βρυξέλλες σε σχέση με την καθιερωμένη δέσμευση της σερβικής κυβέρνησης στο σύστημα αξιών της ΕΕ (π.χ. διορισμός της Ana Brnabic ως πρωθυπουργού το 2017). Συνολικά κρίνω ότι η βελτίωση της κατάστασης σχετικά με τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ στη Σερβία ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της «πειστικότητας της ΕΕ» και μιας μακράς σειράς διαπραγματεύσεων μεταξύ των Βρυξελλών και μιας σειράς σερβικών κυβερνήσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.