του Ορέστη Ομράν*
Η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί – δικαιολογημένα – μία από τις σημαντικότερες συνισταμένες της πορείας της μεταπανδημικής ελληνικής οικονομίας. Μόλις την προηγούμενη Δευτέρα, η Επιτροπή ενέκρινε επιπλέον πόρους 2 δισ. ευρώ για κρατική ενίσχυση ελληνικών επιχειρήσεων με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη σε συνάρτηση με το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Εξάλλου, η νέα διεθνής πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται μετά την ουκρανική κρίση, δημιουργεί οικονομικές αβεβαιότητες τόσο σε εθνικό όσο και ενωσιακό επίπεδο, οι οποίες δεν επιτρέπουν αστοχίες ή αβελτηρία στη διαχείριση των πόρων του Ταμείου.
Η μέχρι σήμερα εμπειρία στη χώρα μας έχει καταδείξει δύο βασικά ζητούμενα που εν πολλοίς θα καθορίσουν και την επιτυχία του ευρωπαϊκού αυτού εγχειρήματος για την Ελλάδα.
Πρώτο ζητούμενο η πραγματική ενίσχυση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ). Σε μια χώρα που το 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα είναι ΜμΕ, με αυτές να συμβάλλουν δε στο 83% της απασχόλησης, η συμμετοχή των περισσότερων εξ αυτών στην αξιοποίηση του Ταμείου αποτελεί σημαντική αναγκαιότητα. Η επιλογή, ωστόσο, της διοχέτευσης των πόρων του Ταμείου κατά κύριο λόγο μέσω των τραπεζών, η οποία συνεπάγεται την επικράτηση της εναλλακτικής του δανεισμού έναντι της επιχορήγησης, θέτει εν αμφιβόλω την επιτυχία του προγράμματος. Τα χαμηλά επιτόκια μπορεί να είναι μεν ελκυστικά, ωστόσο πολλές επιχειρήσεις μένουν de facto εκτός δανεισμού καθώς συχνά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτουν οι τράπεζες.
Άλλα κράτη-μέλη συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο αυτόν και έχουν κατανείμει ήδη διαφορετικά τους πόρους, ώστε να υπάρχει επαρκής χώρος για επιχορηγήσεις. Ενδεικτικά, τα παραδείγματα της Φινλανδίας, με την παροχή επιχορηγήσεων επιχειρηματικής ανάπτυξης και ενίσχυσης των ικανοτήτων διεθνοποίησης των ΜμΕ, της Λετονίας με χορηγούμενες δράσεις για τις ψηφιακές δεξιότητες και στόχο την επανειδίκευση και την αναβάθμιση δεξιοτήτων και την υποστήριξη καινοτόμων ψηφιακών υποδομών των ΜμΕ, και τέλος της Γαλλίας η οποία θα στηρίξει την ενεργειακή ανακαίνιση των ΜμΕ με μέτρο έκπτωσης φόρου και με ειδικό πρόγραμμα επιχορηγήσεων για την υποστήριξη βιοτεχνών, μικρεμπόρων και αυτοαπασχολουμένων.
Η άμεση, δικαιότερη κατανομή των πόρων, ώστε χρήματα του Ταμείου να καταλήγουν μέσω επιχορηγήσεων και στις ελληνικές ΜμΕ, καθώς και ένα σύστημα κρατικής εγγύησης που θα τους επιτρέπει τον δανεισμό μέσω χαμηλών επιτοκίων, στα πρότυπα αντίστοιχων συστημάτων που ενεργοποιήθηκαν τα χρόνια της κρίσης για την υποστήριξη των ελληνικών τραπεζών λόγω της έκθεσής τους σε Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα, αποτελούν ρεαλιστικές προτάσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης που φαίνεται να διαμορφώνεται.
Δεύτερο ζητούμενο, η επαρκής ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών για τις δυνατότητες αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Παρατηρείται στην αγορά κλίμα αμφιβολίας και εν μέρει αμφισβήτησης του Ταμείου, που προέρχεται ακριβώς από την ελλιπή ενημέρωση για τη διαδικασία και τις αρμόδιες να αξιολογούν σχετικές αιτήσεις ελληνικών επιχειρήσεων υπηρεσίες. Οι εξωτερικοί σύμβουλοι που προσφέρουν σχετικές υπηρεσίες δεν επαρκούν, είναι συχνά υποενημερωμένοι και οι ίδιοι, ενώ το κόστος τους επιβαρύνει σημαντικά τις ΜμΕ. Προϋποθέσεις εξάλλου για καλύτερη ενημέρωση μπορούν να δημιουργήσουν τα δωρεάν προγράμματα κατάρτισης από πόρους του Ταμείου, τα οποία ήδη έχουν ξεκινήσει σε κράτη-μέλη, όπως η Δανία και η Κροατία.
Η σωστή και χωρίς τις παραδοσιακές κωλυσιεργίες αξιοποίηση της ιστορικής συγκυρίας, την οποία διανύουμε, μέσω και των εργαλείων που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπισή της σε ενωσιακό επίπεδο, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, πρέπει να αποτελέσει εθνική στρατηγική προτεραιότητα τόσο για την παρούσα όσο και για τις επόμενες κυβερνήσεις.
*δικηγόρος, με έδρα τις Βρυξέλλες. Ειδικός στο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό δίκαιο
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr