των Γιώργου Μανάλη και Μάνου Ματσαγγάνη*
Την προηγούμενη εβδομάδα δόθηκαν στη δημοσιότητα οι εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομία. Η συγκυρία είναι γνωστή: δύο χρόνια μετά την εμφάνιση του κορονοϊού η πανδημία φαίνεται να υποχωρεί οριστικά, ενώ αντίθετα οι συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία είναι ακόμη σε πλήρη εξέλιξη.
Το 2021 έληξε με την ελληνική οικονομία να σημειώνει καλύτερη επίδοση από ό,τι αναμενόταν, ανακάμπτοντας σχεδόν πλήρως από το οικονομικό σοκ της πανδημίας (-9% το 2020, +8.3% το 2021). Η μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην ισχυρή επίδοση του τουριστικού τομέα και στην ανάκαμψη της κατανάλωσης μετά τη λήξη των απανωτών lockdown. Αξιόλογη ήταν και η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ οι εξαγωγές προϊόντων κατέγραψαν άνοδο χάρη στην επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας.
Μπορείτε να δείτε το γράφημα του ρυθμού ανάπτυξης εδώ.
Ωστόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αναταραχή στις διεθνείς αγορές ενέργειας αύξησαν τις πληθωριστικές πιέσεις περιορίζοντας σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Ενώ λοιπόν οι προηγούμενες προβλέψεις της Κομισιόν (Φεβρουάριος 2022) ήταν αρκετά αισιόδοξες, τώρα αναθεωρούνται προς το χειρότερο.
Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,5% το 2022 (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για αύξηση 4,9%), ενώ για το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να είναι 3,1%. Στο μέτωπο του πληθωρισμού, η αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών αναμένεται να κορυφωθεί το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και να κλείσει το έτος στο 6,3% (εναρμονισμένος δείκτης). Η συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος θα πλήξει την ιδιωτική ζήτηση αναστέλλοντας την ισχυρή ανάκαμψη της κατανάλωσης μετά την πανδημία, ενώ η Κομισιόν ανησυχεί και για την επίδοση του τουρισμού για το 2022 αφού το πληθωριστικό φαινόμενο επηρεάζει τις καταναλωτικές συνήθειες σε παγκόσμιο επίπεδο. Αναγνωρίζεται πως τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης για την ανακούφιση από το αυξημένο κόστος της ενέργειας και των τροφίμων, η αύξηση του κατώτατου μισθού, και η κάποια συσσώρευση ιδιωτικών αποταμιεύσεων από την προηγούμενη περίοδο θα περιορίσουν τις συνέπειες του πληθωρισμού στην κατανάλωση, χωρίς όμως να τις εξαλείψουν. Επίσης η μέχρι στιγμής εικόνα των αφίξεων και των κρατήσεων δείχνει δυναμική επιστροφή της τουριστικής κίνησης σε επίπεδα αντίστοιχα (αν όχι υψηλότερα) του 2019.
Η συνολική εικόνα λοιπόν παρουσιάζει την ελληνική οικονομία να αντέχει στις αλλεπάλληλες οικονομικές αναταράξεις από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το ζητούμενο όμως για την Ελλάδα είναι να επιδείξει ανθεκτικότητα σε μία παρατεταμένη, όπως φαίνεται, περίοδο αβεβαιότητας, με τα οικονομικά δεδομένα να ανατρέπονται διαρκώς και τις ισορροπίες τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο να διαταράσσονται. Από το καλοκαίρι και έπειτα η ΕΚΤ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού και να διακόψει την ποσοτική χαλάρωση με στόχο την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Σε χαμηλή επενδυτική βαθμίδα, και με το ποσοστό δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ να παραμένει το υψηλότερο ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση. Καλείται λοιπόν να αντιμετωπίσει τα χρόνια προβλήματά της: το ιλιγγιώδες ύψος του δημοσίου χρέους, το μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, το επενδυτικό κενό, και την επίμονα υψηλή ανεργία.
Ορισμένοι παράγοντες διευκολύνουν την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Μόλις αυτή την εβδομάδα η Κομισιόν πρότεινε την ολοκλήρωση της «ενισχυμένης εποπτείας» και την παράταση ισχύος της γενικής ρήτρας διαφυγής, παραχωρώντας με αυτό τον τρόπο στην Ελλάδα κάποια ελαστικότητα στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών. Επίσης, η κυβέρνηση μπορεί να υλοποιήσει με πόρους του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ το ολοκληρωμένο σχέδιο αναμόρφωσης του παραγωγικού μοντέλου που είχε επεξεργαστεί η επιτροπή Πισσαρίδη.
Η διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης σε θετικό επίπεδο, η μεγαλύτερη ευελιξία στη δημοσιονομική πολιτική, η ύπαρξη ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης, και η δυνατότητα χρηματοδότησής του από ευρωπαϊκά κονδύλια, συνιστούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν περισσότερο πιεστική την ανάγκη απεξάρτησης από ορυκτά καύσιμα (ιδίως ρωσικής προέλευσης), καθώς και διαφοροποίησης της παραγωγικής δομής με την ανάπτυξη μεγαλύτερου φάσματος δραστηριοτήτων (πέρα από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού).
*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
**πρώτη δημοσίευση: www.ot.gr