του Παναγιώτη Σωτήρη
Ο δυτικός Τύπος φαίνεται να έχει μια μάλλον αμφίθυμη στάση απέναντι στην Κίνα. Όταν η Κίνα δοκίμαζε να εφαρμόσει τη στρατηγική zero-covid υπήρξε ένα πλήθος άρθρων που κατηγορούσαν την κινεζική ηγεσία για το οικονομικό κόστος που αυτό θα έχει και για τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών. Όταν η κινεζική ηγεσία επέλεξε τη χαλάρωση των περιορισμών, που έχει οδηγήσει στη σημερινή έξαρση των κρουσμάτων, οι επικριτές στράφηκαν κατά της επιλογής αυτής, υποστηρίζοντας ότι δημιουργεί προβλήματα και αποτελεί και απειλή κατά της παγκόσμιας υγείας.
Όλα αυτά απλώς αποτείνουν τον τρόπο που οτιδήποτε αφορά το διεθνές τοπίο, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψης των διεθνών εξελίξεων, αναγιγνώσκεται υπό το πρίσμα των τρεχουσών διαιρετικών γραμμών στο παγκόσμιο σύστημα, διαιρετικών γραμμών που μπορεί να έχουν πάρει «θερμή» μορφή στην Ουκρανία, όμως, στη συνολική τους διάσταση περιλαμβάνουν και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: ποια είναι τελικά η στρατηγική της κινεζικής ηγεσίας;
Μια σημαντική σύνοδος
Η ετήσια Κεντρική Συνδιάσκεψη για την Οικονομικού Δουλειά είναι η κορυφαία συζήτηση για τον οικονομικό σχεδιασμό. Εκεί συζητιέται κάθε χρόνο η κατάσταση της οικονομίας, οι βασικές πολιτικές επιλογές και οι προτεραιότητες της κινεζικής κυβέρνησης για την επόμενη χρονιά. Και συζητιούνται στο ανώτατο επίπεδο, δηλαδή με παρουσία μελών της μόνιμης επιτροπής του πολιτικού γραφείου και του ίδιου του Σι Τζινπίνγκ.
Η σύνοδος ήρθε μετά από μια αντιφατική χρονιά για την κινεζική οικονομία, κυρίως εξαιτίας των επιπτώσεων που είχαν διάφορα τοπικά λοκντάουν που επιβλήθηκαν μέχρις ότου άλλαξε η γραμμή και εγκαταλείφθηκαν κρίσιμες πλευρές της πολιτικής zero covid, λοκντάουν που δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα σε περιοχές σημαντικές για τη συνολική δυναμική της κινεζικής οικονομίας όπως είναι η Σαγκάη.
Η σύνοδος ουσιαστικά αναγνώρισε αυτές τις αντιφάσεις της κινεζικής οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα με την China Daily τα βασικά σημεία της Συνδιάσκεψης ήταν τα ακόλουθα: Η προώθηση της σταθερής προόδου μαζί με την οικονομική σταθερότητα. Η ενεργητική δημοσιονομική πολιτική μαζί με μια συνετή νομισματική πολιτική. Τα μεγάλα επιστημονικά και τεχνολογικά πρότζεκτ. Η σταθερή ανάπτυξη της αγοράς στέγης. Η προώθηση της απασχόλησης των νέων. Η ισότιμη μεταχείριση των δημόσιων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η πρόληψη και αποσόβηση μεγάλων οικονομικών και χρηματιστικών κινδύνων. Η βελτιστοποίηση των πολιτικών για τις γεννήσεις και η σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Η προώθηση της αναγέννησης της υπαίθρου. Η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας. Η προσέλκυση και αξιοποίηση του ξένου κεφαλαίου.
Σταθερότητα και ενδογενής δυναμική
Η παρουσίαση των βασικών αποφάσεων από την ίδια την κινεζική κυβέρνηση κάπως πιο συγκεκριμένη. Καταρχάς είναι σημαντική η έμφαση στη ίδια την έννοια της σταθερότητας που σημαίνει ότι βασική επιδίωξη είναι να βγει η Κίνα από το φαύλο κύκλο των διαρκών διαταράξεων της οικονομικής δραστηριότητας κυρίως εξαιτίας της πανδημίας.
Έπειτα είναι σαφές ότι η κινεζική ηγεσία επιδιώκει με μια «ενεργητική δημοσιονομική πολιτική», που περιλαμβάνει κάποια ελλείμματα, ομόλογα ειδικού σκοπού και επιδοτήσεις επιτοκίων, να μπορέσει να προσφέρει μια τόνωση στην οικονομία χωρίς αυτό να αναιρεί την ανάγκη για «δημοσιονομική βιωσιμότητα».
Το τρίτο στοιχείο αφορά τη βιομηχανική πολιτική όπου είναι εμφανές ότι αυτό που επιδιώκεται είναι κυρίως ένας μετασχηματισμός των παραδοσιακών βιομηχανιών, η αντιμετώπιση των «αδύναμων κρίκων» στις βιομηχανικές και εφοδιαστικές αλυσίδες και προφανώς την προώθηση ακόμη περισσότερο των επιστημονικών και τεχνολογικών καινοτομιών, δεδομένης και της μεγάλης πίεσης από τις κυρώσεις των ΗΠΑ στην υψηλή τεχνολογία.
Το τέταρτο στοιχείο αφορά την προσπάθεια να βελτιωθεί η συνθήκη απασχόλησης των νέων, ιδίων αυτών που έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κάτι που δείχνει την ανησυχία για τις διαμαρτυρίες ανθρώπων ακριβώς από αυτές της ηλικιακές και κοινωνικές κατηγορίες.
Ως προς την πανδημία η συνδιάσκεψη επιβεβαίωσε την αλλαγή γραμμής που έχει υπάρξει, ζητώντας να συνδυαστεί η πρόληψη και ο έλεγχος της πανδημίας με την οικονομική ανάπτυξη, μέσα κυρίως από στοχευμένες παρεμβάσεις στην στις ευάλωτες ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι και όσοι έχουν υποκείμενα νοσήματα.
Η έμφαση στην εσωτερική ζήτηση
Όλα αυτά παρουσιάζονται ως ένας συνδυασμός ανάμεσα στην ποιοτική και την ποσοτική ανάπτυξη, ανάμεσα «στην δομική μεταρρύθμιση στην πλευρά της προσφοράς» και την «επέκταση της εσωτερικής ζήτησης».
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και αποτυπώνει τη σαφή επιλογή της κινεζικής ηγεσίας να μην περιοριστεί πάνω στην ισχυρή εξαγωγική επίδοση, που παραδοσιακά αποτέλεσε έναν καθοριστικό παράγοντα της κινεζικής αναπτυξιακής δυναμικής, αλλά να στηριχτεί και στην ενδογενή δυναμική, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής κατανάλωσης. Αυτό, άλλωστε, αντιστοιχεί και σε μια περίοδο που σφραγίζεται από ένα πιο δύσβατο και ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. «Για να υποβοηθηθεί ένα νέα αναπτυξιακό παράδειγμα, η ενδογενής δυναμική και η αξιοπιστία της εσωτερικής κυκλοφορίας πρέπει να ενισχυθεί, ενώ πρέπει να αναβαθμιστεί η ποιότητα της εξωτερικής κυκλοφορίας».
Η νέα σχέση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις
Σε πείσμα μιας εικόνας ότι η τρέχουσα κινεζική ηγεσία και ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ έχει επιλέξει να έρθει σε ολομέτωπη σύγκρουση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, η συνδιάσκεψη έδωσε έμφαση στην ισορροπία ανάμεσα σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι πρώτες καλούνται να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ για τις δεύτερες η έμφαση ήταν στην προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους και των συμφερόντων των επιχειρηματιών τους.
Όπως έχει επισημανθεί, η προσπάθεια της Κίνας να επιστρέψει σε βιώσιμους και σταθερούς αναπτυξιακούς ρυθμούς διαμορφώνει αρκετά περιθώρια για μια νέα πιο αναβαθμισμένη παρουσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά, αυτό που θέτει είναι πολύ περισσότερο το να τηρούνται οι «κανόνες του παιχνιδιού», δηλαδή να μη διεκδικούν οι μεγάλες επιχειρήσεις και έναν αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο, που οφείλει να παραμείνει υπόθεση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Βεβαίως την ίδια στιγμή η συνδιάσκεψη αναμετρήθηκε με την προβληματική κατάσταση στον κατασκευαστικό κλάδο, που το προηγούμενο διάστημα φάνηκε να παίρνει τα χαρακτηριστικά «φούσκας που σπάει». Εδώ η έμφαση ήταν στην «αποτελεσματική πρόληψη» και την αποσόβηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, χωρίς αυτό να αναιρεί τους στόχους της κάλυψης των βασικών αναγκών σε στέγαση.
Τα μεγάλα στοιχήματα
Όλα αυτά αναδεικνύουν και τα μεγάλα στοιχήματα της κινεζικής ηγεσίας και την πρώτη μεγάλη δοκιμασία στην αρχή της τρίτης θητείας του Σι Τζινπίνγκ.
Είναι σαφές ότι μια ορισμένη αναπτυξιακή δυναμική έχει τεθεί ως προτεραιότητα, πιθανώς γύρω στο 5%, και στο όνομά της συνειδητά έχει αλλάξει και το «παράδειγμα» ως προς τη διαχείριση της πανδημίας, που έχει γίνει αρκετά πιο ευέλικτο και με αποφυγή πρακτικών που θα μπορούσαν να φέρουν μεγάλη οικονομική αναστάτωση. Βεβαίως την ίδια στιγμή μένει να δούμε εάν το αρκετά ελλειμματικό κινεζικό σύστημα υγείας θα μπορέσει με τη σειρά του να ανταπεξέλθει στην αναμενόμενη αύξηση των κρουσμάτων.
Αντίστοιχα, ένας νέος χώρος διαμορφώνεται και για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αμφισβητούν την κεντρική πολιτική γραμμή. Άλλωστε, φαίνεται ότι βασικό αντικείμενο της συνδιάσκεψης ήταν πολύ περισσότερο τα ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα της οικονομίας, παρά τα ζητήματα της «κοινής ευημερίας» που αποτελούν χαρακτηριστική πλευρά της «Σκέψης Σι Τζινπίνγκ». Αυτό εξηγεί και γιατί σε αντίθεση με την συνδιάσκεψη του 2021 αυτή τη φορά δεν υπήρξαν αρνητικές αναφορές στον ιδιωτικό τεχνολογικό τομέα. Ούτε είναι χωρίς σημασία οι αναφορές στην ανάγκη προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων, καθώς αρκετά από αυτά απομακρύνθηκαν στην περίοδο που φαινόταν ότι στόχος ήταν το «χτύπημα» των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων του κατασκευαστικού τομέα. Είναι σαφές ότι αυτή τη φορά το μήνυμα είναι ότι υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων και των ξένων κεφαλαίων.
Ερώτημα είναι εάν η ενεργητική δημοσιονομική πολιτική θα σημαίνει μια αύξηση των σχετικών παρεμβάσεων. Πάντως εκτιμάται ότι η νομισματική πολιτική δεν είναι πιο περιοριστική το επόμενο διάστημα.
*πρώτη δημοσίευση: In.gr