του
Φίλιπ Κόγκαν *
Όταν ο Μάριο Ντράγκι δημοσιοποίησε το σχέδιό του να κάνει «ο,τιδήποτε χρειαστεί» προκειμένου να διασώσει το ευρώ, είχε τη σωφροσύνη να συνδυάσει καρότο και μαστίγιο. Οι χώρες που επιθυμούσαν να αγοράζει το χρέος τους στην δευτερογενή αγορά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα όφειλαν να υιοθετήσουν πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Ο Μ.Ντράγκι, ως πρόεδρος της ΕΚΤ, δεν έχανε από τα μάτια του τον «ηθικό κίνδυνο»: δηλαδή, τον κίνδυνο οι χώρες-οφειλέτες να ξεφύγουν από την πειθαρχία ευθύς ως χαλαρώσει η πίεση.
Όμως, τώρα προκύπτει ότι ο ηθικός κίνδυνος αποτελεί απειλή και για τις πιστώτριες χώρες. Η αναγγελία του Προγράμματος ΟΜΤ/απευθείας παρεμβάσεων το 2012 βοήθησε τις αγορές ομολόγων της ευρωζώνης να ξαναβρούν τον βηματισμό τους. Παρ’ όλες τις κοντόφθαλμες αντιρρήσεις που προέβαλε στο ΟΜΤ η γερμανική Bundesbank, το πρόγραμμα αυτό υπήρξε εντυπωσιακή επιτυχία. Την ίδια στιγμή, όμως, χαλάρωσε και την πίεση επί των πιστωτριών χωρών να προωθήσουν τις θεσμικές εκείνες μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου η ευρωζώνη να σταθεροποιηθεί.
Τον Ιούνιο του 2012 οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν να ξεκινήσουν την δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης, που θα έσπαγε τον επικίνδυνο δεσμό που συνδέει αδύναμες τράπεζες και αδυνατισμένα κράτη. Όμως, έκτοτε η Γερμανία –που είναι ο βασικός πληρωτής του συστήματος– αλλά και άλλες χώρες οπισθοχώρησαν από αυτή την δέσμευση. Η κοινή τοποθέτηση (στις 30 Μαΐου) της καγκελαρίου Α.Μέρκελ και του προέδρου Φρ.Ολάντ το δείχνει αυτό με πολύ σαφή τρόπο. Κάθε αληθινή τραπεζική ένωση απαιτεί τρία βάθρα: ενιαία εποπτική αρχή / ενιαία αρχή εκκαθάρισης, που να έχει πρόσβαση σε κοινό ταμείο στήριξης / ενιαίο σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Το γαλλο-γερμανικό σχέδιο μιλά για ενάμιση βάθρο και πολλή προσοχή ώστε να μείνει το κτίριο όρθιο…
Από τον περασμένο Ιούνιο, ωστόσο, πραγματοποιήθηκε κάποια πρόοδος. Η ΕΚΤ ετοιμάζεται να αποτελέσει την κοινή εποπτική αρχή των μεγαλύτερων τραπεζών της ευρωζώνης από του χρόνου. Η Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται στην καλύτερη θέση προκειμένου να αποτιμά την υγεία των πιστωτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και να βρίσκεται πάνω από τα εθνικά συμφέροντα. Όμως, αν είναι να λειτουργήσει αποτελεσματικά, κάθε εποπτική αρχή χρειάζεται να έχει την δυνατότητα να επιβάλλει την βούλησή της. Αυτό προϋποθέτει να δημιουργηθεί μία αρχή εκκαθάρισης η οποία θα μπορεί να παρεμβαίνει αμέσως στις τράπεζες εκείνες που καταλήγουν να είναι προβληματικές, να κατανέμει τις ζημίες μεταξύ μετόχων και πιστωτών και –αν αυτό είναι αναγκαίο– να παρέχει τα αναγκαία δημόσια κεφάλαια με τα οποία θα καλύπτεται κάθε ενδεχόμενο κενό χρηματοδότησης.
Οι Γερμανοί, φοβούμενοι ότι οι δικοί τους φορολογούμενοι θα καλούνται να σηκώσουν το βάρος των τραπεζικών προβλημάτων άλλων χωρών, πιέζουν προς την κατεύθυνση ενός συστήματος εθνικών αρχών εκκαθάρισης οι οποίες, θα ακολουθούν μεν εναρμονισμένους κανόνες, αλλά θα χρησιμοποιούν η κάθε μία τα δικά της κεφάλαια. Κάτι τέτοιο δεν αρκεί. Πριν η ΕΚΤ αναλάβει την ευθύνη, θα διεξαγάγει νέα σειρά stress tests επί των ευρωπαϊκών τραπεζών. Αν υποτεθεί ότι βρίσκει «μαύρες τρύπες» στους ισολογισμούς των τραπεζών («τρύπες» που δεν θα μπορούν να καλυφθούν με ιδιωτικά κεφάλαια), το γερμανικό σύστημα θα πετούσε την μπάλα στα χέρια των εθνικών αρχών. Αδύναμες χώρες θα κινδύνευαν να βρεθούν στην ίδια θέση με την Κύπρο: θα έχουν τον πειρασμό να αγνοήσουν το πρόβλημα, αν το μπορούσαν, ή θα αναγκασθούν να φορτωθούν πρόσθετα χρέη, ή, πάλι, να επιβάλουν βαριές ζημίες στους πιστωτές, αν δεν το μπορούν.
Το να φορτωθούν οι ζημιές στους πιστωτές των τραπεζών είναι η σωστή λύση. Προκύπτει, όμως, πρόβλημα σταθερότητας –αν αυτή θεωρηθεί η μόνη λύση για κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών σε περιόδους κρίσης. Ενθαρρύνονται έτσι οι βραχυπρόθεσμοι πιστωτές να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις τράπεζες. Ακόμη και οι ασφαλισμένοι καταθέτες μπορεί να τραπούν σε φυγή, αν θεωρούν την κυβέρνησή τους αδύναμη: η Κύπρος προς στιγμήν σκέφτηκε να επιβάλει και σε αυτούς ζημιές.
Φθάσαμε έτσι στο τρίτο βάθρο –και είναι κρίμα που το γαλλο-γερμανικό σχέδιο το αγνοεί: πρόκειται για κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων, όπου το κόστος κάλυψης των ασφαλισμένων καταθετών θα το αναλαμβάνουν από κοινού τα μέλη της ευρωζώνης. Σε κανονικές εποχές, ετήσιες συνεισφορές των τραπεζών μπορούν να καλύπτουν τους καταθέτες –όπως, σε περίπτωση τραπεζικής κατάρρευσης, δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως αξιόπιστη προστασία (το αμερικανικό αντίστοιχο σύστημα θα μπορούσε να καλύψει μόλις 1,35% των ασφαλισμένων καταθέσεων).
Κάθε σύστημα εγγύησης καταθέσεων χρειάζεται να διαθέτει πρόσβαση σε κρατικά κονδύλια στήριξης.
Αυτό δεν αρέσει στους Γερμανούς. Όμως, χωρίς κάτι τέτοιο, η τραπεζική ένωση –και, συνεπώς, το ευρώ– δεν θα έχει αληθινό νόημα.
* Συντάκτης του Economist σε θέματα τραπεζών και κεφαλαιαγοράς
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Για να υπάρξει πανευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων θα απαιτηθεί πρόσβαση και σε κρατικά κονδύλια, ήτοι στην τσέπη του Γερμανού φορολογούμενου
Οι Γερμανοί, φοβούμενοι ότι οι δικοί τους φορολογούμενοι θα καλούνται να σηκώσουν το βάρος των τραπεζικών προβλημάτων άλλων χωρών, πιέζουν προς την κατεύθυνση ενός συστήματος εθνικών αρχών εκκαθάρισης οι οποίες, θα ακολουθούν μεν εναρμονισμένους κανόνες, αλλά θα χρησιμοποιούν η κάθε μία τα δικά της κεφάλαια. Κάτι τέτοιο δεν αρκεί. Πριν η ΕΚΤ αναλάβει την ευθύνη, θα διεξαγάγει νέα σειρά stress tests επί των ευρωπαϊκών τραπεζών.