της Ζωρζέτ Ζολώτα
Όσο η πολιτική, οικονομική και επιχειρηματική ελίτ του κόσμου συζητεί και αναλύει στο Νταβός τους πολλαπλούς κινδύνους που διατρέχει η παγκόσμια οικονομία, από την κλιματική κρίση και τα κρυπτονομίσματα έως τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την επιβράδυνση της κινεζικής ανάπτυξης, οι τωρινές συνθήκες αναμένεται να οδηγήσουν σε μόνιμες αλλαγές στο μέλλον.
Σε ένα περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων ή «polycrisis», όπως χαρακτηρίζεται από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, το μέλλον των εταιρειών δεν θα είναι βιώσιμο μέσα στην επόμενη δεκαετία, εάν παραμείνουν στο ίδιο μονοπάτι. Αυτήν την εκτίμηση συμμερίζεται το 40% των 4.410 διευθυνόντων συμβούλων που συμμετείχαν σε έρευνα της εταιρείας αναλύσεων PwC, η οποία έλαβε χώρα πέρυσι τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. Ανάλογη απαισιοδοξία αντανακλάται από έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, όπου τα δύο τρίτα κορυφαίων οικονομολόγων διαβλέπουν ύφεση στην παγκόσμια οικονομία μέσα στο 2023, όσο οι επιχειρήσεις θα μειώνουν τις δαπάνες τους.
Πληροφορίες των Financial Times, εν τω μεταξύ, μαρτυρούν πως κάποιες από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε απομείωση, δηλαδή αρνητική αναπροσαρμογή πρόσφατων εξαγορών, ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων, λόγω της αύξησης των δαπανών και της εξασθένησης της ζήτησης που επιφέρει η άνοδος του πληθωρισμού. Από το Νταβός, ο διευθύνων σύμβουλος του ελβετικού τραπεζικού ομίλου UBS, Ραλφ Χάμερς, προέβλεψε πως «ο υψηλός πληθωρισμός θα παραμείνει», παρά την πρόσφατη αποκλιμάκωση των πιέσεων στις τιμές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Αυτές οι αρνητικές προσδοκίες για την πορεία των οικονομιών και της επιχειρηματικότητας έρχονται σε αντίθεση με τα τελευταία στοιχεία για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που διαμορφώνουν μια θετικότερη εικόνα απ’ ό,τι αναμενόταν αρχικά. Απευθυνόμενος στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg από το Νταβός, ο Μάριο Σεντένο, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), δήλωσε πως η οικονομία της Ευρωζώνης «μας εκπλήσσει από τρίμηνο σε τρίμηνο». Πρόσθεσε ότι σε θετικό έδαφος θα κινηθούν, κατά πάσα πιθανότητα, οι επιδόσεις μέσα στο δ’ τρίμηνο, ίσως να «εκπλαγούμε» και στο α’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Η θωράκιση από κινδύνους στις προτεραιότητες των πολυεθνικών
Όμως οι προτεραιότητες αλλάζουν για τις πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες δεν επιδιώκουν πια μόνον την ελαχιστοποίηση των δαπανών τους, αλλά και των κινδύνων. Σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής αστάθειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των εντάσεων στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, αναλυτές επισημαίνουν στη Wall Street Journal πως οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις δεν έχουν τερματιστεί, αλλά επαναπροσδιορίζονται, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. «Αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι η κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης, αλλά η αναμόρφωσή της», δήλωσε ο Ντάνι Ρόντρικ, καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, στη Wall Street Journal.
Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ υποχώρησε από το 22% που ίσχυε το 2017 σε λιγότερο από 17% πέρυσι. Παράλληλα, αυξάνεται το ποσοστό του Μεξικού, των Φιλιππίνων, της Ταϊβάν, της Ταϊλάνδης, της Ινδίας και της Μαλαισίας. Παραδείγματος χάριν, οι εξαγωγές από το Βιετνάμ στις ΗΠΑ αυξήθηκαν περίπου από 10 δισ. δολάρια πριν από το 2007 στα 120 δισ. δολάρια το 2022.
Αυτή η σχετική αναδίπλωση του ρόλου της Κίνας δεν αποδίδεται μόνον στις τεταμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά και στην αυστηρή πολιτική που τήρησε το Πεκίνο για την καταπολέμηση της πανδημίας επί μια τριετία. Εκεί αποδόθηκε, εξάλλου, η υποχώρηση του περσινού ρυθμού ανάπτυξης στο 3%, δηλαδή κάτω από το 5,5%, που ήταν ο χαμηλότερος στόχος του Πεκίνου εδώ και κάποιες δεκαετίες.
Ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης, Λιου Χε, υπογράμμισε από το Νταβός πως προτεραιότητες για τη δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου είναι, μεταξύ άλλων, η ομαλή λειτουργία των βιομηχανικών αλυσίδων, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η αποτροπή χρηματοοικονομικών κινδύνων. Εξέφρασε την πεποίθηση πως οι συνθήκες θα εξομαλυνθούν στην οικονομία όσο αίρονται οι περιορισμοί στις μετακινήσεις.
Οικονομικοί αναλυτές τονίζουν πως πάνω απ’ όλα η ειρήνη και η ασφάλεια δέχονται σήμερα τις μεγαλύτερες απειλές. Υπό αυτό το πρίσμα, ο πρόεδρος της Πολωνίας, Άντρζεϊ Ντούντα, δεν έκρυψε τη βαθιά δυσαρέσκειά του για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία από το αλπικό θέρετρο, τονίζοντας πως άνοιξε ένα πολεμικό μέτωπο στην κεντρική Ευρώπη για πρώτη φορά έπειτα από μια 70ετία, δηλαδή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τόνισε πως εντείνονται οι πιέσεις στη Γερμανία ώστε να δώσει το «πράσινο φως» στην αποστολή των αρμάτων μάχης Leopard.
*πρώτη δημοσίευση: Powergame.gr