του Μελέτη Μελετόπουλου*
Ο αντιαμερικανισμός δεν έχει ως μόνη πηγή την Αριστερά, που ηττήθηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο από την ορεινή πυροβολαρχία που εκχώρησαν οι ΗΠΑ στον Εθνικό Στρατό. Οταν οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέλαβαν τη «γεωπολιτική ευθύνη» της χειμαζόμενης Ελλάδας, πολλοί πέραν της Αριστεράς αισθάνθηκαν ότι απειλούνται. Οι Αμερικανοί απαίτησαν τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους και οικονομίας, ώστε η τεράστια οικονομική βοήθεια που παρείχαν να αξιοποιηθεί και να μην καλύπτει απλώς τα κενά του προϋπολογισμού, τις εισαγωγές ειδών άμεσης ανάγκης και την οικονομική απληστία διεφθαρμένων μηχανισμών εξουσίας. Οι παρεμβάσεις τους και οι απαιτήσεις τους θορύβησαν το πολιτικό σύστημα, το οποίο τρεφόταν από την υπανάπτυξη, το πελατειακό σύστημα και τη διαφθορά. Η καχυποψία της ελληνικής ιθύνουσας τάξης προς τις ΗΠΑ υπήρξε έκτοτε βασικό στοιχείο της μεταπολεμικής σκηνής στην Ελλάδα.
Το Κυπριακό περιέπλεξε την υπόθεση, διότι οι ΗΠΑ προσπάθησαν να τηρήσουν μια γεωστρατηγική ισορροπία μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, τη στιγμή που η Τουρκία κατέστρεψε με πογκρόμ την ελληνική ομογένεια της Κωνσταντινούπολης το 1955, ενώ οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου στην Κύπρο το 1964 και το 1967. Μετά το πραξικόπημα του 1967, οι ΗΠΑ προκάλεσαν και πάλι τη δυσφορία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, διότι επέδειξαν εφεκτικότητα και αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις με το δικτατορικό καθεστώς, εκτιμώντας ότι δεν είχαν την πολυτέλεια να πράξουν διαφορετικά λόγω του Ψυχρού Πολέμου. Ο αντιαμερικανισμός γενικεύθηκε και απέκτησε ευρεία κοινωνική βάση το 1974, λόγω της αδράνειας των ΗΠΑ έναντι της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κ. Καραμανλή απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, οργισμένα πλήθη διαδήλωναν έξω από την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα κάθε επέτειο της τουρκικής εισβολής, οι ΗΠΑ δαιμονοποιήθηκαν.
Τον αντιαμερικανισμό εξαέρωσε σταδιακά ο Ανδρέας Παπανδρέου, καθηγητής σε κορυφαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο και αμερικανός πολίτης. Ανήλθε στην εξουσία εν ονόματι του κυρίαρχου αντιαμερικανικού μένους, απειλώντας ότι θα αποσύρει την Ελλάδα από τους δυτικούς θεσμούς, και τελικώς ανανέωσε επ’ αόριστον την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και εξομάλυνε τις διμερείς σχέσεις. Από εκεί και πέρα, κατέστη σαφές ότι οι ΗΠΑ ήταν ο μόνος ισχυρός και αξιόπιστος σύμμαχος της Ελλάδας, στον οποίο προσέφευγαν οι ελληνικές κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων σε κάθε επαναλαμβανόμενη ελληνοτουρκική κρίση. Τη σταδιακή νίκη του φιλοαμερικανισμού επί του αντιαμερικανισμού ενίσχυσε η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να εξελιχθεί σε μια ενιαία πολιτική, διπλωματική και αμυντική δομή.
Η ελληνοαμερικανική συμμαχική σχέση δεν έχει μόνο την πρακτική διάσταση της αναζήτησης γεωπολιτικής προστασίας στη μόνη υπερδύναμη που θέλει και μπορεί να την προσφέρει. Αυτή η χρησιμοθηρική διάσταση αφορά κυρίως όσους επιδιώκουν να διαιωνίζουν την εξουσία τους ή την ευδαιμονία τους απερίσπαστοι από ανεπιθύμητες γεωπολιτικές περιπλοκές. Υπάρχει όμως και ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας που συνειδητά επιθυμεί την ελληνοαμερικανική συμμαχία, και μάλιστα την εμβάθυνσή της. Η επιλογή αυτή δεν έχει αποκλειστικά γεωστρατηγικό περιεχόμενο αλλά ευρύτερα γεωπολιτικό και πολιτιστικό. Οι ΗΠΑ ηγούνται του μέρους του πλανήτη που ζει σε κοινωνίες με συγκεκριμένο αξιακό σύστημα: δημοκρατία, ελευθερία, ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή όλα όσα διαφοροποιούν τον πολίτη από τον υπήκοο. Οι συμμαχίες δεν προσδιορίζονται μόνο από αμοιβαία στρατηγικά αντισταθμιστικά οφέλη αλλά και από τις αξίες που συμμερίζονται και προωθούν. Δηλαδή απαιτείται και στοιχειώδες αξιακό υπόβαθρο και κοινωνικό όραμα. Αυτό ασφαλώς είναι η κληρονομιά της κλασικής Ελλάδας.
*διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γενεύης
**πρώτη δημοσίευση: In.gr