της Μιράντας Ξαφά*
Η τραπεζική κρίση που ξεκίνησε στις αρχές Μαρτίου στην Αμερική με την πτώχευση της Silicon Valley Bank μοιάζει να εκτονώνεται. Η κρίση μεταδόθηκε σε άλλες τράπεζες μεσαίου μεγέθους, τη Signature Bank που πτώχευσε και τη First Republic Bank που πωλήθηκε. Οι αμερικανικές αρχές αντέδρασαν άμεσα για να αποτρέψουν τη μετάδοση του πανικού, προσφέροντας πρωτοφανή εγγύηση και στις ανασφάλιστες καταθέσεις άνω των $250.000. Συγχρόνως προσέφεραν ρευστότητα μέσω μίας νέας δανειακής διευκόλυνσης της Ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας (Fed), με ενέχυρο κρατικά ομόλογα στην ονομαστική τους αξία, αντί για την (χαμηλότερη) αγοραία αξία τους, αποτρέποντας έτσι το ρίσκο οι τράπεζες να πουλήσουν ομόλογα με ζημία σε περίπτωση που συνεχίζονταν οι μαζικές αναλήψεις καταθέσεων.
Πολλοί αναλυτές έσπευσαν να αποδώσουν την κρίση στη μερική αναθεώρηση, επί προεδρίας Τραμπ, του στιβαρού ρυθμιστικού πλαισίου Dodd-Frank που επιβλήθηκε αμέσως μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2008-9. Αυτό είναι λάθος. Η αναθεώρηση αφορούσε τράπεζες μεσαίου μεγέθους, με ισολογισμό $50 έως $250 δισ., που απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση να υποβάλλονται σε stress tests κάθε δύο χρόνια και άλλες ρυθμιστικές υποχρεώσεις των συστημικών τραπεζών. Ενώ πράγματι οι τράπεζες SVB και Signature ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, τα stress tests δεν θα είχαν αποτρέψει την κρίση διότι δεν περιλάμβαναν το σενάριο που τελικά οδήγησε στην πτώχευσή τους, δηλαδή τις αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων της Fed που ξεκίνησαν τον Μάρτιο 2022.
Η κρίση μεταδόθηκε στην Ελβετία, όπου η UBS αγόρασε την Credit Suisse, μία τράπεζα με μακρά ιστορία σκανδάλων και ζημιογόνων επιλογών, σε ένα συνοικέσιο τελευταίας στιγμής για να αποτραπούν οι συνέπειες της πτώχευσης. Τα αίτια της κρίσης αυτής είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά των αμερικανικών τραπεζών. Το παράδοξο ήταν το γεγονός ότι οι μέτοχοι της Credit Suisse εισέπραξαν 3 δισ. ελβετικά φράγκα, ενώ οι κάτοχοι ομολόγων ΑΤ1 (Additional Tier 1 capital), που κανονικά είναι υψηλότερα στην ιεραρχία των πιστωτών, έχασαν 17 δισ., δηλαδή το σύνολο της επένδυσής τους. Το ενδεχόμενο αυτό ήταν καταγεγραμμένο στους όρους έκδοσης των ομολόγων, δημιούργησε όμως τέτοια αναστάτωση στην αγορά ώστε ανάγκασε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (ΕΚΤ, ΕΒΑ και Single Resolution Board) να εκδώσουν ανακοίνωση επιβεβαιώνοντας ότι οι ομολογιούχοι κάθε κατηγορίας προηγούνται των μετόχων σε μία πτώχευση ή πώληση υπό πίεση.
Την Τετάρτη 22 Μαρτίου η Fed βρέθηκε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης: να αυξήσει τα επιτόκια για να μειώσει τον πληθωρισμό, ή να τα μειώσει για να ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα; Επέλεξε να συνεχίσει τις αυξήσεις, αν και με χαμηλότερο ρυθμό 0,25% αντί 0,50%, δηλώνοντας ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ασφαλές, με επαρκή κεφαλαιοποίηση και ρευστότητα. Οι αγορές όμως παραμένουν επιφυλακτικές, όπως φαίνεται από την αδυναμία των μετοχών των τραπεζών να ανακάμψουν μετά την ανακοίνωση.
*senior scholar στο CIGI και μέλος Επιστημονικού Συμβουλίου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ)
**πρώτη δημοσίευση: Οικονομικός Ταχυδρόμος