του Θεόδωρου Μπενάκη
Τον Μάρτιο του 2018, οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία) έκρουσαν τον κώδωνα κινδύνου για την απειλή που αντιπροσωπεύουν οι κινεζικές εταιρείες για τους στρατηγικούς τομείς της ΕΕ. Όμως τον Ιούνιο του ίδιου έτους η κυβέρνηση της Ιταλίας άλλαξε και ο νέος πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, ο ηγέτης του δεξιού λαϊκιστικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων (M5S), αποφάσισε να αγνοήσει τις ανησυχίες της ΕΕ και να σπρώξει την Ιταλία πιο κοντά στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Η Ιταλία υπέγραψε συμφωνία με την ναυαρχίδα της εξωτερικής πολιτικής του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ, την γνωστή ως Πρωτοβουλία μιας Ζώνης και ενός Δρόμου (Belt and Road Initiative - BRI). Η απόφαση του Ιταλού πρωθυπουργού ήταν μια μεγάλη επιτυχία για τις κινεζικές προσπάθειες διείσδυσης στις δυτικές δημοκρατίες και κυρίως στην Ε.Ε. Αυτό διότι, αν και άλλα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν επίσης προσχωρήσει στο BRI (μεταξύ τους είναι και η Ελλάδα), η Ιταλία είναι μέλος της G7 και η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη.
Η BRI επισήμως στοχεύει στη βελτίωση των εμπορικών δεσμών μεταξύ της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης μέσω επενδύσεων σε υποδομές όπως λιμάνια, σιδηροδρόμους και αεροδρόμια. Ωστόσο, θεωρείται επίσης ως η αιχμή του δόρατος της προώθησης επιρροής της Κίνας παγκοσμίως. Η διείσδυση αυτή του Πεκίνου συνοδεύεται από δυσβάσταχτες οικονομικές συμφωνίες, βιομηχανική και άλλη κατασκοπία, επιρροή στα ΜΜΕ κλπ.
Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι, ο οποίος διαδέχθηκε τον Κόντε το 2021, πάγωσε τη συμμετοχή της Ιταλίας στην BRI και απέτρεψε κινεζικές επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς για την εθνική ασφάλεια της χώρας του, η Ιταλία εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της Πρωτοβουλίας.
Η Τζόρτζια Μελόνι, η νέα πρωθυπουργός, αποφάσισε να βγάλει την Ιταλία από την BRI επειδή μόνο η κινεζική πλευρά είχε οφέλη από την συμφωνία. Η Μελόνι θα ανακοινώσει επίσημα την απόφασή της το πιθανότερο στα μέσα Οκτωβρίου. Είναι μια δύσκολη απόφαση που αντιπροσωπεύει μια νέα σελίδα όχι μόνο για τις σχέσεις μεταξύ Ιταλίας και Κίνας αλλά και για την Ευρώπη και τον Δυτικό Κόσμο.
Η αποχώρηση από την BRI θα επιτρέψει στην Ιταλία να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα – οικονομία, ασφάλεια και βιομηχανία – και πιθανώς να αποτελέσει παράδειγμα και για άλλες χώρες να ακολουθήσουν τα βήματα της Ιταλίας.
Ιταλία και Κίνα: Μια μακρά συνεργασία
Η συμφωνία οικονομικής συνεργασίας της Ιταλίας χρονολογείται από το 2004 όταν ο πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι υπέγραψε συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης με την Κίνα.
Ωστόσο, το ακροδεξιό κόμμα Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι, γνωστό για τους δεσμούς του με την Ρωσία και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, προώθησε περισσότερο τους δεσμούς μεταξύ Ιταλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας. Όταν, τον Ιούνιο του 2018, έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εσωτερικών (κυβέρνηση Κόντε), διόρισε τον Μικέλε Τζεράτσι (Michele Geraci) υφυπουργό Εξωτερικών αρμόδιο για την οικονομική ανάπτυξη. Ο Τζεράτσι, ειδικός στην κινεζική οικονομία, με μακρά παραμονή στην Κίνα, σχέσεις με το καθεστώς της και ένθερμος υποστηρικτής της προσχώρησης της Ιταλίας στην BRI, προώθησε γρήγορα τις σχέσεις μεταξύ του γίγαντα της Άπω Ανατολής και της Ιταλίας.
Ο Σαλβίνι, διάσημος για τις στροφές του στην πολιτική, είχε μια δεύτερη σκέψη όταν ο συνέταιρος στην κυβέρνηση αλλά αντίπαλος στην πολιτική Κόντε υπέγραψε την συμφωνία με την Κίνα. Ως αποτέλεσμα, δεν υποστήριξε την απόφαση του Κόντε να ρίξει την Ιταλία στα χέρια της Κίνας. Πολλοί άλλοι Ιταλοί πολιτικοί αμφισβήτησαν επίσης την αξία που θα είχε η συμφωνία για την χώρα τους.
Πέρυσι, πριν τις εκλογές, η Μελόνι είχε εκφράσει την αντίθεσή της στην κινεζική επέκταση στην Ιταλία ή την Ευρώπη. Άλλωστε το ακροδεξιό κόμμα της είχε το σύνθημα της εθνικής κυριαρχίας κεντρικό στην προεκλογική εκστρατεία.
Το κόμμα της, Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Ialia, Fd’I), νεοφασιστικής καταγωγής, ευθυγραμμίζεται με τους ξένους εταίρους της χώρας σε αντίθεση με τη ρωσόφιλη Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρια. Η Μελόνι πρόσφατα δήλωσε ότι η Ρωσία έχει πολλά κοινά σημεία με την Ευρώπη, ενώ ο «πραγματικός κίνδυνος» είναι η Κίνα.
Τέτοιες δηλώσεις συμβαδίζουν με τον αυξανόμενο σκεπτικισμό της Δύσης σχετικά με τις παγκόσμιες οικονομικές και όχι μόνο φιλοδοξίες της Κίνας.
Επίσης, στην κοινή δήλωση του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν και της Μελόνι που εκδόθηκε κατά την επίσκεψή της στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 27 Ιουλίου 2023, τα δύο μέρη δεσμεύτηκαν να ενισχύσουν τις «διμερείς και πολυμερείς διαβουλεύσεις σχετικά με τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που θέτει η Λαϊκή Δημοκρατία του Κίνα."
Επιπλέον, η Ιταλία είναι δυσαρεστημένη με τα οικονομικά αποτελέσματα της εμπλοκής της στην BRI.
Οι κινεζικές και ρωσικές φιλίες του Τζουζέπε Κόντε
Ο πρώην πρωθυπουργός Κόντε αντέδρασε στα σχέδια της κυβέρνησης να αποχωρήσει από την συμφωνία με την Κίνα, υποστηρίζοντας ότι και οι δύο χώρες είχαν οφέλη ενώ η συμφωνία δεν απειλούσε την ασφάλεια της Ιταλίας. Ωστόσο, δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις.
Πάντως η συμπάθεια του Κόντε για την Κίνα δεν είναι η μόνη που τρέφει για δικτατορικά καθεστώτα. Ο Κόντε έχει υποστηρίξει την κατάργηση των διεθνών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, επικαλούμενος τη ζημιά που προκαλεί στην ιταλική οικονομία. Τον Μάρτιο του 2020, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, ο Πούτιν, φρόντισε ο ρωσικός στρατός να στείλει στρατιωτικούς γιατρούς, ειδικά οχήματα απολύμανσης και άλλο ιατρικό εξοπλισμό στην Ιταλία μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον πρωθυπουργό. Ωστόσο, αυτή η συμφωνία αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της Ιταλίας.
Ο Κόντε ήταν επίσης «προνομιακός συνομιλητής» του Ντόναλντ Τραμπ στην Ευρώπη, επικρίνει την ΕΕ για την υποστήριξη της Ουκρανίας και κατά συνέπεια αντιτίθεται σε οποιαδήποτε προμήθεια όπλων στο Κίεβο.
Το BRI δεν ωφέλησε τις ιταλικές εξαγωγές
Από τον Μάιο, έχει γίνει πολλή συζήτηση για το εάν η Ιταλία θα πρέπει να συνεχίσει να είναι μέρος της BRI. Η Μελόνι εξέφρασε την επιθυμία της να πραγματοποιήσει συνομιλίες με την Κίνα σχετικά με το ενδεχόμενο αποχώρησης. Εάν η Ιταλία δεν ζητήσει επίσημα να αποσυρθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους, η συμφωνία θα παραταθεί αυτόματα μέχρι τον Μάρτιο του 2024.
Η Ιταλία θα έχει την προεδρία της G7 το επόμενο έτος και η αναδιατύπωση της σχέσης της με το Πεκίνο θα κατευνάσει τους δυτικούς συμμάχους της, που φοβούνται την κινεζική επιρροή, ενώ θα μειώσει τον κίνδυνο αντίδρασης από το Πεκίνο.
«Υπάρχουν ευρωπαϊκά έθνη που τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μέρος της μιας Ζώνης και ενός Δρόμου, αλλά μπόρεσαν να σφυρηλατήσουν πιο ευνοϊκές σχέσεις (με την Κίνα) από ό, τι έχουμε καταφέρει μερικές φορές», είπε η Μελόνι σε συνέντευξη Τύπου στο τέλος της συνόδου κορυφής των μεγάλων οικονομιών του κόσμου (G20) στο Νέο Δελχί.
Τον Απρίλιο, ο υπουργός Οικονομίας Τζανκάρλο Τζορτζέτι (Giancarlo Giorgetti) είχε δηλώσει ότι η Ιταλία πρέπει να είναι ολοένα και πιο προσεκτική στους εμπορικούς της δεσμούς με την Κίνα.
Στα τέλη Ιουλίου, ο υπουργός Άμυνας Γκουίντο Κροζέτο (Guido Crosetto) είπε ότι η απόφαση της Ιταλίας να ενταχθεί στην BRI ήταν «αυτοσχέδια και καταστροφική», καθώς οι εξαγωγές της Ιταλίας δεν έλαβαν σημαντική ώθηση, με αποτέλεσμα η Κίνα να είναι ο μοναδικός κερδισμένος.
Απαντώντας στον ισχυρισμό της Κίνας ότι και τα δύο έθνη έχουν δει «καρποφόρα αποτελέσματα» λόγω της BRI, ο υπουργός Crosetto είπε στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera ότι η συμφωνία αύξησε τις κινεζικές εξαγωγές στην Ιταλία χωρίς να έχει το ίδιο αποτέλεσμα στις ιταλικές εξαγωγές στην Κίνα.
«Θέλουμε να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά με την Κίνα, αλλά πρέπει επίσης να αναλύσουμε τις εξαγωγές. Η BRI δεν έφερε τα αποτελέσματα που περιμέναμε», δήλωσε ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι σε οικονομικό φόρουμ στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Ο Ταγιάνι είπε ότι οι ιταλικές εξαγωγές στην Κίνα αυξήθηκαν από 13 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019 σε 16,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022. Αντίθετα, τα στοιχεία για τη Γαλλία και τη Γερμανία το 2022 ήταν πολύ υψηλότερα στα 23 δισεκατομμύρια και 107 δισεκατομμύρια ευρώ, αντίστοιχα. Επιπλέον, οι κινεζικές εξαγωγές προς την Ιταλία αυξήθηκαν από 31,7 σε 57,5 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο.