του Γιώργου Παπανικολάου
Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια και οι σοβαροί στρατιωτικοί αναλυτές της Δύσης παραδέχονται πλέον ότι νίκη της Ουκρανίας δεν διαφαίνεται στο άμεσο μέλλον, παρά το μέγεθος της υποστήριξης από τη Δύση.
Οι προσδοκίες για τη μεγάλη εαρινή επίθεση των Ουκρανών διαψεύστηκαν, όχι γιατί δεν πολέμησαν γενναία, αλλά διότι δεν είχαν ούτε τους αριθμούς ούτε των οπλισμό στο έδαφος και τον αέρα, για να επιτύχουν κάτι περισσότερο. Στην πράξη, έχουν περάσει τρεις μήνες με ασήμαντα αποτελέσματα και η αντεπίθεση έχει πλέον ξεθυμάνει.
Τώρα σχεδόν όλοι στη Δύση (και πολλοί στην Ουκρανία) μιλούν για ένα μακροχρόνιο πόλεμο «φθοράς», που θα κρατήσει ίσως και μέχρι το 2025. Οι περισσότεροι ηγέτες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη υπόσχονται δημοσίως ότι θα ενισχύσουν περαιτέρω τους Ουκρανούς και ότι δεν θα άρουν την υποστήριξή τους. Ανεπίσημα, όμως, διαφαίνεται ότι έχουν ήδη αρχίσει να ανησυχούν σοβαρά, για το αν οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι ισορροπίες στην κοινή γνώμη των χωρών τους θα επιτρέψει τήρηση των υποσχέσεων.
Η εμφάνιση ρηγμάτων αφορά όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου αν επικρατήσει στις εκλογές του 2024 ο Τραμπ, που σήμερα προηγείται στα γκάλοπ, είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει σημαντική αλλαγή γραμμής), αλλά και χώρες πέρα από την Ουγγαρία, όπως η Σλοβακία (όπου στις πρόσφατες εκλογές επικράτησε φιλορώσος), ακόμη και η Πολωνία, που είναι μεν φανατικά αντιρωσική, αλλά δείχνει να απομακρύνεται από την ίδια την Ουκρανία, ενώ αμφίθυμη εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Ακόμη και στην Εσθονία, η πρωθυπουργός της οποίας, η κα Kaja Kallas, πρωτοστατούσε υπέρ του πολέμου, υπάρχει αναβρασμός μετά την αποκάλυψη ότι ο σύζυγός της έκανε εμπόριο με τους Ρώσους.
Ο συσχετισμός στις «αντοχές» των εμπολέμων
Υπάρχουν όμως και αντικειμενικά προβλήματα. Έχοντας προετοιμαστεί για άλλα είδη πολέμου, έχοντας μειώσει δραστικά τα μεγέθη της αμυντικής βιομηχανίας αλλά και των Ενόπλων Δυνάμεών της, η Δύση έχει μεγάλες δυσκολίες να παρακολουθήσει τις πραγματικές απαιτήσεις ενός μακροχρόνιου πολέμου μεγάλης κλίμακας, σε πυραύλους, οβίδες πυροβολικού (ίσως το πιο σημαντικό όπλο στην Ουκρανία), σε άρματα μάχης και λοιπό εξοπλισμό.
Σε επίπεδο οικονομικού πολέμου, οι σκληρότατες κυρώσεις (τουλάχιστον στα χαρτιά) εναντίον της Ρωσίας δεν έφεραν σημαντικό αποτέλεσμα. Αποδεικνύεται σχεδόν δύο χρόνια αργότερα ότι ούτε η ρωσική οικονομία καταρρέει, ούτε υπάρχουν σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού των ενόπλων δυνάμεών της με όπλα και πυρομαχικά. Τουναντίον, τα ρωσικά εργοστάσια σε συνεργασία με τα τεράστια αποθέματα που πάντα διέθετε (σοβιετική παράδοση γαρ), έχουν ξεπεράσει τις προβλέψεις δυτικών αναλυτών, με την επίσημη και ανεπίσημη συνδρομή τρίτων χωρών.
Τούτων δοθέντων, φαίνεται ότι οι ηγεσίες της Δύσης, έχοντας θέσει ως «πολιτικό στόχο» την πλήρη ήττα της Ρωσίας (με βάση τις απαιτήσεις που θέτει η κυβέρνηση Ζελένσκι για μια συμφωνία ειρήνης), δεν φαίνεται ότι μπορούν να ελπίζουν σε κάτι άλλο από ένα θαύμα, ένα μεγάλο αναπάντεχο, όπως π.χ. η πλήρης κατάρρευση ηθικού στον ρωσικό στρατό, μια επανάσταση ή ένα πραξικόπημα κατά του Πούτιν, ή κάποια άλλη εξέλιξη τέτοιου επιπέδου.
Καθώς η σύρραξη έχει πάρει τη μορφή πολέμου φθοράς εδώ και πάρα πολλούς μήνες, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι αυτή η μορφή πολέμου δίνει το πλεονέκτημα στην πλευρά που έχει περισσότερο έμψυχο και άψυχο δυναμικό για να καλύπτει τις απώλειες. Η Ρωσία έχει πολλαπλάσιο πληθυσμό από την Ουκρανία, αστείρευτους φυσικούς πόρους και ασύγκριτα μεγαλύτερες παραγωγικές δυνατότητες.
Στην προσπάθειά της να αντεπεξέλθει σε αυτή την ανισορροπία, η Δύση προχωρά συνεχώς σε σταδιακές κλιμακώσεις της εμπλοκής της (που συνήθως έρχονται αργά για να κάνουν τη διαφορά), δίνοντας λίγο λίγο άρματα μάχης δυτικού τύπου, πυραύλους μεγάλης ακτίνας δράσεως, μέσα στο 2024 και κάποια μαχητικά αεροσκάφη. Όχι όμως σε αριθμούς που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά.
Τα παραπάνω άλλωστε ουδόλως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της ανισορροπίας σε ανθρώπινο δυναμικό. Ήδη υπάρχουν σημάδια ότι όχι μόνο έχει χαθεί μεγάλο μέρος του έμπειρου στρατιωτικού δυναμικού, αλλά ότι υπάρχει και πρόβλημα νεοσυλλέκτων, με αποτέλεσμα η Ουκρανία να ψάχνει πώς θα φέρει πίσω τους «ανυπότακτους» στο εξωτερικό.
Ο κίνδυνος της διχοτόμησης και το γεωπολιτικό κόστος
Εν ολίγοις, τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το «Ουκρανικό», εκτός μεγάλου απροόπτου, εξελίσσεται σε πρόβλημα χωρίς λύση. Οι συσχετισμοί δείχνουν ως πιθανή μια εξέλιξη ανάλογη αυτής στην Κορέα, με τη χώρα να μένει διασπασμένη. Αυτό που κανείς δεν μπορεί να ξέρει σήμερα είναι πού θα χαραχτεί η διαχωριστική γραμμή.
Αναμφίβολα κάτι τέτοιο θα αποτελέσει σημαντική ήττα για τη Δύση συνολικά, προς όφελος της Ρωσίας (που θα έχει διασφαλίσει κεκτημένα) αλλά και των «αυταρχικών ηγετών» που έχουν βρεθεί απέναντί της, γενικότερα. Εκεί οφείλεται άλλωστε η διαφαινόμενη έλλειψη «plan B» από την πλευρά των ΗΠΑ. Οτιδήποτε εκτός από μια καθαρή νίκη (έστω μόνο με την Κριμαία σε ρωσικά χέρια) συνιστά ήττα στο διεθνές γεωπολιτικό παιχνίδι.
Μόνο που όσο ο χρόνος κυλά με τον τρόπο που παρακολουθούμε εδώ και μήνες, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να περάσουν ξανά στην επίθεση οι Ρώσοι, απέναντι σε μια εξουθενωμένη Ουκρανία, οδηγώντας ίσως σε μια διχοτόμηση περίπου στο 50% του εδάφους της. Tα πρώτα δείγματα είναι ήδη ορατά στο βόρειο τμήμα του μετώπου, στον ποταμό Oσκόλ.
Κάτι τέτοιο θα έφερνε το ουκρανικό κράτος περίπου στα όρια της δυτικής Ουκρανίας, δημιουργώντας ένα κράτος χωρίς καθόλου πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, ένα κράτος απόλυτα εξαρτημένο πλέον από τη βοήθεια της Δύσης, όχι για τη διεξαγωγή πολέμου αλλά για την ύπαρξή του, επί δεκαετίες.
Αυτός άλλωστε φαίνεται να είναι και ο απώτερος στρατηγικός στόχος της Ρωσίας. Όχι η κατοχή του συνόλου της χώρας (τα προβλήματα κατοχής στο ιστορικά αντιρωσικό δυτικό τμήμα θα ήταν τεράστια), αλλά η πλήρης αποδυνάμωση της δυτικής Ουκρανίας και η ενσωμάτωση του πλούσιου ανατολικού τμήματος, στο οποίο υπάρχουν έντονα φιλορωσικά στοιχεία.
Εάν ληφθούν υπόψη και οι παρενέργειες που είχε ο συγκεκριμένος πόλεμος στο διεθνές σκηνικό, καθώς κατά γενική ομολογία έχει αυξήσει δραματικά τη χειραφέτηση τρίτων χωρών (του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου), έναντι της Δύσης, αλλά και την προσπάθεια δημιουργίας διεθνών μηχανισμών που θα λειτουργούν ως αντίβαρα στην επιρροή της, μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι οι οπαδοί της «Realpolitik» διερωτώνται ήδη για το κόστος της συνέχισής του, σε σχέση με το ρίσκο που ενέχει.
*πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr