του Γεωργίου Μέργου*
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα η ανάγκη για μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Σε πρόσφατο άρθρο έχω καταθέσει τις απόψεις μου για το νέο παραγωγικό πρότυπο, για το πώς πρέπει να αλλάξει η ελληνική οικονομία, ποιες είναι οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, ποια πρέπει να είναι η νέα κλαδική δομή, πως θα βελτιωθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας στις κρίσεις, πως θα αυξηθεί ο τεχνολογικός μετασχηματισμός και η εξωστρέφεια της οικονομίας, κλπ. [«Η νέα ελληνική οικονομία - Το παραγωγικό πρότυπο για την επόμενη εποχή» Foreign Affairs, Ελληνική Έκδοση, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2020, σελ. 60-84. ] Στο άρθρο υποστηρίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας δεν ήταν, ούτε είναι, το δημόσιο χρέος, αλλά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, που οφείλεται κυρίως στο εμπορικό έλλειμμα αγαθών. Η έμφαση της οικονομίας στον τουρισμό μπορεί να καλύπτει μερικώς το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, αλλά δεν δημιουργεί ευστάθεια μακροπρόθεσμα στην οικονομία.
Ως εκ τούτου, κεντρική προτεραιότητα της νέας παραγωγικής δομής πρέπει να είναι η βιομηχανία και η παραγωγή αγαθών, γιατί η πρωτογενής παραγωγή χωρίς την προστιθέμενη αξία της μεταποίησης έχει πολύ μικρή συμβολή. Αντίθετα, πολύ μεγάλη είναι η εθνική και οικονομική σημασία της αμυντικής βιομηχανίας. Γιατί η αμυντική βιομηχανία έχει κεντρικό ρόλο στον τεχνολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας και στην μετάβαση στο νέο πρότυπο υψηλής τεχνολογίας. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του ψηφιακού μετασχηματισμού η έξυπνη οικονομία, η οικονομία της γνώσης και το ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι αμυντικές δαπάνες απορροφούν σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού η πρόκληση είναι να χρησιμοποιηθούν για τη μετάβαση από μια οικονομία χαμηλής εξειδίκευσης και χαμηλής εντάσεως τεχνολογίας, σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας, συνδέοντας την οικονομία με τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Δυστυχώς, η υποβάθμιση επί δεκαετίες της ελληνικής αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας, λόγω κομματικοποίησης και συνδικαλισμού, οδήγησε σε πτώχευση δημόσιες αμυντικές βιομηχανίες και ναυπηγεία. Έτσι, σήμερα, σε περίοδο αναταράξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η χώρα στερείται ισχυρής αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας. Μερικές λαμπρές εξαιρέσεις επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα, με εξαιρετικά τεχνολογικά προϊόντα και εξαγωγές σε πάρα πολλές χώρες, δυστυχώς δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα. Έτσι, η Ελλάδα υστερεί τεχνολογικά και διαπραγματεύεται εξοπλιστικά προγράμματα στα όρια των οικονομικών της δυνατοτήτων, που δεν λύνουν το πρόβλημα της ασφάλειας σε βάθος χρόνου. Η δημοσιοποίηση παλαιότερα λύσεων που δόθηκαν για την επιχειρησιακή αναβάθμιση των ελληνικών υποβρυχίων αποδεικνύει την υψηλή ποιότητα και ικανότητα του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Πρόσφατες ενέργειες για την εξυγίανση της ΕΑΒ είναι εξαιρετικά σημαντικές για την άμυνα της χώρας αλλά είναι πολύ ενωρίς για να κριθεί η επιτυχία τους.
Το εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, που είχε αναφερθεί παλαιότερα ως πολιτική λύση, δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη επιλογή για την ασφάλεια της χώρας. Μόνη επιλογή της Ελλάδος είναι η αποτροπή με την ανάπτυξη ισχυρής αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας. Το εμπάργκο του 1974-75 αποτέλεσε ουσιαστικά την αφετηρία δημιουργίας ικανής και τεχνολογικά προηγμένης αμυντικής βιομηχανίας στην Τουρκία, που είχε σημαντικές συνέργειες και τεχνολογικές διασυνδέσεις με τον υπόλοιπο βιομηχανικό παραγωγικό ιστό και τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας αυτής στις τελευταίες δεκαετίες.
Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της αμυντικής βιομηχανίας στη βιομηχανική ανάπτυξη μιας μικρής χώρας μπορούν να μελετηθεί η εμπειρία του Ισραήλ, αλλά και της Σουηδίας. Η αλληλεπίδραση αμυντικής βιομηχανίας και οικονομίας εξαρτάται κυρίως (α) από τις αμυντικές ανάγκες της χώρας και τις οικονομικές της δυνατότητες, (β) από το μέγεθος της αμυντικής βιομηχανίας σε σχέση με την πολιτική βιομηχανία και (γ) το στάδιο της τεχνολογικής ανάπτυξης της χώρας. Η μελέτη της οικονομίας του Ισραήλ αποδεικνύει ότι η ισραηλινή αμυντική βιομηχανία ήταν καθοριστική για τη μετατροπή της πολιτικής βιομηχανίας της χώρας σε έναν επιτυχημένο τομέα υψηλής τεχνολογίας. Το επιχειρηματικό πνεύμα, η προσέγγιση επίλυσης προβλημάτων και η εστίαση στην επίτευξη στόχων, που είναι χαρακτηριστικά των επιτυχημένων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, προήλθαν από το στρατό του Ισραήλ και την αμυντική βιομηχανία. Επιπλέον, ο αμυντικός τομέας εξακολουθεί να είναι μια πολύ σημαντική πηγή νέας τεχνολογίας, τεχνογνωσίας και ανθρώπινου κεφαλαίου για τη μη στρατιωτική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας.
Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πως η ανεπτυγμένη στρατιωτική τεχνολογία, η κυβερνητική υποστήριξη για βιομηχανική Ε&Α και η προσέλκυση επιστημονικού δυναμικού από το εξωτερικό μετέτρεψαν το Ισραήλ σε περιοχή ακμάζουσας βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας και σημαντικό εξαγωγέα τεχνολογίας. Βασικός παράγον ανάπτυξης της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας (ΤΠΕ) στο Ισραήλ ήταν οι επενδύσεις στη βιομηχανία άμυνας και αεροδιαστημικής, καθώς και η διασύνδεση με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της χώρας, που δημιούργησαν τεχνογνωσία και πλούσιο ανθρώπινο κεφάλαιο στις τεχνολογίες αιχμής.
Παρατηρείται πρόσφατα μια κινητικότητα στη σωστή κατεύθυνση. Ο ΥΕΘΑ στην ομιλία του στη Βουλή ανέφερε για τη ανάγκη δημιουργίας ενός οικοσυστήματος καινοτομίας στην αμυντική βιομηχανία και ότι θα συσταθεί ένας ενδιάμεσος φορέας του Ελληνικού Κέντρου Καινοτομίας όπου τα επιτελεία θα διατυπώνουν τις ανάγκες τους, το συγκεκριμένο κέντρο θα τις προκηρύσσει και θα χρηματοδοτεί την κατασκευή πρωτοτύπων, των οποίων η κατασκευή θα χρηματοδοτείται στη συνέχεια αν ενδιαφέρουν τις ΕΔ. Επίσης, φαίνεται ότι γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια εξυγίανσης των αμυντικών βιομηχανιών και των ναυπηγείων. Επίσης αναφέρθηκε ο ΥΕΘΑ και στο πρόγραμμα ναυπήγησης νέων κορβετών και την ναυπηγική βιομηχανία.
Παρουσιάσθηκε, επίσης, η ίδρυση φορέα «Διασύνδεσης των Πανεπιστημίων με την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία» σε συνέχεια Ημερίδας του ΑΠΘ με στόχο τη διεκδίκηση προγραμμάτων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (ΕΤΑ) που ιδρύθηκε για να υποστηρίξει συνεργατικά αμυντικά έργα έρευνας και ανάπτυξης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Το ΕΤΑ έχει στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της αποτελεσματικότητας και της ικανότητας της ευρωπαϊκής αμυντικής τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης με την προώθηση της συνεργασίας, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Το ΕΤΑ παρέχει οικονομική υποστήριξη για έρευνα, ανάπτυξη και απόκτηση αμυντικών δυνατοτήτων. Επιπλέον, το πρόγραμμα έρευνας και καινοτομίας Horizon 2020 της ΕΕ υποστηρίζει ερευνητικά έργα με αμυντικές εφαρμογές. Αν και δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην άμυνα, έχει χρηματοδοτήσει έργα σε διάφορους τομείς που έχουν πιθανές εφαρμογές διπλής χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας.
Επίσης, η Άμυνα, η Ασφάλεια και η Αμυντική Βιομηχανία θα βρεθούν στο επίκεντρο συνεδρίου (DEFEA Conference – Current Strategies for a Challenging World) υπό την αιγίδα του ΥΕΘΑ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στις 15/5/2024. Το συνέδριο αποτελεί υψηλού επιπέδου φόρουμ και έχει στόχο την αποτύπωση καλών πρακτικών που οδηγούν στη δημιουργία οικοσυστήματος καινοτομίας καθώς και την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας και τεχνολογίας.
Οι εξελίξεις αυτές είναι σημαντικές και φαίνεται ότι στο επίπεδο στρατηγικής έχει γίνει κατανοητό ότι η δημιουργία σύγχρονης και ανταγωνιστικής διεθνώς αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας είναι επωφελής για την εθνική ασφάλεια. Όμως, ταυτόχρονα θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η χρηματοδότηση της αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας με έμφαση στην υψηλή τεχνολογία εξυπηρετεί ταυτόχρονα και την τεχνολογική αναβάθμιση ολόκληρου του παραγωγικού ιστού (με spin-offs) και οι αμυντικές δαπάνες αποκτούν αναπτυξιακό ρόλο. Η χρηματοδότηση και κρατική υποστήριξη έρευνας και ανάπτυξης, αλλά και κατασκευής συστημάτων, η διασύνδεση των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων με την αμυντική βιομηχανία και η προσέλκυση επιστημονικού δυναμικού έχουν ευρύτερα οικονομικά οφέλη για τη χώρα. Γιατί, η ανάπτυξη της αμυντικής και ναυπηγικής βιομηχανίας αποτελεί όχι μόνο φορέα εθνικής ασφάλειας, αλλά και πυλώνα τεχνολογικής αναβάθμισης του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Συμπερασματικά, οι αμυντικές δαπάνες αποκτούν μέσω της αμυντικής βιομηχανίας αναπτυξιακό ρόλο και συμβάλλουν στον τεχνολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας που πρέπει να είναι κεντρική προτεραιότητα της αναπτυξιακής στρατηγικής. Στο νέο παραγωγικό πρότυπο οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να λειτουργήσουν αναπτυξιακά και να συμβάλουν στην έξυπνη οικονομία και την ψηφιακή μετάβαση προσφέροντας σημαντικές τεχνολογικές συνέργειες και ανθρώπινο κεφάλαιο σε άλλους παραγωγικούς κλάδους (spin-offs).
*Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ, πρώην Γενικός Γραμματέας υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών
**πρώτη δημοσίευση: Insider.gr