του Γιώργου Παπανικολάου
Ολοένα και περισσότερο, η Ευρώπη φαίνεται να παίρνει την πρωτοβουλία της κλιμάκωσης του πολέμου, με τις ΗΠΑ να εμφανίζονται επιφανειακά διστακτικές, ενθαρρύνοντας τις χώρες της Βαλτικής και της ρωσικής παραμεθορίου να «βγάζουν το φίδι από την τρύπα», σε μια διαδικασία ολοένα και περισσότερο αυξημένης εμπλοκής, που δείχνει να μην έχει τέλος.
Δεν περιμέναμε ότι μόλις μία εβδομάδα μετά το άρθρο «Όταν η ουρά κουνάει τον σκύλο», θα είχαμε τόσο ξεκάθαρη έμπρακτη επιβεβαίωση. Τόσο η πρωτοβουλία των «προθύμων» για ανάπτυξη «στρατιωτικών συμβούλων» στην Ουκρανία όσο και η απελευθέρωση της χρήσης δυτικών όπλων εναντίον ρωσικού εδάφους ξεκίνησαν από παροτρύνσεις και προτάσεις των μικρών χωρών της Βαλτικής, που έχουν ιστορικούς λόγους να φοβούνται τη «ρωσική αρκούδα».
Βεβαίως, οι ΗΠΑ είχαν την επιρροή, αν ήθελαν, να μπλοκάρουν τέτοιες πρωτοβουλίες. Δεν το έπραξαν για λόγους που είχαμε έγκαιρα φωτίσει, από την αρχή του πολέμου, το Φεβρουάριο του 2022: Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός «πολέμου δια αντιπροσώπου», (proxy war), απέναντι στη Ρωσία, από την έκβαση του οποίου εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η διεθνής παρεμβατικότητα της Δύσης στο παγκόσμιο πεδίο.
Η κλιμάκωση των τελευταίων ημερών ήταν προβλέψιμη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ έχουν παραβιάσει διάφορες «κόκκινες γραμμές» που οι ίδιες είχαν θέσει, προκειμένου να φέρουν την τροχιά της σύρραξης προς όφελός τους. Πρώτα ήταν η αποστολή αρμάτων, μετά η προμήθεια πυραύλων μεγαλύτερου βεληνεκούς, ύστερα η αποστολή πολεμικών αεροσκαφών, τώρα η αποστολή συμβούλων και η ενθάρρυνση ουκρανικών πληγμάτων σε ρωσικό έδαφος.
Στρατιωτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι ούτε αυτή η κλιμάκωση θα κάνει τη διαφορά (για αυτό και δεν παίρνουν καθόλου στα σοβαρά τις πυρηνικές απειλές του πρώην προέδρου Μεντβέντεφ). Σημειώνουν όμως ότι εάν προκύψει πρόβλημα για τη Ρωσία, δεν θα διστάσει να κλιμακώσει κι εκείνη από την πλευρά της, πιθανώς με ασύμμετρα μέσα.
Η πορεία προς ένα ευρωπαϊκό «Βιετνάμ»
Η κατάσταση θυμίζει πλέον επικίνδυνα την εποχή του Βιετνάμ. Τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες, στην αρχή, έστελναν όπλα, μετά «στρατιωτικούς συμβούλους» και εν συνεχεία προχώρησαν σταδιακά σε πλήρη στρατιωτική εμπλοκή, τα χρόνια πέρασαν έως ότου για πολιτικούς λόγους επήλθε ξανά η «βιετναμοποίηση» του πολέμου. Δηλαδή η σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων και η ήττα.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα, πίσω από τη διαρκή κλιμάκωση κρύβεται η θεωρία των «ντόμινο». Η πεποίθηση ότι μια ήττα στην Ουκρανία θα ρίξει κι άλλα ντόμινο είτε στην Ευρώπη είτε στην Ασία και αλλού.
Την εποχή του Βιετνάμ, η θεωρία επαληθεύτηκε σε περιορισμένο βαθμό. Η Καμπότζη και το Λάος απέκτησαν κι εκείνες κομμουνιστικά καθεστώτα, αλλά η παγκόσμια ισορροπία δεν διαταράχτηκε, ούτε έγινε όλη η Ασία κομμουνιστική. Ωστόσο η τρέχουσα περίπτωση έχει άλλες σημαντικές διαφορές με το Βιετνάμ. Προς το χειρότερο.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, αντίπαλος δεν είναι κάποιος «δορυφόρος» αλλά η ίδια η Ρωσία, ενώ από την πλευρά των ΗΠΑ είναι ολοένα και περισσότερο ευδιάκριτη η τάση να προχωρήσουν σε «εξευρωπαϊσμό» του πολέμου, σε όλους τους τομείς, ώστε εκείνες να ασχοληθούν περισσότερο με τη Μέση Ανατολή, τον ανταγωνισμό τους με την Κίνα και τον έλεγχο των εξελίξεων στην Ταϊβάν.
Η μεγαλύτερη διαφορά, όμως, είναι πως η Ρωσία έχει κι εκείνη τη δυνατότητα να κλιμακώσει. Η ολοένα και εντονότερη ανάμιξη της Δύσης, τυχόν σοβαρά πλήγματα σε ρωσικό έδαφος, θα δώσουν στον Πούτιν την ευκαιρία για ακόμη μεγαλύτερη εσωτερική συσπείρωση, για μια νέα μερική επιστράτευση, αλλά και για επιτάχυνση της λειτουργίας της ρωσικής στρατιωτικής βιομηχανίας.
Λίγοι ίσως το γνωρίζουν, αλλά οι ρωσικές βιομηχανίες έχουν εντατικοποιήσει την παραγωγή τους, χωρίς όμως να την «τερματίσουν», με τριπλές βάρδιες και εργασία τα Σαββατοκύριακα.
Επιπλέον, στον «λογαριασμό» των δυνατοτήτων μπαίνει αργά αλλά σταθερά και η Κίνα. Το πρώτο «μανιφέστο» Πούτιν - Σι έγινε 20 μέρες πριν την εισβολή στην Ουκρανία. Οι ελπίδες ότι η Κίνα θα απομακρυνόταν από τη Ρωσία αποδείχθηκαν φρούδες.
Το δεύτερο μανιφέστο έγινε πριν από τρεις εβδομάδες και είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αμυντική και στρατιωτική συνεργασία των δύο, με εκτεταμένες εκ του σύνεγγυς επαφές, σε υψηλό επίπεδο. Ουδείς δικαιούται να υποθέτει εκ του ασφαλούς ότι η Κίνα θα εγκαταλείψει τη Ρωσία, εφόσον οι εξελίξεις πάρουν δύσκολη τροπή. Είναι πιθανό ότι θα συμβεί το αντίθετο.
Ο κίνδυνος του «sunk cost fallacy»
Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα στον πόλεμο της Ουκρανίας έχει να κάνει με τους συσχετισμούς στο ανθρώπινο δυναμικό. Μετά από δύο χρόνια, οι αμυνόμενοι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιστράτευσης. Λογικό, αφού η σημερινή Ουκρανία υπολογίζεται ότι έχει πληθυσμό το πολύ 28 εκατ. ανθρώπους (αφαιρουμένων όσων έφυγαν στο εξωτερικό ή βρίσκονται σε κατεχόμενες περιοχές), ενώ η Ρωσία περίπου 145 εκατομμύρια. Μια αναλογία 1:5.
Πέρα από την έλλειψη στρατευσίμων, ήδη υπάρχουν και σοβαρές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, όπως κατέγραψε προ ημερών το Bloomberg, υπό τον τίτλο «Η Ουκρανία ξεμένει από ανθρώπους»! Είναι επίσης σημαντικό ότι το 48% των ερωτηθέντων στην Ουκρανία δήλωναν ήδη από τον Μάρτιο ότι δεν είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν, έναντι 34% που απάντησαν θετικά.
Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι κάποια στιγμή θα απαιτηθεί το επόμενο βήμα κλιμάκωσης, λόγω έλλειψης στρατιωτών. Η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων από «πρόθυμες χώρες» της Ευρώπης, αφού τυχόν εμπλοκή των ΗΠΑ θα αποτελούσε κλιμάκωση χωρίς προηγούμενο μεταξύ μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων. Στην αρχή, η αποστολή ίσως αφορά δευτερεύοντες ρόλους, πιο μακριά από την πρώτη γραμμή του μετώπου, πιθανώς σε κρίσιμες πόλεις, σε μια προσπάθεια να αποθαρρυνθεί η Ρωσία από την κατάληψή τους. Οι πιθανότητες όμως να προκύψουν επικίνδυνες συνέπειες είναι ευνόητες.
Οι εξελίξεις δείχνουν ότι Ευρώπη και ΗΠΑ έχασαν την ευκαιρία για μια συμφέρουσα ειρήνη, στο τέλος του 2022, μετά τις επιτυχημένες αντεπιθέσεις των Ουκρανών, όταν το είχε προτείνει ο Αμερικανός Α/ΓΕΕΘΑ Μαρκ Μίλεϊ, σε «ώτα μη ακουόντων».
Έκτοτε, δείχνουν να βυθίζονται ολοένα και περισσότερο σε μια πολιτική «πλάνη του μη ανακτήσιμου κόστους» (sunk cost fallacy), όπως λέγεται στην οικονομική ορολογία η τάση συνέχισης μιας αποτυχημένης δραστηριότητας, επειδή απαίτησε μεγάλα κόστη. Η παγίδα βεβαίως βρίσκεται στο ότι όσο συνεχίζεται η δραστηριότητα χωρίς επιτυχία, τόσο αυξάνει η (πολιτική και γεωπολιτική) ζημία, τόσο πιο δύσκολη γίνεται και η παραδοχή του σφάλματος, έως ότου καταστεί υποχρεωτική.
Πολλά μπορεί να αλλάξουν ακόμη στο τοπίο, καθώς έχουμε μπροστά μας τις Ευρωεκλογές (αμέσως μετά τις οποίες θα καλυφθούν σταδιακά και οι κορυφαίες θέσεις της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας), κυρίως όμως τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, πριν από τις οποίες ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν έχει κανένα πολιτικό περιθώριο να αλλάξει ουσιωδώς στρατηγική στην Ουκρανία. Το «μετά» αποτελεί σημαντικό ερώτημα, ιδίως αν εκλεγεί πρόεδρος ο Τραμπ.
Για την Ευρώπη, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Τα ρήγματα στις σχέσεις με τη Ρωσία γίνονται ολοένα και πιο βαθιά και δεν πρόκειται να εξομαλυνθούν εύκολα, ιδίως για ορισμένες χώρες όπως οι Βαλτικές. Τα κοινά σύνορα με τη Ρωσία (σε ορισμένες περιπτώσεις και η ύπαρξη ρωσικής μειονότητας), δεν θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας.
Εάν όμως φτάσουμε και στην αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία, εκ μέρους κάποιων προθύμων (μεταξύ των οποίων φιγουράρει και η Γαλλία του Μακρόν), η νέα κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη για την περαιτέρω πορεία της Ευρώπης, που χρειάζεται πάνω από 10-15 χρόνια για να επανεξοπλιστεί, εφόσον κάνει τις σχετικές επενδύσεις.
Το περίεργο είναι ότι ελάχιστοι ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες της Γηραιάς Ηπείρου δείχνουν να το αντιλαμβάνονται.
*πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr