του Κώστα Χριστίδη*
Μία ιδιαίτερα δυσάρεστη είδηση οικονομικού περιεχομένου που πληροφορηθήκαμε προ ημερών (βλ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 21/08/2024) είναι ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι άμεσες ξένες επενδύσεις το Α΄ εξάμηνο φέτος έφθασαν στο ποσό των 2.097 δισ. ευρώ, έναντι ποσού 2.434 δισ. ευρώ της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους και ποσού 3.750 δισ. ευρώ κατά το Α΄ εξάμηνο του 2022. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν σημαντικό μέρος του συνόλου των επενδύσεων, από την αύξηση των οποίων εξαρτάται ο ρυθμός (διατηρήσιμης) ανάπτυξης και η σύγκλιση των εισοδημάτων των Ελλήνων πολιτών με αυτά των πολιτών των λοιπών κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, ως είδηση έλαβε προβολή πολύ μικρότερη από την τιμή της φέτας, την ‘’απληστία’’ των επιχειρήσεων, τα πάσης φύσεως ‘’καλάθια’’, τους ελέγχους και τα πρόστιμα που επιβάλλει η κυβέρνηση και υπερακοντίζει σύμπασα η αντιπολίτευση.
Στο θέμα της ακρίβειας – ή, ορθότερα, του πληθωρισμού, δηλ. της σημαντικής αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών – έχουμε μία ακόμη περίπτωση αόρατων συνεπειών κακών αποφάσεων, που άρχισαν εν τούτοις να γίνονται ορατές, ίσως νωρίτερα του αναμενομένου. Πράγματι, όπως έχουμε σημειώσει σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, ‘’υπάρχει μία μόνο διαφορά μεταξύ ενός κακού και ενός καλού οικονομολόγου (και μεταξύ ενός ανεύθυνου και ενός υπεύθυνου πολιτικού) : ο πρώτος περιορίζεται στο ορατό αποτέλεσμα. Ο δεύτερος λαμβάνει υπόψη του τόσο το αποτέλεσμα που φαίνεται όσο και τα αποτελέσματα που πρέπει να προβλεφθούν. Η διαφορά είναι τεράστιας σημασίας. Γιατί πολύ συχνά συμβαίνει, όταν η άμεση συνέπεια είναι ευνοϊκή, οι επόμενες να είναι καταστρεπτικές, και αντιστρόφως. Ο κακός οικονομολόγος επιδιώκει ένα μικρό, άμεσο όφελος που ακολουθείται, όμως, από ένα μεγάλο δεινό, ενώ ο καλός οικονομολόγος επιδιώκει ένα μεγάλο, μελλοντικό όφελος διακινδυνεύοντας, έστω, ένα μικρό, άμεσο, δυσάρεστο αποτέλεσμα’’.
Εν προκειμένω και σε σχέση με την ακρίβεια, οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες παραγνωρίζουν το γεγονός ότι ο ρόλος των τιμών σε κάθε οικονομία και σε κάθε κοινωνία είναι τριπλός. Ο πρώτος ρόλος είναι η διαβίβαση πληροφοριών. Αντιλαμβανόμαστε γρήγορα ότι π.χ. πρέπει να εξοικονομήσουμε ενέργεια όταν η τιμή του πετρελαίου ανεβαίνει πολύ ψηλά. Ο ρόλος αυτός είναι αναγκαίος για τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι τιμές διαβιβάζουν πληροφορίες για την ένταση των προτιμήσεων, για επάρκεια ή στενότητα των πόρων, για παραγωγικές δυνατότητες, για σημερινές ανάγκες έναντι μελλοντικών κλπ. Ο δεύτερος ρόλος των τιμών είναι η παροχή κινήτρων ώστε κάθε παραγωγός να συμπιέζει το κόστος του επενδύοντας σε σύγχρονες τεχνολογίες και μορφές οργάνωσης και χρησιμοποιώντας τους διαθέσιμους πόρους (που βρίσκονται πάντοτε σε στενότητα επειδή οι ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες είναι συνεχώς πολλαπλασιαστές) στις χρήσεις εκείνες που αποτιμώνται ψηλότερα. Ο ρόλος αυτός επιτελείται λόγω της ύπαρξης και του τρίτου ρόλου των τιμών, που είναι ο προσδιορισμός του τί και πόσο λαμβάνει ο παραγωγός κάθε αγαθού και υπηρεσίας, δηλ. ο προσδιορισμός των εισοδημάτων.
Τα περισσότερα προβλήματα σε μία οικονομία προκαλούνται από τις προσπάθειες κάποιων κεντρικών προγραμματιστών, δηλ. κυβερνητικών οργάνων, να διαχωρίσουν αυτούς τους τρεις ρόλους των τιμών και, ιδιαιτέρως, τον τρίτο από τους δύο προηγούμενους. Είναι προφανές ότι οι τιμές αποτελούν κίνητρο για την οικονομική δραστηριότητα των ατόμων μόνον όταν, ταυτόχρονα, αποτελούν και τον τρόπο καθορισμού του εισοδήματός τους. Εάν το εισόδημα δεν εξαρτάται από το τι κάνει κάποιος, εάν δεν βασίζεται στην διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων μιας επιχείρησης, ενός ελεύθερου επαγγελματία ή ενός μισθωτού, τότε όλοι αυτοί δεν έχουν κίνητρο να εντείνουν τις προσπάθειές τους, να πωλήσουν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες τους στην καλύτερη αγορά όπου θα αποσπάσουν τις ψηλότερες τιμές και, αντίστοιχα, να συμπιέσουν το κόστος τους όσο το δυνατόν περισσότερο.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων παραγόντων σε μία οικονομία, ο συντονισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων, γίνεται πλέον όχι με τα σήματα που εκπέμπουν αυτόματα οι τιμές αλλά με αποφάσεις των κυβερνητικών οργάνων. Τα οικονομικώς δρώντα άτομα αρχίζουν να λειτουργούν όχι βάσει κινήτρων αλλά βάσει κρατικών εντολών και διαταγών. Εάν η κατάσταση αυτή επεκταθεί πέραν από κάποιο όριο, το σύστημα πλέον μετατρέπεται από ελεύθερη σε διατεταγμένη οικονομία (command economy). Οι συνέπειες για την παραγωγικότητα αλλά και για την πολιτική ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα είναι καταστρεπτικές. Στενότητα πόρων, έλλειψη αγαθών και γενικευμένη ένδεια επικρατούν. Οι άνθρωποι, πιεζόμενοι από την φτώχεια και την έλλειψη ελευθερίας ψηφίζουν όχι με τα χέρια τους αλλά με τα πόδια τους, εγκαταλείποντας όποτε και όπως μπορούν τους σοσιαλιστικούς παραδείσους, όπως έδειξε η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων χωρών του ανατολικού μπλοκ, κατά τον 20ο αιώνα.
Ασφαλώς, κάθε οικονομία στην πραγματικότητα (αντίθετα από ότι συμβαίνει στις θεωρητικές αναζητήσεις) ουδέποτε λειτουργεί σε μία 100% αμιγή μορφή, είτε ως πλήρως ελεύθερη είτε ως πλήρως διατεταγμένη. Ακόμη και στην Σοβιετική Ένωση γινόταν κάποια προσομοίωση τιμών και αναγνωριζόταν δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας επί του 3% περίπου της αγροτικής γης, καθόσον το ποσοστό αυτό εισέφερε το 33% περίπου της συνολικής αγροτικής παραγωγής … Και, ασφαλώς, το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει αποφασιστικά σε περιόδους κρίσεων (πολέμων, φυσικών καταστροφών, επιδημιών κλπ.), όπως επίσης να εξασκεί διαρκώς τον εποπτικό ρόλο του.
Σε μία εποχή, πάντως, κατά την οποία ο ανταγωνισμός συνεχώς εντείνεται και προέρχεται από κάθε σημείο της γης, όπου διάφορες πρώην πάμπτωχες χώρες χρησιμοποιούν σε αυξανόμενες δόσεις τον μηχανισμό της αγοράς και αποκομίζουν εκ του λόγου τούτου τεράστια οικονομικά οφέλη (βλ. Κίνα, Βιετνάμ, Ινδία κ.α.), η προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης με συνταγές ενός παρωχημένου σοσιαλ-κρατισμού είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Η τόνωση του ανταγωνισμού, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, ο περιορισμός της φορολογίας και των αφόρητων γραφειοκρατικών διαδικασιών είναι εκ των ων ουκ άνευ για να αναπτυχθεί η οικονομία και να υπάρξει επάρκεια αγαθών, σε καλή ποιότητα και λογικές τιμές. Πρέπει, επομένως, το μείγμα οικονομικής πολιτικής να αλλάξει προς μία κατεύθυνση λιγότερων παρεμβάσεων στη λειτουργία της οικονομίας και πιο έντονης και αποτελεσματικής καλλιέργειας κλίματος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Εάν αυτά υλοποιηθούν με συνέπεια, σύντομα θα ακολουθήσουν θετικές εξελίξεις και για τη λεγόμενη ‘’καθημερινότητα’’. Η τελευταία φαίνεται ότι μονοπωλεί το ενδιαφέρον των πολιτικών, οι οποίοι ωστόσο παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η καθημερινότητα διαμορφώνεται ως συνέπεια προηγούμενων, ορθών ή λανθασμένων, οικονομικών αποφάσεων.
*Νομικός - Οικονομολόγος