Edition: International | Greek
MENU

Αρχική » Ανάλυση

Η μετανάστευση δεν είναι δικαίωμα

Ενώ η μετανάστευση και ο αυθαίρετος εποικισμός δεν είναι δικαίωμα κανενός, είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε χώρας να μεριμνά για την προστασία των πολιτών της και τη διαχρονική επιβίωσή της

Από: EBR - Δημοσίευση: Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 2024

Η χώρα δεν θα μπορεί να επιβιώσει εάν υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού το οποίο δεν θα σέβεται τις αξίες της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας και του κοσμικού κράτους.
Η χώρα δεν θα μπορεί να επιβιώσει εάν υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού το οποίο δεν θα σέβεται τις αξίες της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας και του κοσμικού κράτους.

των Κωνσταντίνου Γάτσιου & Δημήτρη Ιωάννου

Στο κέντρο της Αθήνας, στην περιοχή που ορίζεται από τον νοητό άξονα που συνδέει τα Κάτω Πατήσια με το Μοναστηράκι και προς τα δυτικά έως τη Λεωφόρο Κηφισού, στην περιοχή δηλαδή της οποίας μεγάλα τμήματα αποτελούν σχεδόν άβατο για τους απλούς Έλληνες πολίτες και κατοίκους της Αθήνας, ανάμεσα στους χιλιάδες ξένους που βρίσκονται εκεί μπορεί να συναντήσει κανείς και έναν σημαντικό αριθμό νέων ανδρών από την Αλγερία, το Μαρόκο και την Τυνησία.

Οι χώρες αυτές, του λεγόμενου Μαγκρέμπ, εδώ και πολλές δεκαετίες είναι βέβαιο πως δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Συνεπώς, είναι λίγο δύσκολο να είναι όλοι αυτοί οι νέοι άνδρες πρόσφυγες. Αλλά ακόμη και αν πρόκειται για οικονομικούς μετανάστες, είναι περίεργο ποιος άνεμος τους έχει φέρει στην Αθήνα.

Πολύ πιο κοντά στις χώρες τους από την Ελλάδα, βρίσκονται η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία. Γιατί λοιπόν όλοι αυτοί έχουν βρεθεί εδώ; Έτσι κι αλλιώς η χώρα μας δεν είναι τόσο πλούσια όσο οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που αποτελούν συνήθως τον προορισμό των «προσφύγων» και των οικονομικών μεταναστών.

Τι ακριβώς κάνουν εδώ οι νέοι αυτοί άνδρες από το Μαγκρέμπ; Δυστυχώς η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πάρα πολύ δυσάρεστη. Και αφορά κάτι το οποίο συλλογικά αποφεύγουμε να συζητάμε, ίσως γιατί δεν συνάδει με τη λεγόμενη «πολιτική ορθότητα». Η απάντηση, λοιπόν, είναι πως οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται εδώ διότι η Ελλάδα, πρώτον, είναι μία χώρα με πολύ εύκολη πρόσβαση για κάθε είδους «παράτυπο» εισερχόμενο και, δεύτερον, (όπως έλεγαν και κάποιοι βαλκάνιοι συνάδελφοι και συνοδοιπόροι τους, σε μία συνδιάλεξη που υπεκλάπη από τις ελληνικές διωκτικές αρχές και δημοσιοποιήθηκε) είναι μία χώρα πλήρους ανομίας στην οποία ό,τι και να κάνεις δεν πηγαίνεις ποτέ φυλακή!

Δεν υπάρχει, βεβαίως, η παραμικρή αμφιβολία πως η ανομία και η αταξία είναι ενδημικά φαινόμενα της ελληνικής κοινωνίας και δεν ξεκίνησαν από την παράνομη μετανάστευση. Εξίσου αναμφίβολο, όμως, είναι και το ότι η παράνομη μετανάστευση έχει δράσει πολλαπλασιαστικά στην παντοειδή επιδείνωση των συνθηκών ζωής ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας.

Ειδικά σε περιοχές που ζουν χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα στις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ή επίσης στα «σημεία πρώτης εισόδου» στα νησιά του Αιγαίου και στον Έβρο.

Αυτή η δυσχερής κατάσταση που αντιμετωπίζει και υφίσταται ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων πολιτών εξαιτίας της παράνομης μετανάστευσης, ισοδυναμεί στην πράξη με κατάλυση του κράτους δικαίου και με περιορισμό και παραβίαση των δημοκρατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Και οφείλεται στο γεγονός ότι οι ροές της παράνομης μετανάστευσης χρησιμοποιούν τη χώρα για δύο σκοπούς, χωρίς η οργανωμένη πολιτεία να έχει επιχειρήσει ουσιαστικά να τους ακυρώσει, ούτε στη μία περίπτωση ούτε στην άλλη.

Ο πρώτος σκοπός για την παράνομη μετανάστευση ήταν να την μετατρέψει σε έναν μεγάλο μεθοριακό σταθμό για τη διείσδυση των μεταναστευτικών ρευμάτων της Αφρικής και της Ασίας στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.

Ο δεύτερος ήταν να την καταστήσει, επιπλέον, και χώρα προορισμού για έναν σημαντικό αριθμό μεταναστών, κυρίως για αυτούς οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ για να λάβουν τα επιδόματα και να εργαστούν στα εργοστάσια της Γερμανίας, αλλά προτιμούν τα πλεονεκτήματα και τα ευεργετήματα που μπορούν να απολαύσουν από την ανομία και την κατάλυση του κράτους δικαίου που επικρατεί στην Ελλάδα.

Είναι η συλλογική ολιγωρία της ελληνικής κοινωνίας και των κυβερνήσεών της ο παράγοντας που επέτρεψε να διαμορφωθεί αυτή η δυσμενής κατάσταση, η οποία τώρα τείνει να γίνει δυσμενέστερη με τις απειλές του κ. Σολτς ότι θα επιστρέψει στην Ελλάδα όλους εκείνους οι οποίοι έλαβαν πολιτικό άσυλο εδώ και στη συνέχεια ταξίδεψαν στην Γερμανία με σκοπό να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί.

Είναι συλλογική ευθύνη της κοινωνίας και, κυρίως, των πολιτικών ηγεσιών τις οποίες η κοινωνία επέλεξε όλα τα τελευταία χρόνια, το ότι κανείς δεν είχε το θάρρος και την ειλικρίνεια να δεχθεί ως βασική αρχή και να θέσει ως κατευθυντήρια γραμμή το αξίωμα ότι η μετανάστευση (immigration) δεν είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα.

Η ελληνική γλώσσα δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην αναχώρηση από μία χώρα (emigration) και στην είσοδο και εγκατάσταση σε μία άλλη (immigration). Βεβαίως, είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα να εγκαταλείπει κάποιος την χώρα του όταν το επιθυμεί. Δεν είναι, όμως, δικαίωμά του να εισέρχεται και να εγκαθίσταται σε όποια χώρα επιθυμεί.

Σε κανένα από τα θεμελιώδη κείμενα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μνημονεύεται ο αυθαίρετος εποικισμός μίας χώρας ως ένα από αυτά, ούτε πουθενά αναφέρεται το δικαίωμα κάποιος να εγκαθίσταται αυθαίρετα σε όποια χώρα θέλει χωρίς να ρωτάει κανέναν και χωρίς να τον προσκαλεί κανείς. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια όσον αφορά τα μεταναστευτικά κύματα των τελευταίων ετών προς την Ευρώπη.

Εφ’ όσον, δε, οι άνθρωποι αυτοί είναι απρόσκλητοι, πρόκειται για κατ’ ευφημισμό «παράτυπους» αλλά για κατ’ ουσία παράνομους μετανάστες. Σε ουδεμία περίπτωση, πάντως, δεν είναι «πρόσφυγες». Διότι στο Πακιστάν και στο Μπαγκλαντές δεν υπάρχει πόλεμος, όπως δεν υπάρχει και στο Μαγκρέμπ.

Για δε τις εμπόλεμες χώρες, όπως ήταν παλαιότερα το Αφγανιστάν και είναι σε ένα μικρό βαθμό ακόμη σήμερα η Συρία και το Ιράκ, η σωτηρία της ζωής των ανθρώπων έχει εξασφαλιστεί μόλις περάσουν στην όμορη χώρα που βρίσκεται σε κατάσταση ειρήνης. Δεν χρειάζεται να πάνε στο Βερολίνο ή στην Στοκχόλμη για να σώσουν τη ζωή τους.

Από τη στιγμή που αναχωρούν από μία ασφαλή χώρα, όπως π.χ. θεωρείται η Τουρκία, για να μεταβούν σε μία άλλη, η ιδιότητα του πρόσφυγα παύει να υπάρχει, αφού το κίνητρό τους, πλέον, δεν είναι η προστασία της ζωής τους αλλά η επιλογή ενός τόπου διαβίωσης. (Και, φυσικά, η Τουρκία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απαιτεί από τρίτες χώρες, όπως η Ελλάδα, να μοιραστούν μαζί της το βάρος της φιλοξενίας των Σύριων προσφύγων.

Η Τουρκία είναι απολύτως υπεύθυνη για την έκρηξη και την έκταση του πολέμου στην Συρία, όχι μόνο γιατί υπήρξε μία εκ των χωρών που τον υποκίνησαν, αλλά και διότι συμμετείχε σε αυτόν αρχικά ενισχύοντας με κάθε τρόπο τις ακραίες ισλαμιστικές ομάδες και στην συνέχεια εισβάλλοντας στην ανεξάρτητη χώρα με τα στρατεύματά της).

Εάν υπήρχαν κάποιες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες θα ήθελαν να προσκαλέσουν τους (πρώην) πρόσφυγες και (πλέον) μετανάστες όπως, για παράδειγμα, η Σουηδία και η Γερμανία (η δεύτερη με την κυρία Μέρκελ το 2015), θα έπρεπε οι κυβερνήσεις τους να αναζητήσουν τον νόμιμο και οργανωμένο τρόπο για να τους μεταφέρουν στην επικράτειά τους. Και επ’ αυτού, δεν υπάρχει καταλληλότερος όρος από τον όρο «κτηνωδία» για να περιγράψει την πολιτική με την οποία η Ευρώπη αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια τις μεταναστευτικές ροές.

Ουσιαστικά κάλεσε όλους τους μετανάστες να συμμετάσχουν σε ένα πραγματικό reality game, βάζοντας την ζωή τους σε κίνδυνο, καθιστώντας τους λεία και θηράματα αδίστακτων συμμοριών διακινητών, ωθώντας τους να διασχίζουν άγριες θάλασσες πάνω σε σαπιοκάραβα, και αν τελικά κατάφερναν να σωθούν από όλες τις δοκιμασίες και έφθαναν στην στη γη της επαγγελίας, τότε είχαν το δικαίωμα της εγκατάστασης και της λήψης επιδομάτων.

Εάν πραγματικά οι χώρες της Ευρώπης ήταν τόσο μεγαλόψυχες όσο υποκρίνονται πως είναι και εάν πράγματι ήθελαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους αυτούς ή, έστω, αν δεν ήταν η μεγαλοψυχία τους που τις κινούσε αλλά η ανάγκη τους για εργατικά χέρια –και, εν προκειμένω, δεν έχει σημασία τι από τα δύο ήταν–, θα έπρεπε αντί να τους αφήνουν να πνίγονται στα νερά της Μεσογείου, ή να πέφτουν θύματα βιαστών, ληστών και δολοφόνων στους διάφορους καταυλισμούς, να έστελναν τα πλοία τους να τους παραλάβουν από τις ακτές της Τουρκίας ή της Λιβύης και να τους μεταφέρουν στις χώρες τους. Και αν όχι όλους, τουλάχιστον τους πιο ευάλωτους από αυτούς, δηλαδή τις οικογένειες με γυναίκες και παιδιά. Από την άλλη μεριά δε, θα έπρεπε όσους από τους αυθαιρέτως αφιχθέντες θεωρούσαν ανεπιθύμητους, να τους επιστρέφουν κατ’ ευθείαν στις χώρες προέλευσής τους (κάτι το οποίο είναι απόλυτα εφικτό για όποια ευρωπαϊκή χώρα το επιθυμεί, διότι διαθέτει τα –οικονομικά, κυρίως– μέσα να «νουθετήσει» τις κυβερνήσεις των χωρών προέλευσης, όταν αυτές αρνούνται να παραλάβουν τους πολίτες τους).

Πρέπει να πούμε ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να χειριστούν το πρόβλημα, ιδιαίτερα το τελευταία 15 χρόνια, με καθαρά στρουθοκαμηλικούς έως και κουτοπόνηρους τρόπους. Με διάφορες κοντόθωρες μεθοδεύσεις δέχτηκαν να μετατραπεί η Ελλάδα σε μεθοριακό σταθμό μετανάστευσης εκατομμυρίων ανθρώπων προς τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε χώρα προορισμού η ίδια για έναν μεγάλο και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό εποίκων.

Μία εκ των μεθοδεύσεων ήταν και η αθρόα παροχή ασύλου σε εμφανώς οικονομικούς μετανάστες με την σκέψη ότι αυτοί στη συνέχεια θα εγκατέλειπαν τη χώρα μας και θα μετέβαιναν να εγκατασταθούν στις χώρες πραγματικού προορισμού τους, στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, όπως και πράγματι έγινε στις περισσότερες περιπτώσεις. (Μόνο που τώρα αυτό είναι κάτι που η Γερμανία θέλει να αντιστρέψει).

Να σημειωθεί, βέβαια, ότι η συγκεκριμένη μεθόδευση ήταν μία σοβαρή προσβολή στο πρόσωπο εκείνων που πραγματικά δικαιούνται πολιτικό άσυλο ως πραγματικοί πολιτικοί πρόσφυγες –φυγάδες από την χώρα τους–, αλλά ήταν και μία κατάχρηση της έννοιας του πολιτικού ασύλου, κατάχρηση η οποία ουσιαστικά το αποδυναμώνει ως θεσμό, πράγμα που είναι εις βάρος όσων πραγματικά το δικαιούνται και θα το δικαιούνται στο μέλλον.

Ενώ, όμως, η μετανάστευση και ο αυθαίρετος εποικισμός δεν είναι δικαίωμα κανενός, από την άλλη πλευρά είναι αναφαίρετο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα κάθε χώρας να μεριμνά για την προστασία των πολιτών της καθώς και για την ίδια τη διαχρονική επιβίωσή της. Έστω και αν αυτό είναι κάτι το οποίο λίγοι καταλαβαίνουν στην χώρα μας, και ακόμη λιγότεροι τολμούν να το δηλώσουν και να το υπερασπιστούν.

Η Ελλάδα, πέραν του γεγονότος ότι είναι μία ευάλωτη κοινωνία λόγω των κρίσεων και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει, είναι και μια πολύ μικρή χώρα πληθυσμιακά, πολύ μικρότερη σε πληθυσμό από το Πακιστάν, από το Αφγανιστάν, από την Συρία ή ακόμη και από την Τουρκία.

Είναι, επίσης, πολύ μικρότερη σε πληθυσμό από τη Γερμανία όπου 10 εκατομμύρια μετανάστες που δεν θα ήταν «ενσωματώσιμοι» μπορεί, ενδεχομένως, να δημιουργούσαν σοβαρή αστάθεια, αλλά δεν θα κατάφερναν να ξεθεμελιώσουν την κοινωνία της διαρρηγνύοντας τον ιστό και τις δομές της. Όμως ένας πολύ μικρότερος αριθμός από αυτόν, αλλά αναλογικά μεγαλύτερος για τον δικό μας πληθυσμό, θα ήταν καταστροφικός για την Ελλάδα.

Διότι, στη χώρα μας, μέχρι σήμερα είναι γεγονός ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα μπορεί να ήταν έντονο αλλά, παρά την επιδείνωση που έχει επιφέρει όσον αφορά την καθημερινή ζωή, την ευνομία και την τάξη, ήταν χωροταξικά εντοπισμένο σε ορισμένες περιοχές και δεν είχε μείζονες επιπτώσεις στις νευραλγικές λειτουργίες της χώρας.

Εάν, όμως, συνεχιστεί ο εποικισμός της χώρας με αλλοεθνείς που δεν έχουν προσκληθεί από εμάς και που οι αξίες τους δεν είναι συμβατές με τις αξίες μίας κοσμικής φιλελεύθερης δημοκρατίας η οποία είναι θεμελιωμένη επάνω στο σεβασμό των ανθρωπίνων και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, το μέλλον της Ελλάδας πραγματικά βρίσκεται σε κίνδυνο.

Η χώρα δεν θα μπορεί να επιβιώσει εάν υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού το οποίο δεν θα σέβεται τις αξίες της φιλελεύθερης συνταγματικής δημοκρατίας και του κοσμικού κράτους.

Δεν θα μπορεί να επιβιώσει εάν ένας όλο και αυξανόμενος αριθμός όσων κατοικούν εδώ υπερασπίζονται και υποστηρίζουν την υπερίσχυση των επιταγών διαφόρων θρησκευτικών κειμένων και δοξασιών έναντι των επιταγών του νόμου και του συντάγματος, που ζουν με έθιμα και πρακτικές όπως οι κλειτοριδεκτομές, οι παιδικοί γάμοι, η νομιμότητα και η αποδοχή των εγκλημάτων τιμής, η αντιμετώπιση της γυναίκας ως υποδεέστερου από τον άνδρα ανθρώπινου όντος, η εκπλήρωση του ανθρωποκτόνου καθήκοντος για την «βλασφημία» έναντι κάθε απίστου ή και για την «αποστασία» έναντι κάθε διαφωνούντος ομοθρήσκου κλπ.

Πέραν δε όλων αυτών, η προσήλωση στις συγκεκριμένες θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες, (δηλαδή σε μία ολοκληρωτικού τύπου κοινωνικο-πολιτική ιδεολογία), πρακτικά θα καθιστά τις πληθυσμιακές αυτές ομάδες, όσα χρόνια κι αν έχουν ζήσει στην Ελλάδα και όσο κι αν έχουν ευεργετηθεί από αυτήν, ψυχικά και συναισθηματικά προσδεδεμένες και αφοσιωμένες σε άλλες χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί σε διένεξη ή και πολεμική σύρραξη.

Τότε, η ύπαρξη και η δράση αυτών των θρησκευτικών ομάδων εντός των εθνικών μας συνόρων θα είναι πραγματικά καταστροφική.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γνώμη

Αποκρύπτειν δια των αποκαλύψεων

Από: EBR

Από το κινηματογραφικό έργο «Ο Ατσίδας» παρέμεινε και διεδόθη το περίφημο «στρίβειν δια του αρραβώνος»

Ηλεκτρονική Έκδοση Τρέχοντος Τεύχους: 04/2021 2021

Περιοδικό

Τρέχον Τεύχος

04/2021 2021

Δείτε τα παλαιά τεύχη
Συνδρομή
Διαφημιστείτε
Ηλεκτρονική Έκδοση

Ευρώπη

Εξαρθρώθηκε δίκτυο απάτης ΦΠΑ στην Ευρώπη - κατασχέθηκαν 520 εκατ. ευρώ

Εξαρθρώθηκε δίκτυο απάτης ΦΠΑ στην Ευρώπη - κατασχέθηκαν 520 εκατ. ευρώ

Κατασχέθηκαν περίπου σαράντα εντάλματα σύλληψης και περιουσιακά στοιχεία 520 εκατομμυρίων ευρώ

Οικονομία

8 στους 10 Έλληνες ζητούν κρατική προστασία από το ηλεκτρονικό έγκλημα

8 στους 10 Έλληνες ζητούν κρατική προστασία από το ηλεκτρονικό έγκλημα

Ανήσυχοι για θέματα κυβερνοασφάλειας δηλώνουν οι Έλληνες, ζητώντας μάλιστα μεγαλύτερη κρατική προστασία έναντι του ψηφιακού εγκλήματος

EURACTIV.com - Feeds

All contents © Copyright EMG Strategic Consulting Ltd. 1997-2024. All Rights Reserved   |   Αρχική Σελίδα  |   Disclaimer  |   Website by Theratron