Τον μεγάλο κίνδυνο που κρύβει για τα χρηματιστήρια και τις τιμές των μετοχών το τεράστιο ύψος των ομολόγων που λήγουν τη επόμενη περίοδο, επισημαίνει με άρθρο του στους Financial Times ο Michael Howell, διευθύνων σύμβουλος της Crossborder Capital και συγγραφέας του «Capital Wars: The Rise».
«Βαδίζουμε ήδη στους πρόποδες μιας άλλης κρίσης. Δεν είναι μόνο το ύψος των επιτοκίων και το αυξανόμενο ποσόν που καταβάλλεται για τόκους που έχει σημασία, αλλά περισσότερο το έργο της αντιμετώπισης ενός τεράστιου όγκου χρεών που λήγουν. Το επόμενο έτος και ιδιαίτερα το 2026 θα αποδειχθούν χρονιές-προκλήσεις για τους επενδυτές» τονίζει ο αρθρογράφος.
Και υπογραμμίζει πως ακόμα και αν οι επενδυτές που τοποθετούνται σε μετοχές αψηφήσουν προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό ή τα επιτόκια, υπάρχει μπροστά τους ένα τείχος χρεών.
Η αναχρηματοδότηση αυτών των χρεών, που είναι η συνηθισμένη μέθοδος σε ήρεμους καιρούς, φαίνεται πλέον να είναι σοβαρό πρόβλημα και ο αρθρογράφος θυμίζει ότι σοβαρές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και καταρρεύσεις προκλήθηκαν λόγω προβλημάτων αναχρηματοδότησης το 1997 - 98 με την ασιατική κρίση αλλά και την οικονομική κρίση 2008-09.
Οι κρίσεις αυτές προκύπτουν επειδή το χρέος αυξάνεται συνεχώς ανοδικά ενώ η ρευστότητα είναι κυκλική. Η ιστορία δείχνει ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα απαιτεί μια σχεδόν σταθερή αναλογία μεταξύ του συσσωρευμένου χρέους και της προσφοράς ρευστότητας. Το υπερβολικό χρέος σε σχέση με τη ρευστότητα απειλεί με κρίσεις αναχρηματοδότησης των χρεών καθώς κάποτε λήγουν και πρέπει ή να εξοφληθούν ή να αναχρηματοδοτηθούν.
Στον αντίποδα, η υπερβολική ρευστότητα οδηγεί σε φούσκες πληθωρισμού και τιμών περιουσιακών στοιχείων. Είναι σημαντικό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να καθοδηγούν την οικονομική και νομισματική πολιτική σε μια μέση πορεία.
Η στρέβλωση των αγορών
Το τυπικό επιχείρημα ότι οι κεφαλαιαγορές κυρίως είναι μηχανισμοί χρηματοδότησης για κεφαλαιουχικές δαπάνες είναι παιδαριώδες, όταν αυτή τη στιγμή το Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών εκτιμά σε 315 τρισεκατομμύρια δολάρια το χρέος. Οι αγορές έχουν πλέον μετατραπεί σε τεράστια συστήματα αναχρηματοδότησής του.
Σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ανάγκη αναχρηματοδότησης του χρέους, οι χρηματοδοτικές δυνατότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν μεγαλύτερη σημασία από το επίπεδο των επιτοκίων. Πλέον οι 3 στις 4 συναλλαγές στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι προς αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανεισμού.
Είναι αλήθεια -σημειώνει ο αρθρογράφος- ότι η παγκόσμια ρευστότητα, δηλαδή η ροή των αποταμιεύσεων μετρητών και πιστώσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τον τελευταίο καιρό ανεβαίνει έντονα. Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι:
-τα πρόσφατα ισχυρά κέρδη σε τίτλους που έχουν αγοραστεί με υψηλότερο ρίσκο καθώς καταγράφονται επίπεδα-ρεκόρ όλων των εποχών για πολλά χρηματιστήρια,και
-η τιμή του χρυσού.
Οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν αύξηση 16,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της παγκόσμιας ρευστότητας τους τελευταίους 12 μήνες και ένα πιο εντυπωσιακό άλμα 5,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων από το τέλος Ιουνίου για να φτάσει η ρευστότητα σχεδόν τα 175 τρισεκατομμύρια δολάρια. Δηλαδή μια δεξαμενή χρήματος ίση
περίπου με 1½ φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτό ισοδυναμεί με μια φαινομενικά υγιή επέκταση 15% σε ετήσια βάση.
Ωστόσο, κοιτάζοντας το μέλλον, οι αγορές θα απαιτήσουν ακόμη περισσότερη ρευστότητα για τους μηχανισμούς αναχρηματοδότησης ή δημιουργίας νέου χρέους. Από το 1980, η αναλογία μεταξύ του παγκόσμιου χρέους προς την παγκόσμια ρευστότητα ήταν κατά μέσο όρο 2,5 φορές. Το έτος κρίσης 2008 έφτασε τις 2,9 φορές. Συνέχισε να κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της τραπεζικής κρίσης στην Ευρωζώνη το 2010-12. για να υποχωρήσει στη συνέχεια.
Μέχρι το 2027, όμως, είναι πιθανό να ξεπεράσει ξανά τις 2,7 φορές. Περισσότερο ανησυχητικό είναι ότι έως το 2026 το μέγεθος χρηματοδότησης του ετήσιου χρέους, μόνο στις προηγμένες οικονομίες, είναι πιθανό να αυξηθεί σχεδόν κατά ένα πέμπτο, δηλαδή πάνω από 33 τρισεκατομμύρια δολάρια ή τρεις φορές τις ετήσιες δαπάνες τους για νέες κεφαλαιουχικές επενδύσεις.
Τι μπορούν να κάνουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για να προστατεύσουν τους επενδυτές; Βραχυπρόθεσμα, η απάντηση είναι η διαχείριση των συνθηκών ρευστότητας αντί της αλλαγής απλώς των επιτοκίων.
Μακροπρόθεσμα, η μόνη λύση είναι η μείωση του χρέους. Με τη γήρανση του πληθυσμού να απαιτεί όλο και μεγαλύτερες και συχνά υποχρεωτικές δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας, αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για τις κυβερνήσεις. Αλλά αν δεν γίνει κάτι περισσότερο, το κόστος της επόμενης διάσωσης τραπεζών θα κάνει τα πακέτα διάσωσης της περιόδου το 2008-09 να μοιάζουν με τον λογαριασμό του μεσημεριανού φαγητού.
*πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr