των Κωνσταντίνου Γάτσιου και Δημήτρη Α. Ιωάννου*
Υπάρχει, άραγε, τρόπος να μπορέσουμε να αποφύγουμε μία καταστροφική πολεμική αντιπαράθεση με την κακή γείτονα Τουρκία (αναμφίβολα μία από τις χειρότερες παγκοσμίως, αν όχι την χειρότερη γείτονα που θα μπορούσε να έχει μία χώρα σαν την Ελλάδα), χωρίς όμως να εκχωρήσουμε εθνική κυριαρχία και χωρίς να απεμπολήσουμε εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα; Θεωρητικά ίσως και να υπάρχει ένας τέτοιος τρόπος αλλά, αν θέλουμε να λέμε την αλήθεια, η πιθανότητα να τον ανακαλύψουμε και να τον εφαρμόσουμε στην πράξη μοιάζει μικρή. Μακροχρόνια κάτι τέτοιο (δηλαδή να ζήσουμε και με ειρήνη αλλά και με υπερηφάνεια –όπως έλεγε κάποιος), φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί διότι η Τουρκία ενώ είναι, από την μία πλευρά, μία μεγάλη και ισχυρή χώρα, από την άλλη είναι και εξαιρετικά ανασφαλής και, όπως όλες οι ανασφαλείς οντότητες, είναι αλαζονικά υπερφίαλη και εξαιρετικά επιθετική –ειδικά απέναντι σε εκείνους που θεωρεί ασθενέστερους. Στα τρία μέρη του κειμένου που ακολουθεί οι υπογράφοντες διατυπώνουμε την γνώμη μας για το ζήτημα της εξ Ανατολών απειλής. Στο σημερινό πρώτο μέρος οριοθετούμε το πρόβλημα και τις παραμέτρους του, στο δεύτερο μέρος παρουσιάζουμε ποιες θα μπορούσαν να ήταν οι πιθανές λύσεις του και στο τρίτο μέρος διατυπώνουμε την άποψή μας για τις πολιτικές επιλογές που υπάρχουν στη διάθεσή μας.
Εάν θέλαμε να υιοθετήσουμε έναν όρο από την ιδιόλεκτο των γεωπολιτικών αναλυτών, η οποία συνήθως χρησιμοποιεί ουδέτερους και χωρίς αξιακή φόρτιση όρους, θα μπορούσαμε να λέγαμε και εμείς πως η Τουρκία είναι μία «αναθεωρητική» δύναμη. Πρόκειται για μία χώρα στην οποία τόσο οι πιστοί του νεοθωμανικού ισλαμισμού, οι οποίοι βρίσκονται τώρα στην εξουσία, όσο και οι οπαδοί της νεοκεμαλικής στρατοκρατίας, που καραδοκούν να επανέλθουν σε αυτήν, είναι κυριευμένοι από τη σκέψη πως η Τουρκία δεν μπορεί να επιβιώσει ως κρατικό μόρφωμα παρά μόνο επεκτείνοντας την ισχύ της, την ηγεμονία της και την κυριαρχία της σε ξένες περιοχές. Αυτό δεν είναι μία θεωρητική υπόθεση αλλά μία καταγραφή της πραγματικότητας. Έχει ήδη εισβάλει ευθέως σε τρεις γειτονικές της χώρες (στην Κύπρο, στη Συρία και στο Ιράκ) και, εμμέσως, στην Αρμενία και στη Λιβύη.
Η εμφανής και απροσχημάτιστη επιθετικότητά της εναντίον της Ελλάδας οφείλεται σε αυτήν τη «γονιδιακή» ιδιοσυγκρασία της, αλλά ενισχύεται και από την αίσθηση πως η ιστορία και η γεωγραφία την έχουν αδικήσει, απέναντί μας. Η τουρκική συλλογική συνείδηση θεωρεί απαράδεκτο ότι μία μεγάλη ηπειρωτική χώρα (πρώην, αλλά πιθανώς και μέλλουσα, αυτοκρατορία), δεν έχει την πρόσβαση και τον έλεγχο που θα επιθυμούσε στις δύο από τις τρεις θάλασσες που την περιβάλλουν, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτήν την αίσθηση μειονεξίας, με μία διαδικασία ψυχολογικής υπεραναπλήρωσης, την μετέτρεψε σε στρατηγικό στόχο και τη μορφοποίησε στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Δόγμα το οποίο, από τη στιγμή που έγινε όρκος πίστεως των μεγαλύτερων κομμάτων και διδακτέα ύλη στο εκπαιδευτικό σύστημα, έχει πλέον καταστεί συστατικό στοιχείο της τουρκικής συλλογικής ταυτότητας και ως εκ τούτου και «υλική δύναμη», η οποία δεν πρόκειται να ανακληθεί, να αντιστραφεί ή να ακυρωθεί, ει μη μόνο αν συμβούν κοσμογονικές ανατροπές στον τουρκικό κοινωνικό σχηματισμό. Στη σημερινή πραγματικότητα, πάντως, αποτελεί μία τεράστια απειλή και έναν θανάσιμο κίνδυνο για την χώρα μας. Τον οποίον θα πρέπει να αποδεχθούμε πως υπάρχει, χωρίς αυταπάτες και λιποψυχίες, και να τον αντιμετωπίσουμε με ορθολογικό, ψύχραιμο αλλά, κυρίως, αποφασιστικό τρόπο. Επιδιώκοντας να λύσουμε τη δύσκολη εξίσωση του να αποφύγουμε την πολεμική σύγκρουση, υπό τον περιορισμό, όμως, πως θα αποφύγουμε, επίσης, να απεμπολήσουμε εθνικά μας δίκαια και να εκχωρήσουμε εθνική κυριαρχία. Διατηρώντας, ταυτοχρόνως, πλήρη συνείδηση του γεγονότος πως υπάρχουν και εξισώσεις οι οποίες δεν έχουν λύσεις.
Η μέθοδος που ως χώρα έχουμε επιλέξει, από το 1974 μέχρι σήμερα, για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, είναι, κατά κύριο λόγο, η επίκληση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου. Μόνο που, όπως φαίνεται, αυτό δεν είναι αρκετό, όχι μόνο διότι αν ο ισχυρότερος καταφέρει να επιβάλει την βούλησή του δια των όπλων το Διεθνές Δίκαιο τίθεται στο περιθώριο, όπως συμβαίνει στην Κύπρο από το 1974, αλλά και διότι και η ίδια η επίκλησή του δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσει ως κοινά αποδεκτή και έγκυρη την άποψη εκείνου που το επικαλείται. Το Διεθνές Δίκαιο και, κυρίως, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982 (UNCLOS), στην οποία συνεχώς αναφερόμαστε και ομνύουμε, είναι μία γενική διατύπωση αρχών και κανόνων. Η εφαρμογή της στον υπαρκτό κόσμο όπου η πραγματικότητα είναι πολύ σύνθετη –με τόσες πολλές σύνθετες καταστάσεις που ο νομοθέτης ούτε θα μπορούσε να τις φανταστεί, ούτε να τις συμπεριλάβει σε ένα περιεκτικό κείμενο– δημιουργεί πληθώρα δυσκολιών. Η εμπραγμάτωση του Δικαίου της Θαλάσσης, μέσα από την ερμηνεία των αφηρημένων εννοιών του και των γενικών κανόνων του, επιτυγχάνεται από την ετυμηγορία των διεθνών διαιτητικών δικαστηρίων που με τις αποφάσεις τους εφαρμόζουν τις γενικές αρχές σε συγκεκριμένες, σύνθετες, καταστάσεις. Τα δικαστήρια αυτά είναι τρία, εκ των οποίων στα δύο, που αποτελούν «τέκνα» της UNCLOS, δεν μπορούμε να προσφύγουμε. Πρόκειται για τα «Arbitral Tribunals under UNCLOS» της Χάγης και το «International Tribunal for Law of the Sea (ITLOS)» του Αμβούργου. Έχουν ως προϋπόθεση προσφυγής σε αυτά πως αμφότεροι οι προσφεύγοντες–αντίδικοι πρέπει να έχουν υπογράψει και κυρώσει την UNCLOS, πράγμα που δεν συμβαίνει με την Τουρκία. Συνεπώς, απομένει το γνωστό Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, «International Court of Justice (ICJ)», στο οποίο θεωρητικά μπορούμε να προσφύγουμε, εάν συμφωνήσουμε με την Τουρκία στο συνυποσχετικό που θα υποβάλουμε –δηλαδή, στο κοινό αίτημα που περιγράφει ποιες είναι οι διαφορές που ζητάμε από το δικαστήριο να διευθετήσει.
Η δυσκολία εφαρμογής των γενικών κανόνων της UNCLOS στην περίπτωση της Ελλάδας με την Τουρκία, έγκειται στο γεγονός ότι το Αιγαίο πέλαγος, αφ’ ενός μεν είναι διάσπαρτο από ελληνικά νησιά, αφ’ ετέρου δε κάποια από αυτά, μεγάλα σε μέγεθος, βρίσκονται σε απόλυτη εγγύτητα με την τουρκική ακτογραμμή. Δεδομένου πως η UNCLOS ορίζει ότι τα κατοικημένα και με οικονομική δραστηριότητα νησιά δικαιούνται να έχουν υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), η εφαρμογή του κανόνα στην πράξη θα ελαχιστοποιούσε ή και θα εκμηδένιζε την δυνατότητα να έχει αντίστοιχα δικαιώματα η τουρκική χερσαία επικράτεια. (Μικρή σημείωση για τους μη εξοικειωμένους με το αντικείμενο: η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη –ΑΟΖ– είναι η περιοχή της θάλασσας που μπορεί να εκτείνεται έως και 200 ναυτικά μίλια από την ακτή (ή τη λεγόμενη «γραμμή βάσης») ενός κράτους. Από την ακτή, ή τη γραμμή βάσης, του ίδιου κράτους ξεκινάνε και τα εθνικά χωρικά ύδατα, τα οποία μπορούν να έχουν μήκος έως 12 ναυτικά μίλια. Τα εθνικά χωρικά ύδατα είναι περιοχή κυριαρχίας του κράτους, είναι δηλαδή το ίδιο σαν το έδαφός του. Το τμήμα της ΑΟΖ– υφαλοκρηπίδας που βρίσκεται πέραν των χωρικών υδάτων είναι διεθνή ύδατα στα οποία το κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή μπορεί να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους. Οι έννοιες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι παρεμφερείς, αλλά όχι ταυτόσημες. Η παλαιότερη έννοια της υφαλοκρηπίδας αναφέρεται στο βυθό και το θαλάσσιο υπέδαφος. Η νεότερη, νομικά, έννοια της ΑΟΖ περιλαμβάνει και την υφαλοκρηπίδα και τα υπεράνω αυτής ύδατα. Συνήθως στις νομικές συζητήσεις οι δύο έννοιες ταυτίζονται, αλλά όχι πάντα. Έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου κράτη διεκδίκησαν, με γεωλογικά επιχειρήματα, μεγαλύτερη υφαλοκρηπίδα από την ΑΟΖ τους καθώς η UNCLOS ορίζει πως υπό ειδικές γεωλογικές συνθήκες η υφαλοκρηπίδα θα μπορούσε να επεκταθεί έως τα 350 ναυτικά μίλια).
Η Τουρκία, εν τούτοις, θεωρεί πως βάσει κάποιου είδους Φυσικού Δικαίου των διεθνών σχέσεων, και όχι του Θετικού Δικαίου που έχει υιοθετήσει η διεθνής κοινότητα (όπως η UNCLOS), ως μεγάλη χερσαία χώρα με μακρά ακτογραμμή, έχει το δικαίωμα πρόσβασης, με τη μορφή κυριαρχικών δικαιωμάτων, στη θάλασσα του Αιγαίου και δυνατότητα οικονομικής αξιοποίησής της. Θεωρεί, δηλαδή, πως έχει κυριαρχικά δικαιώματα στις θαλάσσιες εκτάσεις που βρίσκονται πίσω από τις δυτικές ακτές των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ανάμεσα στις ακτές αυτές και τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αξίωση που στηρίζεται στον απολύτως παράλογο ισχυρισμό ότι τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα (και, συνεπώς, δεν δικαιούνται ΑΟΖ), αλλά «επικάθονται» στην υφαλοκρηπίδα της τουρκικής ηπειρωτικής χώρας! Φυσικά, ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι απολύτως παράλογος. Οι συντάκτες της UNCLOS, αφ’ ενός μεν δεν μνημονεύουν πουθενά τη δυνατότητα ύπαρξης κάποιας παρόμοιας γεωλογικής–νομικής «τερατογονίας», αφ’ ετέρου δε, είχαν εξαιρετικά ουσιαστικούς λόγους να υποστηρίξουν την άποψη πως τα κατοικημένα νησιά δικαιούνται να έχουν την δυνατότητα οικονομικής εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος θαλάσσιου χώρου: αυτός είναι απαραίτητος όρος επιβίωσης για τους πληθυσμούς των κατοίκων τους.
Το πρόβλημα για την Τουρκία οξύνεται από το γεγονός της πυκνότητας των ελληνικών νησιών στο Ανατολικό και Κεντρικό Αιγαίο, πυκνότητα που στην πραγματικότητα δεν αφήνει πολύ έκταση για οποιοδήποτε είδος διαμερισμού μίας δυνητικής ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών. Για τον λόγο αυτό, αμέσως μετά την θέση σε ισχύ της UNCLOS, η Άγκυρα υιοθέτησε, το 1995, τον νόμο του casus belli, δηλώνοντας ως αιτία πολέμου την περίπτωση που η Ελλάδα, υλοποιώντας τις προβλέψεις της UNCLOS, επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Ο λόγος για αυτήν την (ακραίας επιθετικότητας) κίνηση της Τουρκίας είναι πολύ απλός: εάν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια (22,5 χιλιόμετρα, περίπου) όχι μόνο στο ηπειρωτικό της τμήμα αλλά και στα νησιά, καλύπτει τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου σε ποσοστό, περίπου, 70% και έτσι δεν απομένουν ελεύθερες περιοχές για μία αξιόλογη τουρκική ΑΟΖ, δοθέντος ότι δεν μπορεί να υπάρχει ΑΟΖ μίας χώρας μέσα στα χωρικά ύδατα μίας άλλης.
Σχετικά με αυτό το θέμα ακούγεται συχνά από διάφορες πλευρές, συμπεριλαμβανομένης και της τουρκικής (η οποία το χρησιμοποίησε αρχικά και ως δικαιολογία για το casus belli), το παραπειστικό και λανθασμένο επιχείρημα ότι με την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, το Αιγαίο θα καταστεί μία «ελληνική λίμνη» και τα τουρκικά πλοία δεν θα μπορούν να πλεύσουν ελεύθερα σε αυτήν. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο λάθος, ή ψεύδος, διότι, σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται να υπάρχει κανένα πρόβλημα στην ελευθερία της ναυσιπλοΐας. Το Διεθνές Δίκαιο (και στην UNCLOS) προβλέπει το δικαίωμα της «αβλαβούς διέλευσης» (innocent passage), που επιτρέπει στα πλοία ανεξαρτήτως εθνικότητας να διέρχονται από τα εκάστοτε χωρικά ύδατα, ακολουθώντας μία εύλογη πορεία για τον προορισμό τους, αρκεί να μη δημιουργούν προβλήματα, όπως το να κάνουν πολεμικές ενέργειες ή να ρυπαίνουν. Συνεπώς, η επέκταση των ελληνικών εθνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Το πρόβλημα που θα δημιουργούσε για την Τουρκία θα ήταν πως δεν θα υπήρχε πουθενά χώρος για τουρκική ΑΟΖ.
Όπως, βέβαια, είναι φυσικό, μετά την «αφύπνισή» της στην δεκαετία του 1970 (διότι είναι γεγονός πως πριν από αυτό το χρονικό σημείο δεν ήταν ιδιαίτερα επιθετική στα θέματα του Αιγαίου), η Τουρκία δεν έχει σταματήσει να μηχανεύεται τρόπους σφετερισμού του δικαιώματος των ελληνικών νησιών στην ΑΟΖ. Ένας από τους τρόπους αυτούς ήταν και η αμφισβήτηση της ελληνικότητας (δηλαδή της νομιμότητας της ελληνικής κυριαρχίας) για έναν μεγάλο αριθμό βραχονησίδων και νησιών, ακόμη και κάποιων κατοικημένων, όπως η Γαύδος, οι Φούρνοι ή οι Οινούσσες, με το επιχείρημα ότι αυτά ουδέποτε είχαν παραχωρηθεί από την Οθωμανική αυτοκρατορία στην Ελλάδα ή στην Ιταλία (από την κυριαρχία της οποίας τα Δωδεκάνησα μεταφέρθηκαν στην κυριαρχία της Ελλάδας με την Συνθήκη των Παρισίων του 1947), διότι δεν αναφέρονται ονομαστικά στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923. Συνεπώς, σύμφωνα με το τουρκικό σκεπτικό, δοθέντος πως το τουρκικό κράτος (όπως και το ίδιο διακηρύσσει) είναι διάδοχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και δεδομένου ότι το Αιγαίο ήταν «εσωτερική λίμνη» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (αυτό ακριβώς αναφέρει η ιστοσελίδα του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών), το καθεστώς των εν λόγω νήσων είναι «αδιευκρίνιστο», ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις (όπως τα Ίμια, όπου έχει ακολουθηθεί άλλη μεθόδευση και επιχειρηματολογία), τα νησιά ανήκουν στην Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση, αν τόσα πολλά νησιά και βραχονησίδες δεν ανήκαν στην ελληνική κυριαρχία αλλά στην τουρκική, τότε δεν θα υπήρχαν ενιαία ελληνικά χωρικά ύδατα ακόμη και αν η Ελλάδα τα είχε επεκτείνει στα 12 ναυτικά μίλια και, συνεπώς, η δημιουργία ελληνικής ΑΟΖ, ακόμη και στο κεντρικό Αιγαίο, θα ήταν ανέφικτη. Φυσικά, τα τουρκικά επιχειρήματα είναι όλα ανέρειστα και προσχηματικά. Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι σαφέστατη στην περιγραφή των νήσων του Βόρειου και του Ανατολικού Αιγαίου που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα και του Νότιου Αιγαίου που παραχωρήθηκαν στην Ιταλία. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει Συνθήκη στην οποία θα περιγράφονταν ονομαστικά χιλιάδες νησιά και βραχονησίδες, αλλά όλα περιγράφονται με γεωγραφική αναφορά και με πολύ απλά λόγια. Επιπροσθέτως δε αυτού, η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία και σε σειρά νήσων που κατονομάζονται ρητώς στο κείμενο των Συμβάσεων, τη φορά αυτή με το επιχείρημα πως σε παραβίαση των προβλέψεών σχετικών άρθρων, τα νησιά έχουν εξοπλισθεί για την άμυνά τους (απέναντι στον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο του ΝΑΤΟ). Φυσικά, ούτε και ο ισχυρισμός αυτός είναι λογικά και νομικά ισχυρός, αλλά είναι βέβαιο ότι αν τα διεθνή δικαστήρια κατέρριπταν όλα τα καινοφανή νομικά επιχειρήματα της Τουρκίας, αυτή δεν θα είχε την παραμικρή δυσκολία να παρουσιάσει και άλλα τόσα καινούργια στην θέση τους. (Πάντως, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν προτίθεται και δεν πρέπει να προσφύγει σε διεθνή διαιτησία για να επικυρώσει την κυριαρχία της στα ήδη ελληνικά νησιά, γεγονός αποτελεί πως σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις τα δικαστήρια, μαζί με τους νομικούς τίτλους της κυριαρχίας –οι οποίοι δεν επιδέχονται αμφισβήτηση στην περίπτωση του Αιγαίου– εξετάζουν, επίσης, ποιο κράτος άσκησε κυριαρχία, δηλαδή διοίκηση, επί των αμφισβητουμένων περιοχών, (νησιών), καθώς και αν ο αντίδικος–διεκδικών είχε εκφράσει ποτέ και –κυρίως– εγκαίρως, τις αντιρρήσεις του. Και σε αυτό το θέμα βεβαίως, όπως και στο θέμα των νομικών τίτλων κυριαρχίας, τα δικαιώματα της Ελλάδας προκύπτουν αναμφισβήτητα και πέραν της παραμικρής αμφιβολίας).
Η ύπαρξη μίας «άρτιας», και νόμιμης, ελληνικής ΑΟΖ στο Αιγαίο, κατά κύριο λόγο, δεν είναι ούτε ζήτημα τιμής, ούτε εθνικής υπερηφάνειας. Είναι, πρωτίστως, μία αναγκαιότητα διότι αποτελεί την απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή επιβίωση των κοινωνιών των νησιών. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μία περιοχή τουρκικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο που θα διακόπτει την χωρική συνέχεια μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας και των ελληνικών νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ομαλή εξέλιξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και του ελληνικού χαρακτήρα των νησιών αυτών. Δεν είναι δυνατόν να το δεχθούμε αυτό γιατί δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στον κόσμο κάτι ανάλογο –δηλαδή, εκατοντάδες κατοικημένα νησιά να βρίσκονται εκτός της ΑΟΖ της χώρας τους. Δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε πως προκειμένου η Ελλάδα να ποντίσει ένα καλώδιο ηλεκτρικής σύνδεσης μεταξύ της Εύβοιας και της Λέσβου θα πρέπει να ζητήσει άδεια από την Τουρκία, αφού το καλώδιο αυτό θα διερχόταν μέσα από την περιοχή της τουρκικής ΑΟΖ, των τουρκικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δεν είναι δυνατόν τα ελληνικά αλιευτικά σκάφη να μην μπορούν να ψαρέψουν σε απόσταση 7 ναυτικών μιλίων ανατολικά της Σκύρου. Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να δεχτούμε να γίνουν από τουρκικές ή εταιρείες τρίτων χωρών, χωρίς καν να ερωτηθούμε, γεωτρήσεις για άντληση πετρελαίου ή για εξόρυξη ορυκτών ή μεταλλευμάτων από το υπέδαφος του Αιγαίου, με ενδεχόμενες καταστροφικές οικολογικές επιπτώσεις τόσο στα παρακείμενα ελληνικά νησιά όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ακόμη περισσότερο, μάλιστα, δεν είναι δυνατόν να τα δεχτούμε όλα αυτά όταν γνωρίζουμε επιπλέον ότι, όπως έχουν δείξει με την συμπεριφορά τους σε διάφορες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και η «ατυχής» πρόσφατη περίπτωση της Κάσου, οι Τούρκοι δεν κάνουν διάκριση μεταξύ της κυριαρχίας και αυτού που θεωρούν ως κυριαρχικά τους δικαιώματα και συμπεριφέρονται στην υποτιθέμενη ΑΟΖ ως εάν να ήταν τα εθνικά τους χωρικά ύδατα. Είναι πραγματικά τερατώδες να σκέφτεται κανείς ότι μπορεί να υπάρχει περιοχή τουρκικής δικαιοδοσίας μεταξύ της Εύβοιας, της Σκύρου και της Άνδρου και είναι ακόμη περισσότερο τερατώδες αν αυτό το σκέφτονται Έλληνες και το υποστηρίζουν με το πραγματικά αδιανόητο επιχείρημα πως «η Τουρκία έχει δικαιώματα» και πως «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη».
Ουδείς, βεβαίως, είπε ποτέ πως «το Αιγαίο είναι ελληνική λίμνη», διότι δεν είναι. (Αλλά, το να αποδίδεις σε αυτούς με τους οποίους διαφωνείς έναν άστοχο ισχυρισμό που ποτέ δεν ξεστόμισαν και στη συνέχεια να τον καταρρίπτεις, είναι ό,τι πιο ανήθικο και πρόστυχο μπορείς να κάνεις σε ένα δημόσιο διάλογο για τα εθνικά θέματα). Όπως, πάντως, το Αιγαίο δεν είναι «ελληνική λίμνη», έτσι επίσης δεν είναι ούτε «κλειστή» ή «ημίκλειστη θάλασσα» στην οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται «ειδικές ρυθμίσεις» και όχι οι γενικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου –όπως υποστηρίζει η Τουρκία και επαναλαμβάνουν διάφορα αντηχεία της. Το Αιγαίο είναι, κατά κύριο λόγο, ένα «αρχιπέλαγος». Είναι, μάλιστα, το κατ’ εξοχήν αρχιπέλαγος από το οποίο έχει προέλθει και ο συγκεκριμένος γεωγραφικός αλλά και νομικός, πλέον, όρος. Νομικός όρος που προσδιορίζει ένα σύνολο νησιών που συνδέονται με έναν λειτουργικό τρόπο μεταξύ τους. Για τον λόγο αυτόν υπάρχουν και χώρες χαρακτηρισμένες ως «αρχιπελαγικές» στις οποίες, δυστυχώς, δεν έχει μέχρι σήμερα συμπεριληφθεί η Ελλάδα. Πλην, όμως, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τα αρχιπελαγικά χαρακτηριστικά της λαμβανομένου υπ’ όψιν του αριθμού των νήσων και βραχονησίδων της. Κατανοεί κανείς ότι η Ελλάδα έχει δικαιώματα αρχιπελαγικής χώρας από το γεγονός ότι οι Μαλδίβες, που είναι μία αναγνωρισμένη αρχιπελαγική χώρα, έχουν 190 κατοικημένα νησιά ενώ η Ελλάδα έχει 240. Η έννοια του αρχιπελάγους, λοιπόν, δηλαδή η νομική αντίληψη πως κράτη με μεγάλο αριθμό κατοικημένων νησιών πρέπει να αντιμετωπίζονται ως γεωγραφική ολότητα, ενισχύει και συμπληρώνει την κατευθυντήρια αρχή του Διεθνούς Δικαίου που αφορά την Ελλάδα, ότι κατοικημένα και οικονομικά αυτάρκη νησιά έχουν πλήρες δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ με την, επικουρική αλλά εξ ίσου ισχυρή, αρχή πως δεν μπορεί να διακόπτεται η χωρική συνέχεια των κρατών με «τμηματοποίηση» της κυριαρχίας τους και των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Ένας μεγάλος αριθμός οπαδών της «ατυχούς», στην καλύτερη περίπτωση, εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η παρούσα κυβέρνηση υποστηρίζει –συνήθως χωρίς κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα– πως «και η Τουρκία έχει δικαιώματα στο Αιγαίο» και πως «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη». (Προσφεύγοντας, μάλιστα, στα λόγια σοφών ανδρών του παρελθόντος μας ενημερώνουν ότι στο Αιγαίο, «εκτός από ελληνικά χωρικά ύδατα, υπάρχουν και τουρκικά, αλλά και διεθνή»(!) –λες και το αμφισβήτησε ποτέ κάποιος αυτό). Είναι γεγονός, όμως, ότι οι εν λόγω απόψεις, δημιουργούν σύγχυση στην ελληνική κοινή γνώμη. Εκείνο, λοιπόν, που θα είχε κανείς να συστήσει στους εκφραστές τους, προκειμένου να βοηθήσουν την κοινή γνώμη και όλους εμάς να αντιληφθούμε καλύτερα, θα ήταν να παρουσιάσουν τις απόψεις τους επί χάρτου. Ώστε να φανεί ποια ακριβώς είναι τα δικαιώματα της Τουρκίας που έχει σφετερισθεί η Ελλάδα και τι ακριβώς πρέπει να αποδοθεί στη γείτονα χώρα.
Πάντως, για να συνειδητοποιήσει κανείς ποιο είναι το σωστό και ποιο το άδικο θα βοηθούσε ένα πνευματικό πείραμα: να σταθεί σαν τρίτος, ουδέτερος, μπροστά στις «διαφορές» Ελλάδας–Τουρκίας, και αφού βγάλει από το μυαλό του κάθε συζήτηση και αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, στους κανόνες του, στα δικαστήρια και όλα τα σχετικά, να προσπαθήσει να σκεφτεί το ζήτημα με όρους Φυσικού Δικαίου. Με βάση δηλαδή την αίσθηση Δικαίου, που είναι ενδιάθετη σε κάθε ανθρώπινο όν, και τις αρχές Δικαίου που δεν έθεσε κάποιος νομοθέτης αλλά είναι αυτονόητες και πανανθρώπινες και «σαν την φωτιά καίνε με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης». Να σκεφτεί, λοιπόν, δύο χώρες που αντλούν από το Φυσικό Δίκαιο, όπως το αισθάνονται, τη δυνατότητα να προβάλλουν αξιώσεις για την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στη θάλασσα του Αιγαίου. Από την μία πλευρά υπάρχει η μεγάλη ηπειρωτική χώρα της Τουρκίας η οποία θεωρεί ότι, εξ αιτίας του μεγέθους της και της ισχύος της, το Αιγαίο κατά το ήμισυ τουλάχιστον, πρέπει να εμπίπτει στην κυριαρχία της και στη σφαίρα επιρροής της, όσον αφορά την οικονομική του αξιοποίηση και όχι μόνο. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η Ελλάδα της οποίας οι αξιώσεις γεννώνται από το γεγονός ότι το Αιγαίο είναι διάσπαρτο με ελληνικά νησιά και κατοικείται από Έλληνες όχι από χθες αλλά, τουλάχιστον, από τρεις χιλιάδες χρόνια και πως οι κάτοικοί του, εάν δεν έχουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της θάλασσας που τους περιβάλλει, της θάλασσας που τους ενώνει με τον κύριο κορμό του έθνους, της κοινωνίας, της οικονομίας, του πολιτισμού στον οποίον ανήκουν, θα αναγκαστούν να ζουν με την αβεβαιότητα, τον φόβο και την πολύμορφη καταπίεση και εκμετάλλευση, βλέποντας μπροστά τους ένα μέλλον σκοτεινό. Ακόμη και αν υπάρχει εδώ η σύγκρουση δύο «φυσικών δικαιωμάτων», αυτού που απορρέει από τον μεγάλο ηπειρωτικό όγκο και εκείνου που πηγάζει από την Ιστορία των ανθρώπων που έζησαν και ζουν στη θάλασσα του Αιγαίου, είναι προφανές σε κάθε έντιμο κριτή, ποιο δικαίωμα είναι υπέρτερο και πλέον ισχυρό.
Εκτός από το Φυσικό Δίκαιο, όμως, υπάρχει και το Θετικό Δίκαιο. Η νομολογία των δικαστηρίων και ο τρόπος που εφαρμόζεται η UNCLOS από αυτά, μπορεί δείξει το πλαίσιο μίας «έντιμης λύσης». Και αυτό θα είναι το αντικείμενο του δεύτερου μέρους του παρόντος άρθρου.
*καθηγητής, πρώην πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομολόγος